Εγερνε ο ήλιος τα μαβιά και γκρίζα σύννεφά του
άνοιξε πόρτα αναδρομών στον αργαλειό της σκέψης,
μελάνης πένα έγραφε, επιλογές του χρόνου
συρτάρια υποσυνείδητου, στης θύμησης τα δίχτυα.
Νοητικά τοιχώματα αναδρομές φωλιάζουν
ανάμνησης αισθήματα, αμίλητα απλώνουν,
στάλαγμα φως του καντηλιού, αέρι αναδεύει,
σκαλιά της νύχτας οδηγούν το φέγγος στο διαβάτη.
Καιροί αθέατοι, δίστρατα και στάσεις,
πελάγη οίστρου, ακτές αφρισμένες,
γερμένη ζωή στου βίου τις επάλξεις
αχούν βήματα, ιδέες, βαθιά ριζωμένες.
Τρέχουν οι θύμησες, χρόνους καταγράφουν
άχνας ομίχλη, στης σιωπής τα μάκρη,
άυλες ύπνου αναδρομές, στο γύρω του αιώνα,
άπιαστο συναίσθημα το μακρινό ταξίδι.
Νύχτας ξημερώματα, στου θυμισμού τα ζάλα
πνοή ζωής αχόρταγη στην έκταση της λάμψης,
αέρινη διαδρομή, πάντα γυμνή δρομιάζει.