Μαραζώνει η καρδιά των ολίγων ηλικιωμένων που υπάρχουν ακόμα στη ζωή όταν θυμούνται τα όσα βιώσανε και τα όσα είδανε με τα ίδια τους τα μάτια, αυτά που ζήσανε και αυτά που συναντήσανε, τα περασμένα χρόνια στην παιδική τους ηλικία κυρίως την Κατοχή.
Τα παιδιά όταν τελειώνανε το δημοτικό σχολείο τα περισσότερα μένανε στο χωριό στα επαγγέλματα του γεωργού και του κτηνοτρόφου και τα λιγότερα πήγαιναν στην πόλη στα γράμματα και στις τέχνες.
Για να σταδιοδρομήσουν κυρίως στα γράμματα οι γονείς στο σπίτι και οι δάσκαλοι στο σχολείο τα συμβουλεύανε να πάνε στο γυμνάσιο για να έχουν μπροστά τους ένα καλύτερο μέλλον.
Στην προσπάθεια αυτή τους λέγανε να διαβάζετε για να μάθετε γράμματα γιατί αλλιώς θα γίνετε λούστροι, να βάφετε παπούτσια των ανθρώπων στην πόλη. Αυτό το επάγγελμα το θεωρούσανε τότε σαν το τελευταίο και ότι αυτός που θα το εκτελεί δεν έχει την συμπάθεια μέσα στον περιβάλλον της κοινωνίας που ζει.
Ο λούστρος τα περασμένα χρόνια ήτανε ένα επάγγελμα που έβαφε τα παπούτσια –στιβάνια που φορούσανε οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι της πόλης και των χωριών που το εκτελούσανε μεγάλοι και παιδιά αγράμματοι ή πτωχοί σε μια γωνιά ενός δρόμου της πόλης εκεί που είχε περισσότερη διάβαση πεζών.
Ο εξοπλισμός που είχε το συνεργείο του ήτανε από ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο που είχε στο μέσον της επάνω επιφάνειας μια βάση σε σχήμα της πατούχας του ποδιού για να πατά το πόδι με το παπούτσι την ώρα του βαψίματος και στο πλάι του, θήκες για τις βούρτσες (μαύρες και καφέ) για τα χρώματα (μαύρο και καφέ) και για τα πανιά γυαλίσματος των παπουτσιών.
Το κασελάκι όπως το λέγανε είχε και ένα μακρύ λουρί για τη μεταφορά του εις τον ώμο του λούστρου και ένα καρεκλάκι για να κάθεται την ώρα του βαψίματος.
Ο πελάτης όταν πήγαινε έβαζε πρώτα το ένα πόδι με το παπούτσι που φορούσε επάνω στη βάση και όταν το τελείωνε έβαζε και το άλλο. Πριν ξεκινήσει τη βαφή τοποθετούσε δύο χαρτόνια δεξιά και αριστερά του ποδιού στο παπούτσι για να μην λερώσει τις κάλτσες και το παντελόνι του πελάτη του.
Ο λούστρος έκανε πρώτα με τις βούρτσες το καθάρισμα του παπουτσιού, στη συνέχεια το βάψιμο με το χρώμα που είχε το παπούτσι και στο τέλος, με τα παλιά το γυάλισμά τους. Το γυάλισμα το εκτελούσε πρώτα με τις βούρτσες και μετά με το χνουδωτό πανί με γρήγορο ρυθμό των χεριών του. Όταν τελείωνε έλεγε στον πελάτη: Με την υγεία σου και την άλλη βόλτα με το καλό.
Στην πόλη μας στο Ρέθυμνο την περίοδο της κατοχής τα μόνιμα στέκια που είχανε οι λούστροι ήτανε: στη Μεγάλη Πόρτα στη γωνιά του κήπου με τον Κονταράτο Γιώργο, στον Πλάτανο δίπλα στα Βρυσάκια με τον Ζαμφώτη Αθανάσιο, στην Αρκαδίου με τον Σαριγιάννη Κωνωνσταντίνο και στον Άγνωστο Στρατιώτη (δεν τον θυμάμαι).
Ήτανε όμως και ορισμένοι λούστροι κυρίως παιδιά που γυρίζανε στους ενδιάμεσους δρόμους στα καφενεία την ώρα που πίνανε τον καφέ ή παίζανε χαρτιά και στα καταστήματα της πόλης που αδυνατούσανε να πάνε για το βάψιμο των παπουτσιών τους στα στέκια.
Επίσης και στα χωριά όταν γινότανε γάμος ο γαμπρός πήγαινε μέσα σε ένα σακούλι τα στιβάνια που θα φορούσε στο γάμο να τα βάψει και να τα γυαλίσει ο λούστρος.
Κάποτε ένας από ένα χωριό μπήκε στην πόλη. Πρώτα πήγε στον λούστρο της Μεγάλης Πόρτας και του λέει: βάψε μου τα στιβάνια. Όταν τελείωσε τον ρωτά πόσα χρωστώ αλλά του φανήκανε ακριβά και του απαντά: να μου τα ξεβάψεις δεν έχω τόσα πολλά να σου δώσω.
Οι λούστροι είχανε πολλά παράπονα από την κοινωνία καθότι τους περιφρονούσανε οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης και δεν τους κάνανε παρέα στα καφενεία που συχνάζανε και τους αποκαλούσανε με βαριές άσχημες ονομασίες.
Όμως αυτοί αδιαφορούσανε για όσα τους λέγανε εις βάρος τους. Πίστευαν ότι η δουλειά τους δεν έχει ντροπή και παράλληλα ότι είναι ένα επάγγελμα τίμιο και γι’ αυτό δεν αισθανότανε ίχνος ντροπής για τους ίδιους και για την οικογένειά τους.
Πρόσφατα ένας ηλικιωμένος όταν θυμηθήκαμε το επάγγελμα του λούστρου μας είπε τα καλύτερα λόγια για μια οικογένεια λούστρου που ήτανε στη γειτονιά του την Κατοχή. Ο πατέρας και τα τέσσερα αγόρια της για να επιβιώσουν βάφανε τα παπούτσια των ανθρώπων. Δεν είχανε μόνιμο στέκι αλλά περνούσανε όλους τους δρόμους της πόλης. Ορισμένες φορές φωνάζανε για να τους ακούσουνε όσοι δεν τους βλέπανε που περνούσανε με τα κασελάκια τους λέγοντας: βάφω παπούτσια ο λούστρος…. Αλλοι τα βάφανε και άλλοι τους βρίζανε.
Όμως με το καλό τους κουμάντο τα καταφέρανε και προόδευσε η οικογένειά τους.
Τα αγόρια όταν μεγαλώσανε είχανε άριστη πρόοδο στα επαγγέλματά τους και ακόμα το ένα κορίτσι που είχε το παντρεύτηκε ένας πολύ ευκατάστατος και ήτανε το παράδειγμα στην κοινωνία.
Μπορώ να πω είπε ότι από τότε και μετά η συμπεριφορά άρχισε να είναι καλύτερη από τους περισσότερους απέναντι των λούστρων.
Σήμερα εκτός από τους ηλικιωμένους κανείς δεν γνωρίζει αυτό το επάγγελμα ότι υπήρχε πριν πολλά χρόνια και ότι ορισμένοι από αυτούς το εκτελούσανε για να τους προσφέρει αυτά που είχε ανάγκη η οικογένειά τους να επιβιώνει.
Τα περασμένα χρόνια οι άνθρωποι δεν κάνανε καμία διάκριση στα επαγγέλματα που εκτελούσανε αρκεί αυτό να ήτανε τίμιο και κερδοφόρο.
Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι ακόμα τα θυμούνται και συνεχίζουν τον αγώνα τους προς τους νέους να μην περιφρονούν τα επαγγέλματα των προγόνων τους και να πιστεύουν ότι όλα τα νέα έχουν ρίζες των παλιών εποχών και γι’ αυτό έχουν επιτυχίες πολλά από αυτά.