Χτυπάνε κουδούνια κινδύνου!
Αναβοσβήνουν κόκκινα λαμπάκια στο μυαλό όλων των άλλων!
Αρχίζουμε να μετράμε την μεταξύ μας απόσταση και να υπολογίζουμε στην περίπτωση που θα βήξει, να μη μας πάρουν τα… «σκάγια».
Σε όλους τους χώρους, απαγορεύεται να βήχουμε, έστω και αν έχουμε στραβοκαταπιεί.
Κινδυνεύουμε να μας απελάσουν! Ή έστω θα πρέπει να φύγουμε οικειοθελώς από την αίθουσα που βρισκόμαστε.
Να κατέβουμε από το λεωφορείο και ας μην είναι εκεί η στάση μας.
Να διακτεινιστούμε μαγικά κάπου αλλού.
Αυτό θέλουν! Αυτό θέλουμε όλοι!
Το καταλαβαίνουμε από τις ματιές. Βλοσυρές, επικριτικές ή και φοβισμένες.
Βγάζουμε και δυο υγρά μαντηλάκια, ένα για άμεση χρήση και ένα εφεδρικό. Πού ξέρεις; Στεγνώνουν εύκολα μερικές φορές και δεν έχουν πλέον αρκετή αντιμικροβιακή δράση.
Αυτομάτως, αντί να συμμεριστούμε, να βοηθήσουμε, να κανακέψουμε έναν αληθινό ασθενή, απομακρυνόμαστε από το μιαρό αυτό άτομο.
Αντί να του πούμε δυο καλά λόγια, εμείς απομακρύνουμε την καρέκλα μας σε απόσταση ασφαλείας.
Σκεπτόμαστε, άσχετα αν δεν το λέμε, ότι θα έπρεπε να έχει κάτσει σπίτι του.
Η απομόνωση λοιπόν, είναι το απόκτημα της υγειονομικής κρίσης που περάσαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Πρωτύτερα, όποιος ήταν αρρωστούλης, τύχαινε της αγάπης όλων!
Πάντα θα είχε παρέα τριγύρω του. Του έλεγαν καλά λόγια μέχρι να πέσει ο πυρετός. Του έλεγαν αστεία να ξεχαστεί. Τον ρωτούσαν τι λιχουδιά θα ήθελε να του αγοράσουν, αν θέλει σοκολατάκια, χυμό ή και κάποιο περιοδικό.
Και κάθε τόσο να τον ρωτούν αν τον βολεύουν τα μαξιλάρια, αν θέλει κι άλλη κουβερτούλα, αν θέλει να δει τηλεόραση, τι φαγητό θέλει κι όλο να δέχεται χάδια στα ταλαιπωρημένα από το κρεβάτι, μαλάκια του. Κι όλο να του χαϊδεύουν στοργικά το χέρι.
Κάθε τόσο να του ακουμπούν το μέτωπο, να δουν αν έχει πυρετό.
Μέσα στη δυσκολία, υπήρχε αυτή η τρυφερή παρένθεση, που ίσως και να μας γιάτρευε πιο γρήγορα.
Μα τώρα, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει!
Ούτε στο ίδιο τετράγωνο από το σπίτι του ασθενούς δεν περνούμε. Κανονικά, δεν θέλουμε να ξέρουμε ότι είναι άρρωστος. Να το μάθουμε, αφού γίνει καλά. Έτσι, θα περάσουμε και εμείς πιο ανώδυνα, χωρίς τύψεις.
Αν κάποιος μένει μόνος, μετά από μέρες θα του πάμε δυο τρία ψώνια και θα τα αφήσουμε στην πόρτα. Ούτε τα λεφτά του δεν θέλουμε! Ξέρουμε δα, πόσα μικρόβια έχουν! Τα χαρίζουμε, αρκεί να μην μπούμε μέσα.
Όσοι μένουν μαζί, δίνουν ένα πιάτο φαγητό στα ιδιαίτερα δωμάτια. Μα το φαγητό, δεν έχει πλέον γεύση. Να είναι άραγε από την ασθένεια ή χάνεται η γεύση στη μοναξιά;
Βέβαια, κανείς δεν θέλει να κολλήσει τον άλλον και να κινδυνέψει να περάσει σοβαρή ιατρική περιπέτεια!
Κι έτσι, αναπτύσσοντας καρτερικότητα, λέγοντας και μια δυο ξεχασμένες προσευχούλες, περιμένουμε να περάσουν οι μέρες…
Εύχομαι πραγματικά, απ’ όλες τις απόψεις, περαστικούλια μας!
* Η Μαίρη Κουτρούλη Σκαμνάκη
Είναι Ιδιωτ. Υπάλ. – Συγγραφέας
Μέλος Δ.Σ. ‘Ενωσης Πνευματικών
Δημιουργών Χανίων
Γειά Μαίρη και καλή χρονιά!
Το σημερινό σου κείμενο προσεγμένο και όμορφο όπως όλα!