Σοφέ μέντορά μου,
Με πνίγει η μοναξιά στην πολυάνθρωπη την απλωσιά της πόλης-της κάθε πόλις – καθώς:
Εγώ ’μαι πετρογέννητος
γκρεμνομεγαλωμένος
και μου’ λαχε στα χαμηλά να ζω,
στον κάμπο…
Κι αν ανοίξεις και τη δική μου την καρδιά (χώρια με τη δική σου σαν τα’ λεγες στον Γκρέκο), θα βρεις εντός της, την ηρεμία της προγονικής Μάνας-Φύσης μου ν’ απλώνεται σε βραχοσκέπαστες βουνοπλαγιές, σε ουρανόγγιχτες βουνοκορφές, σε πετρογέμιστες στράτες, σε βαθύσκιωτα δάση πεύκου και κυπαρισσιού, σε φαράγγια απύθμενα δυσπρόσιτα…Κάποια’ πό δαύτα έχουν φιδίσια μονοπάτια με πέτρινα ενετικά καλντερίμια να μετρούν το χρόνο που τα φύτεψαν κάποιοι μαστόροι, φευγάτοι χρόνια…Και πάνω στα ψηλά, σπαθίζουν το γαλάζιο τ’ ουρανού χρυσαετοί, γεράκια και γυπαετοί, την ίδια ώρα που διαλαλεί τον ερχομό της Άνοιξης το μονότονο κελάδημα του κούκου, ενώ η λάγνα η φωνή του αηδονιού σμίγει με το κακάρισμα της πετροπέρδικας…Η Μάνα Φύση, απείραχτη κι ανέγγιχτη από το βέβηλο το χέρι του ανθρώπου, τονίζει την παρουσία του αόρατου Δημιουργού, με τον δικό της τρόπο…
…Μα αν κοιτάξεις βαθύτερα την απλωσιά της καρδιάς μου, θα δεις κι ένα μικρούλι βοσκαρούδι ν’ ανηφορίζει ασθμαίνοντας το πετρογέμιστο και ανηφορικό εκείνο μονοπάτι, κοίτη και απόληξη των δυο αντικρυστών όσο και δυσπρόσιτων κεκλιμένων βουνοπλαγιών. Ιδρωτομούσκεφτο το σγουρό κεφαλάκι του, με πατούσες ξυπόλητες, ξενυχιασμένες κι αιματόβρεχτες από το γύρισμα κάποιας πέτρας στο αδέξιο το πάτημά της απ’ τον μικρό βοσκό. Στην πλάτη το υφαντό το σακουλάκι από τα χέρια της Μάνας, με λίγο ξερό ψωμί και λίγες ελιές. Και πού πηγαίνει το μικρό εκείνο βοσκαρούδι; Μα στα Κρούσια μέντορά μου, στα 1200 μέτρα πάνωθε του μικρού χωριού του. Εκεί βρίσκεται και ο βοσκός πατέρας μα και άλλοι χωριανοί, βόσκοντας τα κοπάδια τους και τυροκομώντας σε αυτοσχέδιους πέτρινους οικίσκους…
(Τα Κρούσια μεντορά μου, τόπος καταφυγής του ήρωα Δασκαλογιάννη σε κάποια φάση της Επανάστασής του κατά της Τουρκιάς, στα 1770)… Δύσκολα χρόνια, τόσο στα πριν, όσο και στα χρόνια του μικρού βοσκού, καθώς το βοσκοχώρι του ήταν αποκομμένο από τον «έξω κόσμο», με απουσία ίχνους «πολιτισμού» εκείνου του «έξω κόσμου». Και δεν ήταν προ Χριστού τούτα που βλέπεις στην καρδιά μου μέντορά μου…Στη δεκαετία του’ 50 συνέβαιναν…Μόλις χθες στην απεραντοσύνη του χωροχρόνου…
…Θα δεις ετούτο τον μικρό βοσκό, συντροφιασμένο με άλλα χωριανάκια και τ’ αδέρφια του, να τρέχουν ξέγνοιαστα στην απλωσιά της Φύσης. Όλη δική τους, στο παιδικό ξεφάντωμα της χαράς…Και η Μάνα Φύση τα καλοδεχόταν και απλόχερα τους μοίραζε τις ομορφιές της…
…Κι αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά την καρδιά μου θα δεις το μικρό βοσκαρούδι να μεγαλώνει, να πηγαίνει στο σχολειό κι αργότερα σ’ ανώτερα κι ανώτατα Σχολεία και φορτωμένος γνώσεις και διπλώματα κι επαίνους, να ανεβαίνει αργά κι αυτοδύναμα τα σκαλοπάτια της επιστήμης και της κοινωνίας. Να κάθεται σε καρέκλες «υψηλές» μα και στην Πανεπιστημιακή την έδρα ….Αλλά, μόνος ο επιστήμονας στη μοναξιά του πλήθους των γύρο ανθρώπων -τόσο κοντά, τόσο μακριά αλήθεια- ασφυκτιά απελπιστικά, με θύμηση και νου να επιστρέφει στη Φύση την αμάλαγη, τη Φύση τη δική του στο μικρό του βοσκοχώρι. Εκεί -σαν πηγαίνει κάποιες φορές- η ψυχή του γλυκαίνει αλλά με την πικρή τη διαπίστωση τι έχασε, τι έχει, τι του πρέπει…
…Μια ύστερη ματιά εις την καρδιά μου σοφέ μεντορά μου θ’ ακούσεις ακόμη μια εξομολόγησή μου καθώς, σαν φτάσω σε κείνο τον ερημωμένο βραχο-οικότοπο των πρώτων μου χρόνων, εκεί που γνώρισα τον Κόσμο, βλέπω να με θυμούνται τ’ άψυχα και να μου μιλούν, στη γλώσσα που ξέρουν αυτά κι εγώ… Πίστεψέ με, άκουσε σοφέ μέντορα τη στιχοπλοκή μου, καθώς είναι πλέρια βιωματική:
Λένε πως τ’ άψυχα δεν έχουνε λαλιά,
δεν έχουνε αισθήματα κι αισθήσεις,
λένε πως είναι νεκρή φύση.
Τότε, γιατί μου μίλησε η πέτρα,
γιατί με καλοδέχτηκε το χώμα
σαν άφησα τα ίχνη των πατούσων;
Γιατί εστένεψε ο δρόμος σαν με είδε
και θάρρεψα θα μ’ αγκαλιάσει
σαν μπήκα στο γνωστό σοκάκι;
Γιατί μου κούνησε το πεύκο τα κλαδιά,
γιατί η λυγαριά μου το φανέρωσε
πως φτιάξανε φωλιές τ’ αγριοπούλια;
Γιατί μου έγνεψε και η ελιά
και μ’ άπλωσε το γνώριμο κλαδί της
να δέσω τη σκοινόκουνιά μου πάλι;
Γιατί το κυπαρίσσι με φοβήθηκε
σαν μ’ είδε να σιμώνω τον κορμό του
κι ας μη κρατούσα κείνο το τσεκούρι;
Είναι, γιατί η πέτρα και το χώμα,
η λυγαριά, το κυπαρίσσι κ’η ελιά,
το πεύκο, το σοκάκι,
είναι οι μοίρες μου.
Αυτές με καλοδέχτηκαν
σαν βρέθηκα στα μέρη τους,
και ‘γω εγνώρισα τον Κόσμο
με της μορφής τους τη θωριά.
Εκείνες με συντρόφεψαν στα πρώτα ζάλα
και γεύτηκαν την άγουρη σπιρτάδα,
το δάκρυ, τη χαρά, το γέλιο, το παιχνίδι
σιμά τους τα’ ζησα λεπτό-λεπτό.
Εγώ μεγάλωσα και κείνες μου’ δωσαν
κάτι η καθεμιά από τη φύση της,
γι’ αυτό και μέσα μου φυτρώνει ο σπόρος
από το πεύκο, την ελιά, το κυπαρίσσι,
στο λιγοστό το χώμα με τις πέτρες.
Σαν μ’ είδαν ύστερ’ από τόσα χρόνια
με τη σιωπή τους μίλησαν μόνο σε μένα,
στη γλώσσα που’ ξεραν αυτές, κι εγώ…
…..Κλείσε την καρδιά μου σοφέ μέντορα, όλα τα είδες, περισσότερα κατάλαβες, κι εύχομαι η εξομολόγησή μου από εδώ, από μεριά του Φυσικού Κόσμου, να άγγιξε την ενσυνείδητή σου την ψυχή, εκεί στον Υπεραισθητό Κόσμο όπου βρίσκεται…
Σοφέ μου μέντορα, σ’ ευχαριστώ!