Δευτέρα, 19 Αυγούστου, 2024

Αναµνήσεις από το κάτω Κουµ Καπί μέσα από τη διήγηση ενός παλιού κατοίκου (φωτ.)

Πώς ήταν το Κουµ Καπί πριν από 60- 50 χρόνια, ποια ήταν η καθηµερινότητα των ανθρώπων της περιοχής, τα στέκια τους, τα προβλήµατα τους, οι δυσκολίες και τα ευχάριστα των χρόνων αυτών! Ο κ. Στέλιος Βαθυλάκης, µε εικόνες   φωτογραφικές αλλά και περιγραφικές δίνει απαντήσεις στα ερωτήµατα που του υποβάλαµε.

«Γεννήθηκα το 1954, έζησα 40 χρόνια στο εξωτερικό, 10 στη Βιέννη για σπουδές και µεταπτυχιακά, 30 στο Μόναχο όπου δούλεψα ως Χηµικός Μηχανικός σε µια διακρατική υπηρεσία (European Patent Office- το αντίστοιχο του Οργανισµού Βιοµηχανικής Ιδιοκτησίας). Είµαι παντρεµένος (µε Χανιώτισσα) κι έχω έναν γιο 35 ετών.  Πήγα φαντάρος 2 χρόνια στην 115 ΠΜ, µετά δούλεψα 5 χρόνια στην επιχείρηση “Σκαλιστήρη” στην Εύβοια και µε την εµπειρία που απέκτησα έπιασα δουλειά στη Γερµανία. Το τέλος του 2019 βγήκα στη σύνταξη και έκτοτε είµαστε νοµάδες. Επτά  µήνες το καλοκαίρι στα Χανιά και τους υπόλοιπους στο Μόναχο που έχουµε ένα σπίτι. Όλα τα χρόνια ερχόµουν το Πάσχα και τουλάχιστον 1 µήνα για διακοπές το καλοκαίρι», αναφέρει.

Ο παλιός κάτοικος γεννήθηκε στην οδο Mεσολογγίου, στο σπίτι άνωθεν του “Μαϊάµι” στην Ακτή Μιαούλη. «Εκεί ζούµε ακόµη και για καλή µας τύχη, πριν 3 χρόνια κατορθώσαµε και κάναµε γενική ανακαίνιση µε τη δηµιουργία της κυρίας Αλεξάνδρας Μανουσάκη (καλλιτέχνης και οινοποιός) που µεταµόρφωσε ένα ερειπωµένο ξυλουργείο σε ένα “κουκλίστικο” Mπρασέρι- Γκαλερι το “Μαϊάµι” και    παράλληλα ανακαινίσαµε ριζικά το σπίτι µας».

ΤΑ ∆ΥΣΚΟΛΑ ΠΑΙ∆ΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Τον ρωτάµε για τις παιδικές του αναµνήσεις. «Θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα, αυτή είναι η βασική ανάµνηση! ∆ηµοτικό πήγα στο 3ο και µετά στο 4ο στην οδό Κοραή. Έπειτα στο 2ο  Γυµνάσιο Χανίων όπου αποφοίτησα το 1972. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα τα οικονοµικά για µας. Στο δηµοτικό µας έδιναν συσσίτιο. Γάλα, ψωµί µε µαρµελάδα και ένα κοµµάτι τυρί για πρωινό! Γύρω στα εφτά µου χρόνια δούλευα σε ένα κουρείο, του “ Μαρινάκη”,  όπου σκούπιζα τους πελάτες µετά το κούρεµα. ∆ραχµή- δραχµή, µπορεί να µάζευα ένα εικοσάρικο τα Σάββατα και πήγαινα για ένα εκλεράκι στου “Κόνιαλη” το ζαχαροπλαστείο. Αργότερα δούλεψα στο ξενοδοχείο “Κρήτη” και έπειτα  ως πρώτος ρεσεψιονίστας στο  “Πόρτο Βενετζιάνο” το 1974. ∆ίπλα εκεί στου “Κόνιαλη” ήταν και ο φούρνος του “Μαντζου” όπου πήγαινα τις λαµαρίνες µε τα κουλουράκια της µητέρας µου κάθε Πάσχα. Ο πατέρας µου αγόρασε το σπίτι το 1949  µε χρήµατα που είχε βγάλει από την εµπορία λαδιού και ένα έµβασµα από την αδελφή του από την Αµερική. Έχτισε µια ταβέρνα “του Λυκούργου” – το όνοµα της – που λειτούργησε το 1956. Το πρώτο της όνοµα ήταν “Μαϊάµι”. Όπως τώρα, 70 χρόνια αργότερα, κατά τύχη! Ο πατέρας µου µας έλεγε πως όταν αγόρασε το σπίτι δεν µπορούσε να κτίσει το µαγαζί επειδή το οικόπεδο είχε καταληφθεί από παράγκες και κακόφηµα µπαράκια  και προστατεύονταν από έναν επιφανή πολιτικό της εποχής. Έφερε τότε 5 µπράβους, τους έδωσε ένα τάλιρο και τους έδιωξαν κακήν κακώς» δηλώνει µε ειλικρίνεια ο κ. Βαθυλάκης.

Συνεχίζοντας την εξιστόρηση του σηµειώνει πως «από 5 χρόνων γύριζα οληµερίς στη θάλασσα κάτω από το σπίτι µας. Με το πρώτο µου ψαροντούφεκο έπιανα µπαρµπουνάκια γύρω στα βράχια, γνωστά σαν “Βουλγαρί”, “Λύρα”, “Τρουλοτό” και πίσω από τα σφαγεία έβγαζα ποσότητες αχινούς. Όταν λειτουργούσαν τα σφαγεία (βόρεια του σηµερινού θεάτρου ∆. Βλησίδης), η κατάσταση ήταν τραγική. Κάθε Τρίτη και Πέµπτη γέµιζε η θάλασσα αίµα και σφάγια. Οι γλάροι έκαναν βουτιές να αρπάξουν τα έντερα! Υπήρχε ταµπέλα «απαγορεύεται η κολύµβηση» και ερχόταν ναύτης να βγάλει έξω τους λουόµενους. Εγώ όταν υπήρχε αίµα δεν έµπαινα στη θάλασσα, φοβόµουν µήπως εµφανιστεί κάποιος καρχαρίας! Είχαµε δει τραγικές καταστάσεις· να φεύγουν βόδια από τα σφαγεία στον δρόµο ή  να πέφτουν στη θάλασσα και να τα κυνηγούν οι σφάχτες µε τα πόδια και τιςβάρκες! Εν τω µεταξύ οι αρουραίοι έκαναν πάρτι όταν έκλεινε το σφαγείο. Από την εποχή του Γυµνασίου κάναµε µπάνιο δυτικά της Χονολουλού, µπροστά από τον “Τρούλοτο” που η θάλασσα ήταν σχετικά καθαρή. Τα παιδικά µου χρόνια θυµάµαι τον Σαλή και γραφικές φιγούρες όπως το “Μπαραµπάκο”, τον Μάκη τον τραγουδιστή, τον Βλάση, την Ολυµπία που σταµατούσε τον επιτάφιο και άναβε τσιγάρο από το κερί του προπορευόµενου ιερέα· και µια χανούµισσα, τη Χατζιτζέ, που ερχόταν και θύµιαζε τον “Ευλυγιά”, έναν βράχο µπροστά από το τωρινό κατάστηµα “Μαχαλάς”».

ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΧΟΥΝΤΑ

Τα χρόνια περνούν και ο κ. Στέλιος θυµάται πως τη δεκαετία του ΄60 η φτώχεια ήταν έντονη ακόµη και µετά ήλθε και η χούντα « που µας έκανε τη ζωή δύσκολη! Στο σχολείο ξύλο πολύ, “µπούλινγκ” (από δασκάλους σε µαθητές και αντίστροφα στο Γυµνάσιο). Κάθε καθηγητής είχε και το παρατσούκλι του: “O Κουρούπας”, ο “Φριτς”, ο “Καστανάς”, ο “Φούφουτος” κ.λπ. Στο Γυµνάσιο εκτιµούσα τον µαθηµατικό κ. Μαραγκάκη και την κα Νικολάου που µας δίδασκε νέα και αρχαία Ελληνικά (Όµηρο). Τουλάχιστον από αυτούς µάθαµε Μαθηµατικά, Ελληνικά και Ιστορία. Οι περισσότεροι από τους άλλους καθηγητές ήταν υπερόπτες, ηµιµαθείς, υπερσυντηρητικοί, προβληµατικοί ή άσχετοι (το να φορούσες κόκκινες κάλτσες ή κόκκινο πουλόβερ σήµαινε αποβολή από τον τότε Γυµνασιάρχη). Στο Λύκειο πηγαίναµε στου “Μπάτση”, το πιο γνωστό φροντιστήριο για να δώσουµε πανελλαδικές εξετάσεις. Στου “Μπάτση” και συγκεκριµένα στον χηµικό  κ. Ξενάκη χρωστάω το ότι αγάπησα τη Χηµεία και αποφάσισα να σπουδάσω Χηµικός Μηχανικός και τίποτα άλλο. Επειδή δεν ήταν τόσο εύκολο να µπεις στη σχολή που θέλεις στο ΕΜΠ, αποφάσισα να σπουδάσω στο Πολυτεχνείο στη Βιέννη.  Ευτυχώς µε βοήθησε κάποια συγγενής µου στα γραφειοκρατικά και την εύρεση φοιτητικής εστίας. Την εποχή της Χούντας ήταν π.χ. πολύ ανιαρό να κάνουµε κύκλους στο γήπεδο για να µάθουµε να περπατάµε µε βήµα στις παρελάσεις ή να µας πηγαίνουν στο αεροδρόµιο να υποδεχτούµε χειροκροτώντας τον Σπύρο Άγκνιου (αντιπρόεδρος των ΗΠΑ) και στο σινεµά να δούµε αναγκαστικά  “τα σύνορα της προδοσίας”, ένα προπαγανδιστικό έκτρωµα. Μια µέρα µε φώναξε η ασφάλεια: «Έλα εδώ   αλήτη, εσύ πηγαίνεις στα σφαιριστήρια του “Χαλικόπουλου” δίπλα στου “Μπάτση”». Και µου πήραν σχολαστικά δακτυλικά αποτυπώµατα από τα 2 χέρια για τα αρχεία τους. Τότε η ταβέρνα “του Λυκούργου” έσφυζε από πελάτες τα µεσηµέρια κάτω από την καλαµωτή για ουζάκι. Το ντουζ κόστιζε 5 δραχµές και η καµπίνα 2. Υπήρχε µπίρα παγωµένη µε κολόνες πάγο που έφερνε ο Πέτρος µε το καρότσι (είχε ένα υπόγειο κουτούκι-ουζερί στη σηµερινή οδό Θράκης). Μάλλον πρέπει να υπήρχε ρεύµα την εποχή εκείνη. Και πιθανόν χύµα παγωµένη µπίρα. Το υπέθεσα από µια µεγάλη σιδερένια φιάλη µε CO2 που βρήκα αργότερα για να παράγει αφρό. Τακτικοί πελάτες που τα “τσούζανε” ήταν οι γνωστοί στους “Κουµκαπιανούς”: ∆ραµπουκας (υδραυλικός και δεινός ψαράς), ο Ζήνων, ο Μπραΐµης, ο Φουντούλης, ο Ψαλίδης κ.α. Τη δεκαετία του εβδοµήντα η µεγαλύτερη είσπραξη που είχε το µαγαζί ήταν 7000 δρχ. την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Στολισµένο µε σερπαντίνες, ήταν η  µόνη µέρα που χρειαζόσουν προ-κράτηση. Και το jukebox στο τέρµα, 5 δρχ για 6 τραγούδια- χορούς: Γιανκα, σέικ, bosa nova, ζεϊµπέκικα, τσιφτετέλια κα. Η µπριζόλα κόστιζε 18 δρχ. συν 2 το ποσοστό του σερβιτόρου. Από 13 χρόνων που βοηθούσα στο µαγαζί έπαιρνα κανονικά τον µισθό του σερβιτόρου και είχα καλό κοµπόδεµα. Ο Μεγαλοικονόµου έφερνε σχεδόν κάθε βράδυ φρέσκο ψάρι και καβούρια που έπιανε στον “Ξεκοφτό” µε πυροφάνι. Παράλληλα µε την ταβέρνα “του Λυκούργου” υπήρχε στο Κουµ Καπί η ταβέρνα του “Μαρινάκη”, σηµερινός “Μαχαλάς”. Και αυτός µε φουλ το jukebox τα καλοκαιρινά βράδια µας έκανε αντιπερισπασµό. Πιο πέρα ήταν η ψαροταβέρνα του “Σκαµνή”. Αργότερα ο Λυκούργος συνεργάστηκε µε τον γνωστό εκείνη την εποχή “Παπαρούνα” που είχε εστιατόριο στο “Αττικόν”, ανάµεσα στα Πλατάνια (ήταν στη συµβολή των οδών Ηρ. Πολυτεχνειου -Ελ.Βενιζελου, ένα άλσος µε πλατάνια που καταστράφηκε αργότερα µε τις αντιπαροχές). ∆εινός µάγειρας είχε τα καλοκαίρια έξω τα τσουκάλια (Μαρµίτες), να βράζουν µε γαρδούµπες, ντολµαδάκια και άλλες σπεσιαλιτέ µε τη γειτονιά να µοσχοβολάει. Το κατάστηµα µετονοµάστηκε σε “Απόλαυσις”».

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ

«Πέρασαν τα χρόνια και το µαγαζί ενοικιάστηκε το 1972 στους Αµερικανούς και στρατιωτικούς του ΝΑΤΟ, για να µου στέλνει ο πατέρας µου το νοίκι για τις σπουδές. ∆ίπλα άνοιξε το  “Φαντασία” του γνωστού ως “Κουνέλα” όπου διασκέδαζαν οι Αµερικάνοι µε “κουνελάκια”» αφηγείται ο κ. Βαθυλάκης. Και συνεχίζει «µετά το 1985 το Κουµ Καπί άρχισε σιγά – σιγά να µεταµορφώνεται. Επί δηµαρχίας Γεώργιου Κατσανεβάκη και µε προσωπική του παρουσία/ έλεγχο χτίστηκε το τοιχίο γύρω από την παραλία, µπήκαν οι σωλήνες για τον βιολογικό καθαρισµό, τα σφαγεία  έφυγαν και ένα δίκαιο αίτηµα των κατοίκων εκπληρώθηκε. Σήµερα το Κάτω Κουµ Καπί αποτελεί ένα σύγχρονο στέκι ψυχαγωγίας και διασκέδασης µε µοντέρνες καφετέριες και “φαγάδικα” για όλα τα γούστα.

Ο βιολογικός κατά τη γνώµη µου κάνει άψογη δουλειά και η θάλασσα είναι τις περισσότερες φορές πεντακάθαρη. Όταν ανάλογα µε το φεγγάρι τραβιέται πίσω το νερό, σχηµατίζεται µια υπέροχη αµµουδιά. Παρατυπίες βέβαια υπάρχουν όπως π.χ. κάτωθεν της βίλας Κούνδουρου όπου τρέχει µόνιµα ένας αγωγός. Επιπλέον προβλήµατα υπάρχουν, όπως  η συσσώρευση σκουπιδιών σε κάδους που δεν επαρκούν στην οδό Μεσολογγίου και δυσοσµία  στον πεζόδροµο που ο ∆ήµος πρέπει να πλένει, επίσης η κίνηση µηχανών και ποδηλάτων από τον πεζόδροµο µεταξύ της οδού Μακεδονίας προς το θέατρο Βλησίδης µε κίνδυνο να χτυπηθούν οι πεζοί, το ανώµαλο πλακόστρωτο οδόστρωµα από το “Ντεµέκ” µέχρι τον “Μαχαλά”. Τέλος οι φοίνικες που είναι εγκαταλελειµµένοι και χωρίς καµία φροντίδα και ένας από αυτούς µάλιστα γέρνει επικίνδυνα… Σε ό,τι αφορά στην ανάπλαση της παραλιακής ζώνης, σύµφωνα µε τη µελέτη Τσακαλάκη που είναι από το 2014 στα σχέδια, µου φαίνεται “ουτοπία”. Η απορία µου είναι πώς θα τραβηχτεί η θάλασσα τόσο πίσω όσο φαίνεται στα σχέδια και πόση άµµος θα απαιτηθεί; Θα κλείσει οριστικά ο δρόµος στην ακτή Μιαούλη από την οδό Σπάρτης µέχρι την οδό Μαριδάκη; Πού θα παρκάρουν οι περίοικοι; Θα υπάρχει αρκετός χώρος για τα σκιάδια όλων των επιχειρήσεων που σήµερα πλησιάζουν κοντά στο τοιχίο; Τι θα γίνει στα παλιά σφαγεία και στη “Χονολουλού”; Θα µείνουν εκεί αναξιοποίητα; Θα µπορούσε να γίνει µια ράµπα για την καθέλκυση σκαφών στο σηµείο αυτό, όπως επίσης ένας ποδηλατόδροµος δύο κατευθύνσεων ανάµεσα στους πεζούς, όπως στο Μόναχο  ή το Άµστερνταµ. Ελπίζω το καλύτερο για την περιοχή µου, πριν περάσουν άλλα τόσα χρόνια από τότε που εκπονήθηκε η µελέτη».   

Η πρώτη µου βάρκα

«Την πρώτη µου βάρκα (ήταν ιδιοκατασκευή) την πήραµε µε τον φίλο µου Μιχάλη Μοζοκοπάκη 5000 δρχ από τον Βασίλη τον Κατούχη (έναν µόνιµα ξυπόλυτο ψαρά µε το καλάµι στα χέρια που έκανε “τράκες” τσιγάρα από τους Αµερικάνους) και µια εξωλέµβια 2 ίππων. Τη λέγανε «Κουρήτα», επειδή έβαζε νερό και έπρεπε στην πορεία να το βγάζουµε µε ντενεκάκι  για να µη βουλιάξει!  Με τον Μιχάλη ψαρεύαµε µε ψαροντούφεκο ώρες ολόκληρες σε καθαρά νερά, στην περιοχή που είναι τώρα ο βιολογικός στον Κουµπελή και στα Θοδωρού. Η λεία; Σαργοί, λίτσες, χταπόδια, πίνες, σµέρνες, αχινοί, τεράστια σαλάχια, ακόµα και σφουγγάρια! Κάθε φορά που έφευγα για Αυστρία τη βγάζαµε στην ξηρά και το καλοκαίρι την επέστρεφα στη θάλασσα. Την εποχή του φανταρικού την είχα αραγµένη και δεµένη µόνιµα µπροστά στις “κολύµπες” της “Χονολουλού” για να µην την σπάσει η θάλασσα.  Τη βάρκα την εγκατέλειψα το 1984 που έφυγα για δουλειά στην Εύβοια και  ναυάγησε» θυµάται ο κ. Στέλιος, το µέιλ του οποίου stelvat@yahoo.gr είναι διαθέσιµο σε όποιον θέλει να επικοινωνήσει µαζί του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα