Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Αναδωμένο λιβάνι….

Αστρόλογο και διαολοπαίδι τον ξέρανε στο χωριό από μικρό το Μύρο.

Τα πρόβατα του αφέντη του έβοσκε μα τα παραιτούσε και ξέκοβε να κυνηγά με την χαρχάλα του τα πουλιά στα ρυάκια και στα δασερά κι άφηνε τα ζώα αλιμπερτά να μπαίνουν μέσα σε ξένους κήπους και περβόλια κι αυτός σαν το φουριάρικο ανεβοκατέβαινε στα βουνά και τα δεντρά να κουράσει το κορμί του, να καταλαγιάσει η δύναμη που η φύση προικίζει ένα δεκατριάχρονο.
Αψής και ινατσιάρης δεν συμβαζότανε ούτε τσι παραγγελιές ούτε τσι φοβέρες του αφέντη του που συχνά-συχνά τον φοβέριζε με την κατσούνα του.
Κρυφά όμως τον καμάρωνε και ευχαριστημένος ήτανε γιατί η ζωή στο χωριό ήταν σκληρή κι ήθελε τέτοιους άντρες κι όχι γλυκανάλατους μα πολλές φορές ο Μύρος το πολιόκανε.
Πενήντα οζα έπαιρνε να τα βοσκήσει και δέκα γύριζε την εσπέρα κι άντε να τρέχει ο γέρος να τα μαζώξει και να μετρήσει τις ζημιές.
“Πού ‘ναι μωρέ Μύρο τα αποδέλοιπα;” ρωτούσε
“Κατέω εγώ ήντα διάολο γίνανε” απαντούσε ο Μύρος, “όσ’ εδά μ’ ακλουθούσανε”
“Όι, όι μα να τον καταλύσω θέλει καμιά βολά” έλεγε της γρας του ο γέρος
Άλλοτε πάλι τον σιργούλευε με το μαλακό.
“Αμε κοπέλι μου να χεις την ευχή μου το βούι μας στο ρυάκι να ποτιστεί γιατί να ψοφήσει θέλει από τη δίψα.”
Μα ο Μύρος ξαπλωμένος στο σίσιλο του καλοκαιριού κάτω από τον ίσκιο της μουρνιάς δεν το χε σκοπό.
“Όι, δεν πάω, άμε το του λόγου σου”
“Άμε, διάλε τον κερατά που σ’ έσπερνε, για θα ψοφήσει το βούι και δυο μέρες δεν έχει πιει νερό”
“Δεν γροικάς που σου λέω, δεν πάω”
“Δεν πας μωρέ κέρατο; Εδά θα δεις…” και πιάνει ο γέρος την κατσούνα κι αρχίζει να τον ζυγώνει.
“Καλά-καλά να το πάω θέλει μα να κατές πως δεν θα τ αφήσω να πιει σταλιά νερό”
Άλλοτε πάλι εφαρμόζοντας συμβουλές της δασκάλας από το σχολείο ότι όταν ζητάμε κάτι πρέπει να λέμε πάντα σας παρακαλώ έκανε πρακτική εξάσκηση με τον κριγιό τους σαν τον έβαλε στο μαντρί με τις προβατίνες.
“Σε παρακαλώ κύριε κριγιέ να βατέψεις ούλες τις προβατίνες, να γκαστρωθούν γερά γερά ,να μην σε καταλύσω.”
Έτσι μεγάλωνε ο Μύρος με χίλιες διαολιές και καμώματα και ποτέ του δεν πάταγε τα πόδια του στην εκκλησία και το κατηχητικό. Μόνο στον Επιτάφιο πήγαινε κι άλλη μια στην ανάσταση και καημό το χε ο παπα-Γιώργης που καυγά έβαζε στη μάνα του να τονε συμμορφώσει.
Χάλια τα πήγαινε στο Δημοτικό σχολειό στα γράμματα ο Μύρος και η δασκάλα του είχε απηυδύσει με τις επιδόσεις του. Ρεζίλι τον έκανε μπροστά σε όλους για τις γνώσεις του και μια μέρα που έκαναν διαγώνισμα στην έκθεση με θέμα η ανατολή του ήλιου η δασκάλα διάβασε μπροστά σε όλην την τάξη την έκθεση του Μύρου μη μπορώντας να κρατήσει τα γέλια της γιατί μεταξύ των άλλων ο Μύρος έγραφε:
“Κι όπως ο ήλιος ανάτειλε οι αχτίνες του αντανακλάσανε στα δεντρά και στα άλλα φυτά κι έτσι όπως αντανακλάνανε γέμισε η φύση μυρωδιές”
Κι εκείνη τη στιγμή ο φίλος του ο Νικολής φώναξε δυνατά:
“Φασούλες θα πρέπει πως είχε φαωμένες ο ήλιος!”
Μα μην ακούτε όλα είναι γραμμένα από το Θεό και κανείς δεν ξέρει το τέλος του δρόμου κάθε ανθρώπου.
Σπάνια περπατούσε ο Μύρος στο χωριό και 2-3 φίλους είχε μόνο παρέα από όλο το χωριό για το κυνήγι. Είχε δεν είχε 70 νομάτους όλο το χωριό και κείνο το πρωί κατηφόριζε το καλντερίμι για το μοναδικό καφενέ του χωριού να βρει το φίλο του το Νικολή που γύρισε από φαντάρος, να τα πούνε.
Και να, στη στροφή απάνω, συναπαντήθηκε με το Λενιώ, θυγατέρα του παπα-Γιώργη και συμμαθήτρια του στο Δημοτικό.
Δυο χρόνους είχε να τηνε δει και ζορίστηκε να τη γνωρίσει γιατί δύο χρόνοι φτάνουν και περισσεύουν να μεταμορφώσουν μια παιδούλα σε γυναίκα.
Θυμήθηκε πως πριν 5-6 χρόνια της είχε πετάξει μια χούφτα χώμα κατάμουτρα και παραλίγο να τη στραβώσει και σκέφτηκε να γυρεύει τη δουλειά του και να μην της μιλήσει.
Μα αυτή κοντοστάθηκε και χαμογελαστή του ‘πε:
“Καλή σου μέρα Μύρο, τι κάνεις;”
“Καλά είμαι γω. Εσύ;”
“Κι εγώ καλά”
Του ‘ρθε να της πει πως έχει ψηλώσει κι έχει βγάλει και βυζιά μα δεν άνοιξε το στόμα του.
“Πού πας πρωί-πρωί;” τον ρώτησε.
“Πάω να βρω το Νικολή, που γύρισε από φαντάρος.”
Ντράπηκε που δεν είχε κάτι να της πει μα αυτή συνέχισε:
“Άντε, καλή στρατιά. Θα τα πούμε καμιά φορά στην εκκλησία αν έρθεις…”
“Ναι, ναι. Πάω καμιά φορά” είπε αυτός και από μέσα του “στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση”
Καθώς έφευγαν αντίθετα ο Μύρος κάπου στα είκοσι μέτρα γύρισε το κεφάλι του πίσω να την ξαναδεί μα την ίδια στιγμή έκανε το ίδιο κι αυτή.
Πώς ψήλωσε έτσι, σκέφτηκε και σαν την πέρδικα περπατεί. Και το στήθος της; Άλλο πάλι τούτο.
Στη συνάντηση με το Νικολή αφηρημένα του μιλούσε κι έπιασε τον εαυτό του όλο στο μυαλό του να την έχει. Μια τρελή επιθυμία κατσικώθηκε σε όλο του το κορμί να τηνε ξαναδεί. Μια πεθυμιά που έγινε δυνατότερη όλη τη νύχτα που δεν έκλεισε μάτι.
Νευρίασε με τον εαυτό του μα να τη βγάλει από το μυαλό του δεν μπορούσε.
Έρωντας με την πρώτη ματιά που φούντωσε και αγρίευε μέρα τη μέρα βασανιστικά, χωρίς έλεος.
Δεν ήταν πια ο αφέντης του που πρόσταζε μα η αιώνια φύση τους νόμους της οποίας κανείς δεν μπορεί να νικήσει όσο δυνατός κι αν είναι.
Πρέπει να την ξαναδώ, μα πώς και πού;
Να τη δει τυχαία σχεδόν αδύνατο, μια και το σπίτι του ήταν στο πιο ψηλό μέρος του χωριού κι αυτηνής στο πιο χαμηλό. Μόνη λύση η εκκλησία.
Καλά, μονολόγησε, άμα πάω στην εκκλησία και με δούνε θα παίξουν τις καμπάνες.
Μα τι να κάνει ο έρμος, πήρε την απόφαση.
“Μάνα την Κυριακή θα ‘ρθω στην εκκλησιά να ανάψω ένα κερί γιατί έκαμα ένα τάμα.”
Άφωνη έμεινε η μάνα του.
“Νά ΄ρθεις. Να ‘ρθεις παιδί μου και καημό το χει ο παπα-Γιώργης και κάθε φορά που τονε δω μου το λέει και ντρέπομαι ντονε.”
Όλη τη βδομάδα σχέδια έκανε και μέτρα τις μέρες και τις ώρες να ‘ρθει η Κυριακή κι όταν ήρθε από το ξημέρωμα ετοιμαζότανε. Λούστηκε κι έβαλε τα καλά του ρούχα. Από τους πρώτους έφτασε μα η κοπελιά πουθενά.
“Καλώς τονε” είπε ο παπάς, “Λώμπης θα πέσει το καμπαναριό! Μπράβο που αποφάσισες να έρθεις στο δρόμο του Θεού επιτέλους! Και μια και ήρθες μετά τη λειτουργία να βοηθήσεις να ασβεστώσουμε τον περίγυρο της εκκλησίας, ε;”
“Αμέ!” είπε ο Μύρος, “ό,τι θέλεις παπα-Γιώργη μου. Εγώ μαι δω και το καμπαναριό σ ασβεστώνω σαν θες” και στο μυαλό του ήρθε πως πριν 3-4 χρόνια είχαν κλέψει το σκοινί της καμπάνας μαζί με το Νικολή.
Σε λίγο να και η Λενιώ! Χτύπησε η καρδιά του δυνατά σαν του χαμογέλασε και τον καλημέρισε.
Καλημέρισε κι αυτός κι αυτή του πε:
“Το πες και το κανες Μύρο, μπράβο!”
Ο Μύρος μάζεψε όλη του τη δύναμη και της είπε ψελλιστά:
“Για σενα ήρθα, να σε δω και θα ρχομαι συνέχεια μα κι εσύ να ‘ρχεσαι αλλιώς δεν ξαναπατώ τα πόδια μου στην εκκλησία.”
Κοκκίνησε η Λενιώ σαν το παντζάρι, να ακούσει τέτοιο λόγο και κάτι πήγε να πει μα ο παπάς ξεπρόβαλλε ξαφνικά και μουγκάθηκαν κι οι δυο.
Ο Μύρος πετούσε στα σύννεφα που κατά κάποιο τρόπο εξομολογήθηκε τον έρωτα του στη Λενιώ.
“Να το κατάλαβε άραγε πως την αγαπώ, ή ντίπις βούι είναι;” αναλογίστηκε.
Μα κι η Λενιώ κάθε άλλο παρά αδιάφορη ήτανε. Πρωτόγνωρα πράγματα την αναστάτωναν για πρώτη φορά, πάει να πει πως ο έρωτας της χτύπησε την πόρτα για καλά.
Μοναδικό εμπόδιο ο πατέρας της που χε τους λόγους του να μη χωνεύει το Μύρο.
Πιπεράτο μυαλό ο Μύρος κατάλαβε αμέσως πως η ευτυχία του αργά ή γρήγορα θα περνούσε από την κρίση του παπα-Γιώργη. Έπρεπε να δράσει γρήγορα επιστρατεύοντας όλη του την εξυπνάδα.
Ο πιο πρόθυμος στις δουλειές της εκκλησίας και πάντα πρώτος να παίξει την καμπάνα, να θυμιάσει, να ανάψει καντήλια, να ασβεστώσει ακόμα και να σκουπίσει πατώματα, έγινε ο αστρόλογος Μύρος.
Το σταυρό του έκανε ο παπάς μα και η μάνα του Μύρου με την ξαφνική αυτή αλλαγή. Μια αλλαγή που έγινε ακόμη πιο έντονη όταν μια Κυριακή η Λενιώ καθώς τον χαιρέτησε δίνοντας το χέρι της του έβαλε στην παλάμη ένα μπουμπούκι ανεμώνας σαν να του λεγε καθαρά πια “σ΄ αγαπώ.”
Αυτό ήταν. Σίγουρος πια, ο Μύρος, άρχισε να πλησιάζει και τον ψάλτη να σιγοψέλνει και να λέει και αμήν και κύριε ελέησον.
Μα ο έρωτας κρυφός κι από τους δυο με όλες τις προφυλάξεις και τον παπά να αναρωτιέται για την αλλαγή αυτή του Μύρου.
“Έλα μωρέ Μύρο να μου πεις τι σ΄ έκανε να ρθεις στο δρόμου του Χριστού.”
“Ένα όνειρο είδα, παπα-Γιώργη, εκειά που κοιμόμουνα και μια μαυροφορεμένη μου ‘δειχνε την εκκλησία. Η Παναγία πρέπει να ‘τανε μα την είδα ολοζώντανη!”
Ξεροκατάπιε ο παπάς μα τι να πει…
Το ίδιο είπε και στη μάνα του και στόμα με στόμα όλο το χωριό έμαθε πως ο Μύρος είδε, λέει, την Παναγία και γι’ αυτό άλλαξε και μπορεί μάλιστα να γίνει και παπάς, άσε που μπορεί ν’ αγιάσει κιόλας!
Μόνο ο φίλος του ο Νικολής ήξερε το μυστικό μα κι αυτός πονηρεμένος στο στρατό είχε βαλθεί να κάνει κάτι πονηρά φυτέματα στο ριζοβούνι, που είχαν, λέει, πολλούς παράδες και αραιά και που τα έλεγαν με το Μύρο.
“Βιάσου μωρέ Μύρο γιατί θα τη ζητήσει κανείς άλλος και θα τρέχεις και δεν θα φτάνεις” κι ο Μύρος έτρεχε να μεγαλώσει το κουράδι του, να νοικοκυρέψει το αμπέλι του, να κλαδέψει τις ελιές του και να φυτέψει κήπο και μποστάνι.
“Να της γράψεις ένα γράμμα” λέει του Μύρου ο Νικολής, “και να της πεις πως έχει σκοπό να τη ζητήσεις, να περιμένει.”
΄Εγραψε λοιπόν ο Μύρος το γράμμα και της το ‘βαλε διπλωμένο στα τέσσερα στο χέρι στην εκκλησιά.
“Σ αγαπώ και θα σε ζητήσω για γυναίκα μου, μα κάνε τρόπο να φύγεις ένα βράδυ από το σπίτι, να συναντηθούμε από κοντά στις δυο καρυδιές. Εγώ κάθε βράδυ θα ξενυχτώ εκεί να σε περιμένω.”
Μεγάλο τόλμημα ήτανε για τη Λενιώ και θανάσιμο αμάρτημα να ξεπορτίσει βραδυάτικα μα ο έρωτας έχει τη δύναμη για κάθε τρέλα.
Σα συναντηθήκανε αγκαλιάστηκαν κι άκουγαν ο ένας την καρδιά του άλλου να χτυπά δυνατά.
Δυο-τρία λεπτά κράτησε όλη η συνάντηση μα έφταναν για να πούνε μεταξύ τους ό,τι ένοιωθαν.
Αγκαλιάστηκαν και μόνο δυο λέξεις αντάλλαξαν:
“Σ΄ αγαπώ”
“Κι εγώ σ΄ αγαπώ”
Κάθε 2-3 μέρες συναντιότανε με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος κι ο Μύρος έσπαγε το κεφάλι του πώς θα το πει του παπά γιατί η Λενιώ του το ξέκοψε:
“Άκου Μύρο, σ’ αγαπώ σαν τα μάτια μου μα σα δεν πει το ναι ο αφέντης μου δε σ ακλουθώ να με κλέψεις και να το κατέεις.”
Κι ο Μύρος:
“Όρκο σου κάνω πως δεν θα κλεφτούμε αν δεν πει το ναι αλλά και σαν το πει θα σε κλέψω για να μην το μετανοιώσει, καλού-κακού, να δέσουμε το γάιδαρο μας. Συμφωνείς:”
“Ναι, Μύρο, συμφωνώ.”
Και μια μέρα ο Μύρος παίρνει την απόφαση.
“Παπά-Γιώργη, θέλω να ξομολογηθώ και να κοινωνήσω.”
Καταχάρηκε ο παπάς και φόρεσε το πετραχείλι του.
“Εγώ παπά, έκλεψα το σκοινί της καμπάνας, μαζί με το Νικολή, να κάνω ντραβαντά. Μα το μετάνοιωσα και τότεσας δεν είχα νου.”
Και λέγοντας τα αυτά του παρουσίασε και μια κουλούρα καινούργιο σκοινί.
“Θέλω να σου πω και κάτι άλλο παπα-Γιώργη, η μαυροφορεμένη που είδα στον ύπνο μου μου ‘πε να γίνω καλός χριστιανός και δουλευτής, να ‘μαι τίμιος, να βοηθώ τους φτωχούς και να βρω μια καλή κοπελιά να παντρευτώ να κάνω κοπέλια χριστιανάκια και καλούς ανθρώπους. Κι εγώ παπα- Γιώργη ούλα τα κάνω τουτανα που μου ΄πε. Και τις ελιές μου φτιάζω και σαν 300 οκάδες λάδι βάζω στα πυθάρια και τα ζώα μου είναι εδά μία εκατοπενηνταριά και δυο βούγια παλεύω και τ΄ αμπέλι μου σκάφτω και τρία βαρέλια κρασί γεμίζω το χρόνο και δέκα τύρους βάζω στο κελάρι. Τα καλοκαίρια βάζω κήπο και μποστάνι και πράμα δε μου λείπει…”

Έκανε μια παύση να πάρει αναπνοή και συνέχισε:
“Του λόγου σου παπα-Γιώργη μου κατές καμιά κοπελιά ετσά λογής να νοικοκυρευτώ και πράμα δεν ζητάω για προίκα;”
“Όϊ, δεν κατέω εδώ καμιά μα να βρεθεί θέλει, με τη βοήθεια του Θεού, Μύρο.”
“Εγώ κατέω μια παπα-Γιώργη και θέλω να τηνε πάρω κι εσύ να μας βλογήσεις.”
“Ποια μωρέ;” είπε ο παπάς.
“Την κόρη σου τη Λενιώ, παπά μου. Την αγαπώ τρία χρόνια τώρα και τη θέλω για γυναίκα μου. “
Ο παπάς τινάχθηκε σαν ελατήριο.
“Βγάλ΄ τηνε από το νου σου την κοπελιά μου γιατί δεν είναι για τα μούτρα σου. Ακούς;
Για τούτονα μωρέ ερχόσουνα στην εκκλησία;
Τούτονα είχες στο νου σου; Να με ξεγελάσεις; Τάξε δα πως έγινες άνθρωπος;”
“Όϊ, όϊ παπά μου. Στην εκκλησία έρχομαι γιατί μ΄ αρέσει και θα έρχομαι μου τη δώσεις δε μου τη δώσεις. Και να το κατέεις και σα δε θες δεν θα σηκώσω τα μάτια μου να τηνε δω ποτές πια.”
“Και καλά θα κάνεις. Ακούς;” είπε ο παπα-Γιώργης μανισμένος κι έβγαλε το πετραχείλι του.
Το φύσαγε και δεν κρύωνε ο Μύρος μα πιο πολύ σκεπτόταν την κοπελιά.
Έτρεξε να βρει το Νικολή να του πει τα μαντάτα.
“Νικολή το και το…”
“Έξυσε την κεφαλή του ο Νικολής κι είπε του Μύρου:
“Δε μου λες, φουμέρνει ο παπάς;”
“Όϊ, δε νομίζω. Δεν το έχω δει ποτές.”
¨Μήπως καπνίζει ναργιλέ;”
“Όϊ, οϊ.”
“Τσιμπούκι;|
“Όϊ μωρέ σου λέω.”
“Κρίμα γιατί ανε φούμερνε θα σου φτιαχνα εγώ 2-3 τσιγάρους από το δικό μου υλικό που μόλις τσι φούμερνε θα άλλαζε η κεφαλή του κατευθείαν. Θα ξεραινότανε στα γέλια και δε θα μάνιζε καθόλου. Άσε που θα σου δινε την κοπελιά στο πιτς φυτίλι.”
“Ήντα μου λες μωρέ Νικολή; Πες μου. Πες μου ό,τι κατές γιατί κοντεύω να κουζουλαθώ.”

Κι ο Νικολής άρχισε να του λέει όλες τις ενέργειες του θαυματουργού χόρτου κι ο Μύρος άκουγε ευλαβικά.
“Για να καταλάβεις μια και καλή ένα μόνο θα σου πω. Θυμάσαι τον ψοφογάιδαρο του Γιώργη του κουτσού; Μούδε αντόντια είχε κι ίσα-ίσα που πορπάτα.
Ε, αυτός ο γάιδαρος ξεκαζικώθηκε από το σώχωρο που ήτανε δεμένος και νυχτοπερπάτησε και μπήκε εκειά που ΄χα φυτεμένα τα δεντρά τουτανά. Αρέσανε ντου κι έφαγε 5-6, κακή ώρα να του ΄ρθει και κακό ψόφο να ΄χει.
Απής τα ΄φαγε αφουρλάντισε και γκάνιζε ούλη τη νύχτα κι αίμα εφτύξανε να τον αναμαζώξουνε 3 χωριά παραπέρα ενώ πολέμα να καβαλήσει τη γαϊδάρα του Μαρουλοσήφη. Και δάγκανε και τσίνα κιόλας. Γροικάς ήντα σου λέω; Γροικώ να λες.”
Άστραψε ο νους του Μύρου.
“Δε μου λες:” είπε του Νικολή.
“Για να το βάλω στο θυμιατό πάνω στα κάρβουνα, να κάνει θέλει δουλειά;”
“Αν εκάνει λέει; Ούλοι στην εκκλησία θα κουζουλαθούνε και θα κουτουλεί ο γεις τον άλλο και θα γενεί μεγάλη τραβάγια!”
“Κι ο παπάς; Μην πα να αρχίσει να τσινά και να δαγκάνει;”
“Όϊ μωρέ. Αυτός θα μπει να γελά και να χορεύει κιόλας και τότεσας θα του ζητήξεις την κοπελιά και θα στη δώσει στο πιτς φυτίλι”
Την επόμενη Κυριακή η κοπελιά δεν ήρθε στην εκκλησιά ούτε το βράδυ στις καρυδιές.
Πρέπει πως τη μάντρωσε στο σπίτι, σκέφτηκε ο Μύρος.

Μα συνέχιζε τα καθήκοντα του στην εκκλησία σαν να μη συμβήκε πράμα. Το ίδιο και την επόμενη Κυριακή. Μεσοβδόμα της τρίτης εβδομάδας κατάφερε να ξεπορτίσει η Λενιώ και ο Μύρος τσι ΄πε τα καθέκαστα.
“Τούτο το μήνα θα γενείς γυναίκα μου ο κόσμος να χαλάσει και κάτσε εσύ αναπαμένη κι έχω εγώ σχέδιο να πει το ναι ο αφέντης σου. Κι αν δεν πετύχει θα σε κλέψω. Μα σαν ακούσεις το βράδυ της Κυριακής ένα γάιδαρο να γκανίζει να πεταχτείς γερά-γερά από το παραθύρι, μ΄ ακούς;”
“Ακούω Μύρο μου. Και πού θα με πας;”
“Έχω κανονίσει τόπο να μη μπορεί να μας βρει κιανείς μέχρι να κανονιστεί ο γάμος μας.
Συμφωνείς;”
“Συμφωνώ Μύρο.”
Πάει ο Μύρος και βρίσκει το Νικολή.
“Το σχέδιο θα κάνω στην εκκλησία και στα χέρια σου είμαι. Εντάξει;”
“Εντάξει.”

Μια των ημερών, δευτεριάτικα, ο Νικολής έβαλε στη χέρα του Μύρου ένα μαύρο βόλο ίσαμε ένα καρύδι και σοβαρά-σοβαρά του ΄πε:
“Σπάστο σε μικρά κομματάκια όπως το λιβάνι και ρίξτο στο θυμιατό πάνω στα κάρβουνα και πρόσεξε να μην ανασαίνεις κι εσύ τον καπνό.”
“Εντάξει” είπε ο Μύρος μα ήθελε πρώτα να κάνει και μια δοκιμή.
Σιδέρωνε η μάνα του με το σίδερο το παλιό που δούλευε με κάρβουνα στα σωθικά του και είπε με τον νου του: “Ευκαιρία!”
Ανοίγει το πάνω μέρος του σίδερου και ρίχνει πάνω στα κάρβουνα δύο-τρία κομματάκια υλικό.
Μετά το κλείνει και βγαίνει έξω από το σπίτι.
Πιάνει η μάνα του το σιδέρωμα και κούναγε και το σίδερο σα εκκρεμές να κάψουν τα κάρβουνα καλά. Ντουμάνιασε ο τόπος και χωρίς να το καταλάβει άφηκε το σίδερο πάνω στη βράκα του άντρα της που τη σιδέρωνε, έκατσε κατάχαμα και άρχισε να τραγουδεί και να γελά και σταματημό δεν είχε.
Τρέχει ο Μύρος και αδειάζει το σίδερο, σιμώνει τη μάνα του και βολοσυρτή τηνε θέτει στο ντιβάνι να συνέλθει. Μετά άνοιξε τα παραθύρια να ξεβρωμίσει το σπίτι κι έφυγε γελώντας γιατί σκεφτόταν τον παπά κατάχαμα να ψέλνει.
Φοβόταν λίγο για το τόλμημα μα ο έρωτας ήταν πιο δυνατός και η απόφαση παρμένη.
Σα γύρισε ο αφέντης του στο σπίτι η μάνα του ήταν ακόμα στο ντιβάνι μα δεν είχε συνέλθει τελείως και ψιλοτραγουδούσε μαντινάδες.
“Ήντα ΄παθες κακορίζικη; Λώμπης κουζουλάθηκες;”
“Άντρα μου, έτσα που σιδέρωνα εζαλίστηκα και κωλόκατσα χάμες και θώρουνα διάφορα παράξενα και αστεία και γέλουνα χωρίς σταματημό και παρέτησα το σίντερο απάνω στη βράκα σου που σιδέρωνα κι έκαψα σου τηνε, κακορίζικε.”
“Σου το ξανάπα”, είπε της γρας ο γέρος, “πως το σίντερο το ανάβεις όξω από το σπίτι γιατί τα αναμμένα κάρβουνα δηλητηριάζουνε και τούτονε γιατρός μου το ‘πε. Δεν το κατές πόσοι και πόσοι έχουνε πεθάνει από το μαγκάλι;”

Την επόμενη μέρα ο Μύρος πήγε στην εκκλησία μόνος του να δει το χώρο.
“Θα αρχίσω να θυμιάζω από το Ιερό και θα πηγαίνω ίσια πίσω μέχρι την πόρτα που θα με περιμένει κι ο Νικολής να μη με πιάσει κι εμένα ο καπνός.”
Κυριακή πρωί όλα έτοιμα. Ο Μύρος ανάβει το θυμιατό με λιβάνι καθαρό κι η λειτουργία ξεκινά.
Μια δεκαριά γράδες και 4-5 γέροι είναι το εκκλησίασμα συν τον παπά και τον ψάλτη το Γιακουμή.
Ο παπάς ψάλει κι ο Μύρος βάζει με τρόπο πάνω από τα κάρβουνα ούλο το βώλο που του είχε δώσει ο Νικολής.
Πυκνός κιτρινόασπρος καπνός πετάχτηκε αμέσως κι ο Μύρος κάνει πως θυμιάζει τα εικονίσματα μα περισσότερο θυμιάζει τον παπά και τον ψάλτη και μετά πηγαίνοντας προς τα πίσω θυμιάζει καλά-καλά τις γράδες που σταυροκοπιούντανε και κάνανε μετάνοιες. Μετά τους γέρους και φτάνοντας στην πόρτα βαστά την αναπνοή του και ξαναπηγαίνει μπροστά στο Ιερό, ξαναθυμιάζει τον παπά, αφήνει χάμω το θυμιατό και γοργά πορίζει όξω από την εκκλησιά.
Ντουμάνι μέσα να μη θωρεί ο γης τον άλλο κι αρχίζει το πανηγύρι.
Ο ψάλτης άρχισε να τραυλίζει και πήγαινε να πει “Κύριε ελέησον” κι έλεγε “Λελελε, λελελε, λελεσον!” Και μιας κοπανιάς πετιέται όξω κι αρχίζει να βαρά την καμπάνα και να ξεραίνεται στα γέλια.
Ο παπάς έψαχνε να βρει το ευαγγέλιο μα δε μπορούσε κι άρχισε να ψέλνει δυνατά την εξόδιο ακολουθία
“Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω το θάνατο”
Μια γρα ξάπλωσε μπρούμυτα έτσα που κανε μετάνοιες και δεν έλεγε να σηκωθεί μούδε να κουνήσει ενώ μια άλλη είχε ξαπλώσει ανάσκελα με τα χέρια τεντωμένα ψηλά και φώναζε πως θωρεί τον Άη Γιώργη καβάλα στο μπεγίρι του.
Ο Γιακουμής συνέχιζε αδιάκοπα το καμπανίδι κι ο Νικολής, που ‘ταν απέξω από την εκκλησία, πολέμα να του ξεμπερδέψει το σκοινί της καμπάνας γιατί έτσα που χοροπήδα είχε ασμπερδευτεί αμπάνω ντου και κινδύνευε να φουρκιστεί.
Ο παπάς πολιοκαπνισμένος και με το θυμιατό δίπλα του να συνεχίζει να τονε φλομώνει, έχασε τον έλεγχο κι ακούγοντας τις καμπανιές συνέχεια, ο θολωμένος νους του πήγε στην Ανάσταση και ξαφνικά η φωνή του ακούστηκε δυνατά:
“Χριστός ανέστη εκ νεκρών!”

Ο Μύρος από την πόρτα ακούει τον παπά και κάνει το σταυρό του.
“Παναγιά μου βοήθα κι ο παπάς τα ‘χασε τελείως και κάνει ανάσταση!”
Δυο γερόντοι έχουν βάλει στα πόδια τους το δίσκο με το αντίδωρο και ταϊζει ο γης τον άλλο.
Χαμός.
Η γρα Ζαμπιώ στρατουλίζει με τα τέσσερα κατάχαμα και μαμουνιστή ψάχνει να βρει τη μασέλα της που τση φυγε κι έπεσε κάτω από τα στασίδια.
Βρίσκει τη μασέλα της ο γέρο Νταμουλής και θαρρώντας πως είναι η δικιά του πολέμα να τη βάλει στο στόμα του και την έσπρωχνε, την έσπρωχνε μα αυτή δεν εχώριε.
Κι ακούγοντας τον παπά να ψέλνει αναστάσιμα η γράδες φιλιόντανε μεταξύ τονε κι έλεγαν:
“Χριστός ανέστη!” κι
“Αληθώς ανέστη γειτόνισσα!”
Στο μεταξύ οι χωριανοί ακούγοντας απανωτές αδιάκοπες καμπανιές είπαν:
“Πράμα κακό συμβαίνει” κι έτρεχαν στον ανήφορο για την εκκλησία.
Εδά είναι η ώρα, σκέφτηκε ο Μύρος.
Ορμάει μέσα και πάει κατευθείαν στον παπά που κάθεται κατάχαμα και συνεχίζει το Χριστός ανέστη.
Του φιλά τη χέρα και λέει του:
“Παπά-Γιώργη θέλω να σου ζητήσω τη θυγατέρα σου για γυναίκα μου. Μου τη δούδεις;”
“Πάρτηνε μωρέ, πάρτηνε. Πάρε και την παπαδιά αν θες μαζί, να τις ταϊζεις και τις δυο!”

Άλλο δεν περίμενε ν΄ακούσει ο Μύρος. Άρχισε να τρέχει για το σπίτι του παπά.
Στο δρόμο συναπάντησε τους πρώτους χωριανούς που τον ρώτησαν τι συμβαίνει.
“Ούλοι στην εκκλησία είναι κατάχαμα και δεν μπορούνε να κάνουνε μουδ΄ ασκελιά, μόνο αμέτε να φέρετε γαϊδάρους να τσι κατεβάσετε γιατί πρέπει πως το λιβάνι ήταν αναδωμένο και φλωμοθήκανε.
Σε λίγο φθάνοντας στου παπά το σπίτι ο Μύρος άρχισε να γκαρίζει πιο δυνατά από γάιδαρος.
Αμέσως ξεπρόβαλλε η καλή του με ένα τζιμπίλι στο χέρι.
“Είπε το ναι, Μύρο;”
“Ναι, στο ορκίζομαι, είπε το. Ακλούθα με δα να μην το μετανοιώσει.” κι έφυγαν τρέχοντας να κρυφτούν δυο ώρες δρόμο στο μύλο του ξαδέρφου του.
Ο Νικολής ξεκίνησε να διαλαλεί στο χωριό πως ο Μύρος έκλεψε την κόρη του παπά να το μάθουν ούλοι.
Σε μια βδομάδα οι οικογένειες τα βρήκαν μεταξύ τους κι ένα μήνα μετά, δόξα και τιμή στεφάνωσον αυτούς, τους ευλόγησε ο παπάς.
Χρόνια πολλά κουβέντιαζαν το κόλπο του Μύρου οι χωριανοί και πως ο παπάς τους έκανε ανάσταση τον Ιούλιο μήνα.

Μερικοί γερόντοι απέδωσαν την κατάσταση σε θαύμα κι ο γέρο Νταμουλής μέχρι σήμερα ακόμα διηγάται πως ο Άγιος έκανε θαύμα και του ‘στειλε μια ακόμα μασέλα να ξεκοκαλίζει κουκιά και παξιμάδια και η Ζαμπιώ, γρέτζω πια, έλεγε στις αποσπερίδες πως έγινε θαύμα και την κάτω μασέλα τσης την πήρε ο Άγιος με τη χέρα ντου μέσα από το στόμα της για να την τιμωρήσει γιατί μαγαρίστηκε νηστίσιμη μέρα κι έφαγε σύγκλινα και πως ώστε να πεθάνει σύγκλινα δεν ξανατρώει μην τσης πάρει και την πάνω μασέλα ο Άγιος κι ήντα θα γενεί μπλιό να τρώει μόνο λαντουρίδια.
Και δεν θυμάται πως με το γάιδαρο, καθισμένη μεσοσώμαρα, τη λαλούσαν καβαλικευτή από την εκκλησιά στο χωριό και δυο χωριανοί την αναβαστούσανε ζερβά-δεξιά, να μην ξεσωμαρίσει κι αυτή θαρούσε πως την πηγαίνανε νύφη και μια τραγούδιε και μια έκλαιγε κι έλεγε:
“Ώφου μάνα μου κι αποχωρίζομαι σε!”
Κι ο Μύρος απής παντρεύτηκε συνέχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και να κάνει όλες τις δουλειές…όχι ακριβώς όλες γιατί μόλις πήγαινε να πιάσει το θυμιατό ο παπάς και πεθερός του του φώναζε:
“Όϊ μωρέ εσύ το θυμιατό κι έκαψες με μια φορά!”

 

ΑΝΑΔΩΜΕΝΟ ΛΙΒΑΝΙ-ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ακλούθα–>ακολούθα
Αλιμπερτά–>ελεύθερα
Αναδωμένο–>βρεγμένο
Απής–>αφότου
Ασκελιά–>βήμα
Αστρόλογος–>άτακτος
Αφουρλαντίζω–>αφηνιάζω, μαίνομαι
Αψής–>απότομος
Βατεύω–>γονιμοποιώ
Γρέτζω–>πολύ γριά
Γροικώ–>ακούω
Ινατσιάρης–>πεισματάρης
Καταλύω–>τελειώνω, σκοτώνω
Κοπέλι–>άξιος προς εργασία,νέος
Λαντουρίδια–>υδαρής τροφή που δεν θέλει μάσημα
Λώμπης–>λέω μήπως
Μαγαρίζω–>χαλάω τη νηστεία, λερώνω
Μαμουνίζω–>μετακινούμαι στα τέσσερα
Μπεγίρι–>άλογο
Μπλιό–>πια, πλέον
Ντραβαντάς–>κούνια
Οζά–>ζώα
Πορίζω–>βγαίνω έξω
Σίσιλο–>καρδιά του μεσημεριού
Σιργουλεύω–>συμβουλεύω
Στρατουλίζω–>περπατώ παραπαίοντας
Σώχωρο–>ανοικτός ελεύθερος χώρος κοντά στο χωριό
Τραβάγια–>δουλειά, φασαρία
Τσινάω–>κλωτσάω
΄Ωφου–>ω φευ, αλίμονο

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα