«Τα χελιδόνια πα στα σύρµατα/ του τηλεγράφου αραδιασµένα,/ έτοιµα πια για το ταξίδι τους,/ λένε τραγούδια µεθυσµένα.// Αύριο το αγέρι του φθινοπώρου/ στη θέση τους θα σκούζει µόνο/ κι εµείς βαθιά µας θα αισθανόµασθε/ της Εγκατάλειψης τον πόνο./ Γιατί φτερά κι εµείς δεν έχουµε;/ Γιατί, γιατί να µην µπορούµε,/ όπως αυτά πέρ’ απ’ τη Μοίρα µας/ την Άνοιξη ν’ ακολουθούµε;» Το ποίηµα “Φθινόπωρο” του Σωτήρη Σκίπη.
«Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα/ της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ’ ουρανού;/ Ύµνοι, σύµβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,/ φυλλοροούν στην κόµη σου τα ψυχρά άνθη του νου.// Γίγας, αυτοκρατορικό φάσµα, καθώς προβαίνεις/ στο δρόµο της πικρίας και της περισυλλογής,/ αστέρια µε το πρόσωπο, µε της χρυσής σου χλαίνης/ το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής. […] Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,/ τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρηµη προτοµή.// Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώµα οι οπώρες,/ ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορµή». Από το ποίηµα “Τι να σου πω φθινόπωρο” του Κώστα Καρυωτάκη.
«Γυρίσαµε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι/ σαν ένα τετράδιο που µας κούρασε γράφοντας µένει/ γεµάτο διαγραφές αφηρηµένα σχέδια/ στο περιθώριο κι ερωτηµατικά, γυρίσαµε/ στην εποχή των µατιών που κοιτάζουν/ στον καθρέφτη µέσα στο ηλεχτρικό φως/ σφιγµένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι/ στις κάµαρες στους δρόµους κάτω απ’ τις πιπεριές/ καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν/ χιλιάδες χλωµές προσωπίδες./ Γυρίσαµε· πάντα κινάµε για να γυρίσουµε/ στη µοναξιά, µια φούχτα χώµα, στις άδειες παλάµες…». “Ένας λόγος για το καλοκαίρι”, από τα “Ποιήµατα” (εκδ. Ίκαρος, 1989) του Γιώργου Σεφέρη.
«Ένα κίτρινο φύλλο σου, φθινόπωρο,/ σ’ έναν άνεµο ράθυµο κάθισε/ και µ’ ακολούθησε επίµονα./ Το πήρα και το κρατώ/ σαν κάτι συµβολικό από µέρους σου,/ σαν φιλικό αυτόγραφο,/ ίσως σαν ένα ‘‘ευχαριστώ’’/ που διόλου µέρος δεν έλαβα στο καλοκαίρι τούτο…/ Το πήρα/ κι εξιχνιάζω/ τις φετινές προθέσεις σου/ απέναντί µου». Το ποίηµα “Αυτόγραφο” της Κικής ∆ηµουλά. (Από τη συλλογή “Ερήµην” 1990).
«Αν µε δεις απόψε να κουβεντιάζω µε το φθινόπωρο/ µη µ’ ενοχλήσεις./ Με φώναξε να πιούµε ένα κρασί/ και να µου διαβάσει κάτι στίχους,/ που ξεδιάλεξε από παλιά κιτρινισµένα φύλλα». Από το “Ψηφιδωτό” (τρίτη ποιητική σειρά) του Ιάσονα Ευαγγέλου. Ε λοιπόν, απολαµβάνω κι εγώ την κουβέντα µε το φθινόπωρο. Με τα χελιδόνια λίγο πριν φύγουν, αλλά και µε τις φωλιές τους που τα περιµένουν. Με τα φύλλα των δέντρων που πέφτουν στη γη. Με τα σύννεφα που παίζουν κυνηγητό µε τον ήλιο. Με τη µατωµένη ρίζα της άνοιξης που σαν θησαυρό φυλάει στα σπλάχνα του. Και καταφεύγοντας στους στίχους των ποιητών µας…
Και στα πεταχτά
Στα τρυγοπατήµατα “πατά” και στις σηµερινές της ερωτικές µαντινάδες η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. «Αµπέλι µοιάζει ο σεβντάς, σταφύλια τα φιλιά σου,/ το νέκταρ της αγάπης µας θα πιω στην αγκαλιά σου», µας λέει στην πρώτη. «Απ’ του σεβντά σου το κρασί, ένα ποτήρι µόνο/ ανέ µου δώσεις µάτια µου, ξεχνάω κάθε πόνο», µας λέει στη δεύτερη. Να το γράψω και σήµερα γι’ άλλη µια φορά. ∆εν παίζεται η µαντιναδολόγος µας στις ερωτικές µαντινάδες!
«Κι αν δεν µπορείς να κάµεις την ζωή σου όπως την θέλεις,/ τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο µπορείς: µην την εξευτελίζεις/ µες στην πολλή συνάφεια του κόσµου,/ µες στες πολλές κινήσεις κι οµιλίες./ Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,/ γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντας την/ στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθηµερινή ανοησία,/ ως που να γίνει σαν µια ξένη φορτική». Το ποίηµα “Όσο µπορείς” του Κ.Π. Καβάφη. Στον καθένα µας χωριστά απευθύνεται ο Αλεξανδρινός Ποιητής.
Επιβεβληµένη η αναβολή της εκδήλωσης του ∆ήµου Αποκορώνου για τον Μακεδονοµάχο Μανόλη Κατσίγαρη στο Νίππος την Παρασκευή 22 Σεπτεµβρίου. Ράγισαν οι πέτρες µε το θλιβερό άκουσµα του αιφνίδιου θανάτου της 47χρονης Κατερίνας Κουρτάκη, συζύγου του και προέδρου του Λιµενικού Ταµείου Χανίων, Νιππιανού Μανόλη Κοτσιφάκη. Πάνδηµος ο αποχαιρετισµός της την άλλη µέρα στον Άγιο Νεκτάριο της Σούδας. Και από εδώ και πάλι προσθέτω τη λύπη µου στη λύπη σου-σας, Μανόλη!