» Η ιστορία του Στράτου Βρουβάκη από το Νίππος, όπως κατατέθηκε πρόσφατα στο Ψηφιακό Αρχείο Αποκορώνου
Πριν από μερικές βδομάδες είχαμε την χαρά να παραλάβουμε κάποια από τα σημαντικότερα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί φέτος στο Ψηφιακό Αρχείο Αποκορώνου, έναν φάκελο με τα προσωπικά έγγραφα και ένα σύντομο βιογραφικό του Στράτου Δημητρίου Βρουβάκη, ο οποίος γεννήθηκε στο Νίπος Αποκορώνου το 1881 και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 1907, σε ηλικία 26 χρονών.
Από το 1898 η Κρήτη ήταν αυτόνομη και η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση των χριστιανών του νησιού βελτιωνόταν διαρκώς, αλλά η ζωή στην ύπαιθρο εξακολουθούσε να είναι δύσκολη και με περιορισμένες προοπτικές απασχόλησης -πόσο μάλλον εξέλιξης. Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, τον Μάρτιο του 1907 ο Στράτος Βρουβάκης άφησε πίσω του την ύπαιθρο της Κρήτης και αναχώρησε από τον Πειραιά με το πλοίο Victoria για την Αμερική. Ταξιδεύοντας επί 22 μέρες υπό άθλιες συνθήκες, στοιβαγμένος με χιλιάδες άλλους μετανάστες, Έλληνες και ξένους, έφτασε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 16 Απριλίου 1907.
Λίγο μετά την άφιξή του εκεί, μεταφέρθηκε -όπως συνηθιζόταν- στο νησί Έλις (Ellis Island), όπου γινόταν ο πρώτος έλεγχος και η καταγραφή των εισερχόμενων μεταναστών. Ο έλεγχος ήταν πολύωρος και εξονυχιστικός, αλλά ο Στράτος Βρουβάκης υπήρξε τυχερός, καθώς η εμφάνισή του και η κατάσταση υγείας του ήταν αρκετά καλή για να του επιτραπεί προσωρινά η παραμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν μια υποσχόμενη αρχή που δεν ήταν καθόλου δεδομένη, καθώς πολλοί δεν περνούσαν τις εξετάσεις και αναγκάζονταν να επιστρέψουν στη χώρα προέλευσής τους με τον ίδιο τρόπο. Μετά το τέλος των ελέγχων και διατυπώσεων, ο Βρουβάκης αναζήτησε για ένα διάστημα εργασία στη Νέα Υόρκη και τα περίχωρά της, αλλά δεν βρήκε κάτι μόνιμο.
Επηρεασμένος από πολλούς άλλους που επέλεγαν να εγκατασταθούν στα δυτικά, όπου οι θέσεις εργασίας ήταν περισσότερες και οι οικονομικές προοπτικές καλύτερες, μερικούς μήνες αργότερα έφτασε στη Γιούτα (Utah) και εγκαταστάθηκε στο Σάνισαϊντ (Sunnyside) της κομητείας Κάρμπον (Carbon), μια κωμόπολη που είχε χτιστεί πρόσφατα ανάμεσα σε μερικά ανθρακωρυχεία. Προκειμένου να εργαστεί και να μείνει νόμιμα εκεί, ο Βρουβάκης έπρεπε να συμπληρώσει και υπογράψει μια «Δήλωση Πρόθεσης» (Declaration of Intention) προς την Υπηρεσία Μετανάστευσης, με την οποία δεσμευόταν ότι δεν ήταν αναρχικός ή πολύγαμος και ότι σκόπευε να πολιτογραφηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και να μείνει μόνιμα εκεί (Σύμφωνα με την πρωτότυπη διατύπωση της δήλωσης: I am not an anarchist; I am not a polygamist nor a believer in the practice of polygamy; and it is my intention in good faith to become a citizen of the United States of America and to permanently reside therein).
Σήμερα οι δηλώσεις αυτές μπορεί να φαίνονται παράδοξες ή υπερβολικές, αλλά την εποχή εκείνη ήταν σημαντικές για την Υπηρεσία Μετανάστευσης, καθώς ο αναρχισμός ήταν μια ιδεολογία σε ανάπτυξη διεθνώς, ενώ το ζήτημα της πολυγαμίας ήταν επί δεκαετίες σημαντικό «αγκάθι» στο δρόμο της Γιούτα προς την αναγνώριση ως πολιτεία των ΗΠΑ. Οι πρώτοι λευκοί άποικοι είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στην περιοχή του σημερινού Σωλτ Λέικ Σίτυ (Salt Lake City) το 1847, όταν έφτασε ένα μεγάλο καραβάνι Μορμόνων προσφύγων από τα ανατολικά, με επικεφαλής τον Μπρίγκαμ Γιάνγκ (Brigham Young). Η περιοχή της Γιούτα ανήκε τότε στο Μεξικό, αλλά έναν χρόνο αργότερα έγινε αμερικανικό έδαφος με τη Συνθήκη του Γουαδαλούπε Ιδάλγο (2 Φεβρουαρίου 1848). Λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, οι Μορμόνοι ζήτησαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να τους αναγνωρίσει ως πολιτεία του Ντέσερετ (Deseret), αλλά η Ουάσιγκτον αρνήθηκε λόγω του ότι οι Μορμόνοι ήταν πολύγαμοι.
Κατά τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις των Μορμόνων με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνέχισαν να οξύνονται, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να φτάσουν στα πρόθυρα μιας ανοιχτής σύγκρουσης το 1857. Η έναρξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου το 1861 ανάγκασε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Γιούτα, αλλά το ζήτημα «επανήλθε» μετά τον Μάιο του 1869, όταν ολοκληρώθηκε ο πρώτος διηπειρωτικός σιδηρόδρομος (Transcontinental Railroad) και άρχισαν να εγκαθίστανται μαζικά δεκάδες χιλιάδες νέοι μετανάστες στην περιοχή. Εμμένοντας στην απαγόρευση της πολυγαμίας ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της Γιούτα ως πολιτείας, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιχείρησε να πιέσει τους Μορμόνους αναγνωρίζοντας τμήματα της Γιούτα ως διακριτές επικράτειες (territories) και στη συνέχεια ως πολιτείες (states). Συγκεκριμένα, η Νεβάδα αναγνωρίστηκε ως διακριτή επικράτεια το 1861 και ως πολιτεία το 1864, ενώ το Κολοράντο ως επικράτεια το 1861 και ως πολιτεία το 1876. Μετά από αρκετές πιέσεις και διαπραγματεύσεις, το 1890 η Εκκλησία των Μορμόνων (The Church of Jesus Christ of Latter-day Saints) εξέδωσε ένα μανιφέστο που απαγόρευε την πολυγαμία, με αποτέλεσμα η Γιούτα να αναγνωριστεί ως πολιτεία το 1896.
Στο μακρινό Σάνισαϊντ της Γιούτα, 10.470 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του, ο Στράτος Βρουβάκης εργάστηκε στα ανθρακωρυχεία από το καλοκαίρι του 1907 μέχρι τα τέλη του 1912. Την εποχή εκείνη εργάζονταν περίπου 5.000 Έλληνες στα ορυχεία, πολλοί από τους οποίους ήταν Κρητικοί. Αποκαλούσαν τα ορυχεία «μίνες», μια εξελληνισμένη μορφή της αγγλικής λέξης mines. Η δουλειά ήταν πολλή και δύσκολη, καθώς εργάζονταν για 10, 12, 14 ή και 16 ώρες τη μέρα συνεχόμενα, ενώ έμεναν σε παραπήγματα και πληρώνονταν μέρος ή και όλο τον μισθό τους σε κουπόνια, τα οποία μπορούσαν να εξαργυρώσουν μόνο σε καταστήματα του εργοδότη τους, όπου οι τιμές ήταν 20 με 25% υψηλότερες απ’ ότι συνήθως. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις οι Έλληνες μετανάστες έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης και από συμπατριώτες τους, οι οποίοι έπαιρναν μια «σεβαστή» προμήθεια για να τους βρουν δουλειά, και στη συνέχεια ένα ποσοστό του πενιχρού μισθού τους για όσο καιρό εργάζονταν. Παρότι αρχικά οι Έλληνες μεταλλωρύχοι και ανθρακωρύχοι ήταν «πειθήνιοι» και «συνεργάσιμοι», από τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να αντιδρούν και να συμμετέχουν σε απεργίες, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να βελτιώσουν σημαντικά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας τους.
Παρά τη δύσκολη καθημερινότητά του, μερικά χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Γιούτα ο Στράτος Βρουβάκης έστειλε μήνυμα στην αδερφή του Παρασκευή να έρθει κι αυτή στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Με καθυστέρηση αρκετών μηνών, η Παρασκευή έφτασε στην Αμερική με τον σύζυγό της Στέλιο Λιονουδάκη και την κόρη τους Μαρία το 1912, δηλώνοντας ως εγκατεστημένο συγγενή τον αδερφό της Στράτο. Αρχικά, η Παρασκευή και η οικογένειά της εγκαταστάθηκαν κοντά του, στο Σάνισαϊντ, όπου ο Στέλιος δούλεψε επίσης στα ορυχεία για ένα διάστημα, αλλά αργότερα μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, όπου η Παρασκευή πέθανε το 1979. Η εγκατάσταση της αδερφής του στη Γιούτα φαίνεται ότι ήταν μια προσωρινή παρηγοριά για τον Στράτο Βρουβάκη, ο οποίος εξακολούθησε να μην είναι ικανοποιημένος από τη νέα του ζωή στην Αμερική. Δεν είναι σαφές αν αποφάσισε να επιστρέψει επειδή η αδερφή του μετακόμισε σε άλλη πολιτεία, για λόγους υγείας ή επαγγελματικούς, αλλά στα τέλη του 1912 σταμάτησε να εργάζεται στη Γιούτα και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1964.
Σύμφωνα με την περιγραφή του εγγονού του, «ο Στράτος Βρουβάκης δεν άντεξε το σκοτάδι των στοών, την ταλαιπωρία και τις κακουχίες, και πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο χωριό του. Τα δολάρια που έφερε πίσω δεν άλλαξαν τη ζωή του και δεν τον έκαναν πλουσιότερο. Η ματιά του δεν άντεχε το πηχτό σκοτάδι των στοών, γιατί ήταν μαθημένη στη θωριά της Μαδάρας».
Παρότι ο Βρουβάκης γύρισε, πολλοί άλλοι Κρητικοί έμειναν μόνιμα στη Γιούτα, ρίζωσαν, έκαναν οικογένειες και πρόκοψαν ως επαγγελματίες κάθε είδους. Οι πρώτοι από αυτούς που εγκαταστάθηκαν στη μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα της πολιτείας, το Σωλτ Λέικ Σίτυ, έχτισαν την εκκλησία της Αγίας Τριάδας το 1905, η οποία επεκτάθηκε το 1923 και παραμένει το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο της ελληνικής κοινότητας έως σήμερα. Θεωρώ σπάνιο προνόμιο το ότι έχω επισκεφθεί τον ναό αυτό εν ώρα λειτουργίας, και μπορώ να διαβεβαιώσω κάθε ενδιαφερόμενο ότι επικρατούσε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, σε έναν χώρο γεμάτο Ελλάδα, παρότι τόσο μακριά από αυτήν. Έχοντας και ο ίδιος συγγενείς στη Γιούτα, διαπίστωσα με χαρά και έκπληξη πως οι Έλληνες της Γιούτα όχι μόνο τα κατάφεραν, αλλά συνεχίζουν να ευημερούν έως σήμερα, καλλιεργώντας επιμελώς τη σχέση τους με τον τόπο καταγωγής τους, τιμώντας τα ελληνικά έθιμα και τις παραδόσεις και επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας, στέλνοντας τα παιδιά τους σε μαθήματα ελληνικών, διοργανώνοντας ή χρηματοδοτώντας πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις συναφείς με την Ελλάδα, αγοράζοντας και πουλώντας ελληνικά προϊόντα και διοργανώνοντας κάθε χρόνο ένα ελληνικό φεστιβάλ, με παραδοσιακά ελληνικά φαγητά, χορό, μουσική και μεγάλη συμμετοχή και από τις γειτονικές πολιτείες.
Είναι χαρά και τιμή για εμάς, στον Δήμο Αποκορώνου, να γινόμαστε γνώστες και διασώστες τέτοιων τεκμηρίων, τα οποία μας θυμίζουν ότι ταυτότητα δεν είναι μόνο ο τόπος μας, τα μνημεία του και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εδώ ανά τους αιώνες, αλλά και οι άνθρωποί μας, άνθρωποι υπαρκτοί, ζωντανοί, με όλες τις αρετές και τα πάθη που μπορεί να έχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να γεννήθηκαν εδώ, αλλά να έζησαν (και) αλλού, δημιουργώντας ή αποτελώντας έναν σπάνιο συνδετικό κρίκο με μακρινούς τόπους, άγνωστους στους περισσότερους από μας.
Μιλώντας εξ ονόματος του Δήμου Αποκορώνου και του Ψηφιακού Αρχείου Αποκορώνου, μιας πρωτοβουλίας που υποστηρίζουν από φέτος το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αγία Σοφία» και το Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου, ευχαριστούμε θερμά τον κ. Στρατή Βρουβάκη, εγγονό του παραπάνω αναφερόμενου μετανάστη στις ΗΠΑ, για τη συμβολή του, και ευχόμαστε να βρει σύντομα πολλούς και άξιους μιμητές!