» Από τους Ζ. Εύδου και Αριστόδημο Χατζηδάκη
Ο εντοπισµός, αποτύπωση, καταγραφή και ανάδειξη των γεφυριών σε Χανιά και Ρέθυµνο, αποτελεί ένα σηµαντικό έργο, παρακαταθήκη για φορείς, αυτοδιοίκηση, το ΤΕΕ ∆υτικής Κρήτης αλλά και τους πολίτες, για το οποίο εργάστηκαν από το 1991 µέχρι και σήµερα οι πολιτικοί µηχανικοί Ζωή Εύδου και Αριστόδηµος Χατζηδάκης.
Για τους δύο «εργάτες της επιστήµης» τους, όπως τους χαρακτήρισε η Μαρία Βλαζάκη επίτιµη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς και πρόεδρος της ΙΛΑΕΚ, πλήθος κόσµου παραβρέθηκε στο Μεγάλο Αρσενάλι, προχθές όπου παρουσιάστηκε το πόνηµα τους µε τίτλο “Ιστορικές Γέφυρες ∆υτικής Κρήτης”.
Η Ζωή Εύδου πολιτικός µηχανικός που εργάζεται στην Τεχνική Υπηρεσία του ∆ήµου Χανίων, µίλησε για τη διαδροµή του βιβλίου «µε µία πρώτη ανάθεση που µας έγινε από το Τεχνικό Επιµελητήριο Ρεθύµνου για καταγραφή των Λίθινων Γεφυριών του νοµού. Παραδίδοντας την εργασία µας, συνεχίσαµε να ψάχνουµε τα γεφύρια καθώς και την τεχνική γνώση και παράδοση για τα δηµόσια έργα, το πώς είχαν αναπτυχθεί την εποχή που κατασκευαζόντουσαν. Το 2003 το Επιµελητήριο εξέδωσε το πρώτο µας βιβλίο και το 2021 το ΤΕΕ πρότεινε να επεκτείνουµε και για το νοµό Χανίων την εργασία µας. Στα Χανιά 28 γεφύρια, στο Ρέθυµνο 33 και εµείς το κάναµε εδώ µε πολύ χαρά των δρόµων τον είχαµε ανοίξει τον ξέραµε λίγο ήτανε ήτανε δύο µεταλλικές γέφυρες στον Ταυρωνίτη και στο Πέραµα, που ήτανε το πρώτο µεγάλο έργο της Κρητικής Πολιτείας». Όπως είπε η κα Εύδου, η παλαιότερη Γέφυρα είναι η Ελληνική Καµάρα στις Βρύσες, αρχαία γέφυρα και ακολουθεί η Γέφυρα της Ελληνιστικής περιόδου στην Ελεύθερνα στο Ρέθυµνο.
Οι δύο Πολιτικοί Μηχανικοί, ερευνητές και συγγραφείς είναι από τους πρώτους που ασχολήθηκαν µε το θέµα και όπως τόνισε ο Αριστόδηµος Χατζηδάκης, τα µόνα στοιχεία που υπήρχαν σε βιβλία αφορούσαν την αρχιτεκτονική πλευρά και όχι τη δοµική, κατασκευαστική και την τέχνη των µαστόρων. «Για χρόνια η τέχνη µεταδιδόταν από πατέρα σε γιο και από στόµα σε στόµα, µέχρι και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Επί γενικής διοικήσεως και µε τη µετάκληση ξένων µηχανικών άρχισε µία οργανωµένη γνώση να έρχεται στην Κρήτη, γνώση βιβλίων και όχι γνώση επιτόπου του έργου, ακολούθησε η Κρητική Πολιτεία που οργανώνοντας τεχνική υπηρεσία προσπάθησε να προσαρµοστεί σε αυτά που ήξερε η Ευρώπη, ωστόσο πολύ λίγα πράγµατα προλάβαµε να ενσωµατώσουµε µέχρι την Ένωσή µας µε την Ελλάδα», εξήγησε ο κ. Χατζηδάκης λέγοντας επίσης πως µόνο τα τελευταία δηµόσια έργα της Κρητικής Πολιτείας είναι έργα µελετηµένα εξ ολοκλήρου από µηχανικής πλευράς.
Το στενάχωρο όπως είπε, είναι πως η κατάσταση που βρίσκονται όλα αυτά τα γεφύρια, άλλη διάσηµα άλλα όχι, δεν είναι και η καλύτερη. «Κάποιες τουλάχιστον έχουν αποτελέσει αντικείµενο προσοχής από την πολιτεία, άλλες ρηµάζουν, η γενική εικόνα είναι ότι είναι αφηµένες στην τύχη τους, στη βλάστηση, στην διάβρωση από το νερό γιατί τα καταστρώµατά τους δεν είναι πια στεγανά. Πρέπει όµως, να µνηµονεύσουµε την πρωτοβουλία της νοµαρχιακής αυτοδιοίκησης Ρεθύµνου στο να µελετήσει τρεις τουλάχιστον παραδοσιακές γέφυρες και να ετοιµάσει δηµοπράτηση για τις αναστηλώσει, όπως και του ∆ήµου Πλατανιά που προσπαθεί να βρει τα χρήµατα για να διασώσει να συντηρήσει την γέφυρα του Ταυρωνίτη, ένα εξαιρετικό δείγµα της Κρητικής Πολιτείας και µάλιστα το πρώτο µεγάλο έργο που έγινε τότε µε προϋπολογισµό που και για τα σηµερινά δεδοµένα είναι υψηλός, αφού δεν δηµοπράτησε τότε µόνο τον Ταυρωνίτη αλλά τέσσερις µεταλλικές γέφυρες µε τεχνογνωσία γερµανικής εποχής και που κατασκεύασε, δύο στο Ηράκλειο µία στο Ρέθυµνο και µία στα Χανιά».
Για πόνηµα και επιστηµονική έρευνα που µας γεµίζει περηφάνια έκανε λόγο η αρχαιολόγος Μαρία Βλαζάκη εξηγώντας πως είναι πολύ σηµαντικό «…να στρέψουµε τη µατιά µας σε αυτά που το βιβλίο καταγράφει, τα γεφύρια που είναι εντυπωσιακά κάποια και ταπεινά γεφύρια κάποια άλλα. Οι ερευνητές επιστήµονες τα αντιµετώπισαν µε πολλή αγάπη, µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ευαισθησία και αφήνουν κληρονοµιά στο τόπο µας, διότι πρόκειται για αντικείµενα πολιτιστικής κληρονοµιάς της Κρήτης». Τόνισε δε την ανάγκη να συντηρούνται, να αποκαθίστανται και να αναδεικνύονται «γιατί αποτελούν ένα κοµµάτι της ιστορίας µας, του παρελθόντος των προγόνων µας που µε κάθε τρόπο πρέπει να τα προστατεύουµε».
Την ενίσχυση σε αυτή την προσπάθεια τόνισε ο Βασίλης Κοντεζάκης πρόεδρος του ΤΕΕ ∆υτικής Κρήτης, που δείχνει επίσης την «ευαισθησία του στην προστασία των µνηµείων του τόπου. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό πόνηµα, µακρόχρονης έρευνας που είναι παράλληλα µία ευκαιρία, για το κοινό να δει αυτή την µοναδική καταγραφή η οποία στην ουσία είναι µία ανάδειξη του πολιτιστικού αποτυπώµατος και ταυτότητας. Εµείς ως ΤΕΕ πέρα από τις παρεµβάσεις µας τεχνικές και άλλες, είµαστε εδώ πάντα για να βοηθάµε και για να αναδεικνύουµε τέτοιου τύπου εκδηλώσεις και αντικείµενα έρευνας, να πραγµατευόµαστε όλα όσα αφορούν την ταυτότητα και την ιστορία µας».
Ο αντιδήµαρχος Τεχνικών Υπηρεσίων του ∆ήµου Χανίων Μιχάλης Καλογριδάκης, εξήρε την έρευνα και το βιβλίο των Εύδου, Χατζηδάκη, λέγοντας ότι «κάθε προσπάθεια καταγραφής αποτύπωσης και ανάδειξης στοιχείων της ιστορίας µας, είναι παρακαταθήκη για το µέλλον, βοηθάει όµως τους αρµόδιους φορείς σε κάθε διαδικασία διάσωσης και συντήρησης των στοιχείων αυτών όπως στη συγκεκριµένη περίπτωση τα Γεφύρια της ∆υτικής Κρήτης».