Κύριε διευθυντά
τέτοιες μέρες, κάθε χρόνο, τα τελευταία κοντά 50 χρόνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, διάφορα αφηγήματα, κυρίως εντυπώσεις και συναισθήματα τόσο διασωθέντων, δυστυχώς ελάχιστοι, όσο και θυμάτων, όπως και αναφορές δημοσιογράφων, για δυο πολύνεκρα και τραγικά δυστυχήματα τα οποία έπληξαν τα Χανιά κοντά-κοντά (1966 και 1969) την ημερομηνία 8 του Δεκέμβρη.
Πολλές φορές, σκέφτηκα να καταθέσω και εγώ ό,τι γνώριζα σχετικά, πράγμα που το κάνω τώρα, για περιπτώσεις που είχαν τις αγωνίες τους.
Τα χρόνια εκείνα ζούσα στην Αθήνα, όμως πάντα με ενδιέφερε ο τόπος μου, τα Χανιά και παρακολουθούσα το τι συνέβαινε σ’ αυτά. Ετσι σήμερα γράφω για τις δυο περιπτώσεις που αφορούν τις δυο τραγωδίες την κάθε μια χρονολογικά, για την κάθε περίπτωση.
Για την τραγωδία του ναυαγίου (Ηράκλειο) μου την είχε αφηγηθεί και περιγράψει στενό συγγενικό μου πρόσωπο το οποίο κατά κάποιον τρόπο είχε τη συμμετοχή στην όλη υπόθεση και για τη δεύτερη, την πτώση του αεροπλάνου της Ολυμπιακής στο “Κερατοβούνι” στην κορυφή του Υμητού μεταξύ Κορωπίου και Κερατέας, ήμουν εγώ από την πρώτη στιγμή κοινωνός.
Και οι δυο περιπτώσεις αφορούσαν επώνυμους για την εποχή εκείνη εμπόρους, ενα Χανιώτη και ένα Μαρουσιώτη.
Ο Χανιώτης ήταν ο τότε σημαντικότερος έμπορος καλλυντικών/μυρωδικών. Με το ναυάγιο του “Ηράκλειον” το ευτύχημα ήταν ότι το ίδιο βράδυ από τα Χανιά (Σούδα) έφευγαν δυο πλοία, με διαφορά απόπλου μιας ώρας. Πρώτα το “Ηράκλειο” μετά το “Φαιστός”.
Είναι λοιπόν μια παρέα, τακτική που τις μέρες εκείνες κυρίως, αλλά όχι μόνο, ασχολούνταν με το ευγενές χαρτοπαίγνιο “πόκα”. Εχουν αρχίσει από νωρίς, μόλις έκλεισαν τα μαγαζιά το μεσημέρι.
Ενας από την παρέα είχε δηλώσει ότι επειδή θα ταξίδευε με το “Ηράκλειον”, θα έφευγε μισή ώρα πριν την ώρα που θα έφευγε το καράβι.
Αρχισαν το παιχνίδι και την ώρα που είχε πει ότι θα έφευγε, η τύχη του που δούλευε, του είχε μαζέψει μπροστά του όλα τα λεφτά που κυκλοφορούσαν στο τραπέζι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, και εφόσον υπήρχε η εναλλακτική λύση του “Φαιστός” τον υποχρέωσαν να συνεχίσει για μια ώρα ακόμη. Πάλι έφυγε κερδισμένος, πέρα από τα λεφτά της πόκας, που ήταν λιγότερα, κυρίως είχε κερδίσει την ζωή του.
Οι δικοί του που γνώριζαν ότι θα ταξίδευε με το “Ηράκλειον” μπήκαν σε δύσκολες σκέψεις. Τότε δεν υπήρχαν κινητά για άμεση ενημέρωση, έψαχναν να μάθουν από τους συνήθεις συμπαίκτες του αν γνώριζαν κάτι, οπότε έμαθαν για την αλλαγή του καραβιού και ησύχασαν.
Και τώρα για την τραγωδία της “Ολυμπιακής”.
Είμαστε κι εμείς, μια τακτική παρέα, και λόγω των ημερών ασχολούμαστε με το ανακάτεμα της τράπουλας στο σπίτι του φίλου Βαγγέλη στο Μαρούσι.
Στο ευρύχωρο σαλόνι στην άλλη γωνιά ήταν η τηλεόραση και η μάνα του την χάζευε σαν νεόφερτο… οικιακό θέαμα. Ο Βαγγέλης σε ένα πάσο, πήγε να δει τι έβλεπε η μάνα του που είχε και προβλήματα με την καρδιά της.
Τη στιγμή εκείνη διακόπτεται το πρόγραμμα και μεταδίδεται η είδηση για την πτώση του αεροπλάνου. Αμέσως ο Βαγγέλης κλείνει την τηλεόραση και γυρίζει στο τραπέζι συντετριμμένος. Φυσικά σταματήσαμε το παιχνίδι και φύγαμε. Ο Βαγγέλης έψαχνε να βρει άκρη, κι εγώ έψαχνα να βρω τον Βαγγέλη στο τηλέφωνο. Τότε ακόμη δεν είχαν παρουσιαστεί τα κινητά και σε τέτοιες περιπτώσεις η επικοινωνία ήταν δύσκολη, μια και μπλόκαραν οι γραμμές του ΟΤΕ από την υπερζήτηση για επικοινωνία. Ολη τη νύχα, μέχρι το ξημέρωμα οπότε με πήρε ο Βαγγέλης περιχαρής να μου πει πως του τηλεφώνησε ο αδερφός του από τα Χανιά και ότι είναι καλά και στη ζωή, γιατί είχε αναβάλλει το ταξίδι του. Μάλιστα το βράδυ θα τους έφερνε με ειδική πτήση συγγενείς θυμάτων κ.λπ η Ολυμπιακή και θα έλεγε με λεπτομέρειες το πώς έγινε αυτό.
Το βράδυ πάλι στο Μαρούσι, για να ακούσω από πρώτο χέρι το πώς έγινε αυτό το θαύμα…
Τα δυο αδέλφια ο Βαγγέλης και ο αδελφός του είχαν σημαντική επιχείρηση κατασκευής οικιακών κομψοτεχνημάτων από πηλό. Μάλιστα ο Βαγγέλης την εποχή εκείνη, και για πολλά χρόνια ήταν ο γενικός γραμματέας του συνεταιρισμού αγγειοπλαστών Αμαρουσίου.
Ο αδελφός του λοιπόν, είχε κατέβει στα Χανιά για να δειγματίσει και να πάρει παραγγελίες για τις γιορτές που πλησίαζαν και λεφτά υπήρχαν τότε στην αγορά.
Από τα Χανιά όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός είχε απολυθεί γύρω στις είκοσι ημέρες πριν.
Αρα ήταν νωπή η επαφή του με την πόλη των Χανίων. Είχε βγάλει το εισιτήριο επιστροφής, αλλά σκέφτηκε να γυρίσει με… γυαλισμένα παπούτσια.
Τότε τα γραφεία της Ολυμπιακής ήταν στην οδό Τζανακάκη χαμηλά, γωνία με την οδό Βολουδάκηδων, απέναντι στη σημερινή ΔΟΥ.
Eπειδή είχε ώρα, πετάχτηκε μέχρι την Αγορά απ’ έξω όπου τότε υπήρχαν 3-4 στιλβωτήρια πλάι-πλάι απέναντι από τα σημερινά γραφεία της ΑΝΕΚ με προεξάρχοντα τον τότε Παντέλο με την κιθάρα του, που ήταν και στιλβωτής του να γυαλίσει τα παπούτσια του. Οση ώρα περίμενε ο Παντελής να στεγνώσει ο μπογιάς, με την κιθάρα του ψυχαγωγούσε τον πελάτη τραγουδώντας συγχρόνως.
Ετσι πέρασαν κάποια λίγα λεπτά της ώρας όσα για να σώσουν τη ζωή του αδελφού του Βαγγέλη και αυτό γιατί όταν έφτασε στα γραφεία της Ολυμπιακής και ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι κάποιος τον τράβηξε από πίσω από το σακάκι. Γύρισε να δει ποιος τον τράβηξε και ήταν ο λοχαγός με πολιτικά που είχε διοικητή πριν απολυθεί και που ήταν πολύ φίλοι. Να αγκαλιές, να χαρές, αλλά και βιασύνη για να τσεκάρει το εισιτήριο.
Τότε ο λοχαγός του λέει «απόψε δεν φεύγεις, γιατί είναι ευκαιρία να θυμηθούμε τα νυχτοπερπατήματά μας και φεύγεις αύριο». «Μα έχω εισιτήριο» και του το δείχνει. «Γι’ αυτό χολοσκάς; Μόλις μπεις μέσα πολλοί θα βρεθούν να το πάρουν», πράγμα που έγινε, κι έτσι ο αδελφός του Βαγγέλη δεν ταξίδεψε και κάποιος άλλος στη θέση του… ταξίδεψε.
Αυτές είναι οι δικές μου σχετικές εμπειρίες-αναφορές για τις δυο τραγωδίες.
Ετσι επιβεβαιώνεται μια από τις παροιμίες του «αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό πορπάθιε». Εύχομαι σε όσους το διάβασαν αλλά και σε όλο τον κόσμο καλές γιορτές και καλή, επιτέλους, και… “αμνημόνευτη” χρονιά το 2018.
Γιάννης Χατζηδάκης
π. Δήμαρχος Βάμου