Η υπερφορολόγηση συντελεί στη φοροδιαφυγή και αποθαρρύνει την απασχόληση και τις επενδύσεις, χωρίς τις οποίες δεν πρόκειται να υπάρξει το απαιτούμενο κίνητρο να βγει η χώρα από την κρίση και να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών της
Αυτό που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουνίου 2018 στο Eurogroup του Λουξεμβούργου, δεν είναι επαναδιαπραγμάτευση του δυσβάστακτου χρέους, αλλά αναδιαπραγμάτευση και συμφωνία των όρων αποπληρωμής του.
H Ελλάδα δεσμεύτηκε για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 (3,5% του ΑΕΠ) και μετά το 2022 πρωτογενή πλεονάσματα, μέσου όρου 2,2% μέχρι το έτος 2060. Γεγονός που αναμφισβήτητα θα δυσκολέψει την ελληνική κοινωνία και τους όρους ανάπτυξης της.
Επιπλέον, η 10ετής περίοδος χάριτος από τόκους, που δόθηκε, δεν μειώνει σημαντικά το κόστος δανεισμού μέχρι το 2060 και ανάλογα με τα επιτόκια που θα επικρατήσουν εκτιμώ ότι το κόστος για την χώρα μας θα είναι μάλλον υψηλό.
Με απλά λόγια αυτό που επετεύχθη τον περασμένο μήνα στο Λουξεμβούργο, είναι, από το 2022 μέχρι και το 2032, περίπου για το 1/3 του χρέους των €110 δισ. δόθηκε 10ετής περίοδος χάριτος.
Εισερχόμαστε έτσι σε μια περίοδο 14 χρόνων συνολικά στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα δεν θα πληρώνει τόκους, ούτε χρεολύσια. Ωστόσο δεν απαλλάσσεται από το βάρος της μακροπρόθεσμης υποχρέωσης, ούτε φυσικά και από τους τόκους της δεκαετίας.
Απώτερος στόχος είναι η Οικονομία μας να μπορέσει να ανασάνει σε ρευστότητα και να επανακαθοριστεί η βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032 σε συνδυασμό με την αναπτυξιακή και επενδυτική πολιτική της χώρας μας στο χρονικό αυτό διάστημα.
Συνέπεια αυτής της δέσμευσης είναι μακροχρόνια να συμπιέζονται τα δημόσια έξοδα και ως χώρα να αυξάνουμε τα κρατικά φορολογικά έσοδά μας, με ότι αυτό σημαίνει για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Το Επιχειρείν στα τελευταία χρόνια της κρίσης αποδείχθηκε δύσκολο αν όχι και επικίνδυνο άθλημα….Καταγράφηκε δραματική μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων, υψηλό κόστος δανεισμού αλλά και δυσκολία εύρεσης χρηματοδοτήσεων με συνέπεια ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας.
Στην απέναντι όχθη το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καίτοι αξιόμαχο αγκομαχά σε κάθε αξιολόγηση…Γιατί δεν είναι μόνο τα capital controls και το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινα δάνεια) που αποτελούν σημαντικό αρνητικό παράγοντα χρηματοδότησης επιχειρήσεων αλλά και ο ελεγχόμενος και πανάκριβος τραπεζικός δανεισμός που κυμαίνεται με επιτόκια της τάξεως στο 7% περίπου, όταν αντίστοιχα οι ευρωπαϊκές τράπεζες δανείζουν με επιτόκια, που κυμαίνονται στο 1.5-2%. Επιπλέον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οδηγούν στον περιορισμό των διαθέσιμων κεφαλαίων για νέα δάνεια από τις τράπεζες, μείωση των πιστώσεων στις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τα δάνεια αυτά να υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μας.
Είναι γνωστό στην οικονομία ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων που γίνεται μέσω των τραπεζών θα βοηθήσει στην προσέλκυση επενδύσεων αλλά και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα.
Το φορολογικό σύστημα, όμως, με τους υψηλούς συντελεστές εξακολουθεί κατά τη γνώμη μου να είναι βασικός παράγοντας φοροδιαφυγής και προσέλκυσης νέων επενδύσεων. Η υπερφορολόγηση συντελεί στην φοροδιαφυγή και αποθαρρύνει την απασχόληση και τις επενδύσεις, χωρίς τις οποίες δεν πρόκειται να υπάρξει το απαιτούμενο κίνητρο να βγει η χώρα από την κρίση και να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών της.
Η μείωση των λειτουργικών δαπανών του κράτους σε συνδυασμό με μέτρα αποτελεσματικής πάταξης της φοροδιαφυγής, που θα συνδυάζεται βασικά με έλεγχο μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών, θα συντελέσει ουσιαστικά σε μια σύγχρονη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Βασικός μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας μας παρ’ όλα τα παραπάνω, παραμένουν οι επενδύσεις και η προσέλκυση νέων επενδυτών.
Γιατί όμως ένας ξένος επενδυτής να επενδύσει στην χώρα μας όταν το ελληνικό κράτος διεκδικεί από τα κέρδη του πάνω από το 50%, όταν στις γειτονικές μας χώρες έχουν περιορίσει σημαντικά τους συντελεστές φορολογίας και τους αντίστοιχους συντελεστές ΦΠΑ; Στη χώρα μας ως γνωστόν, ο συντελεστής φορολογίας είναι 29% πλέον φόρο Αλληλεγγύης όταν αντίστοιχα η Αλβανία έχει 15%, η Βουλγαρία 10%, η Ρουμανία 16%, η Σερβία 15% και η Κύπρος 12,5%.
Γιατί ενδεικτικά να επενδύσει στη βιομηχανία όταν το κόστος ηλεκτρικής μόνο ενέργειας επιβαρύνεται σε ποσοστό 30% στη χώρα μας ενώ σε άλλες ανταγωνιστικές χώρες τα ποσοστά επιβάρυνσης είναι χαμηλότερα; Πώς ένας εργοδότης, για λόγους παραγωγικότητας μπορεί να διασφαλίσει το μέλλον των εργαζομένων στην επιχείρηση του όταν δεν υπάρχει ένα ρητά θεσμοθετημένο ασφαλιστικό καθεστώς;
Τέλος πώς οι ξένες επενδύσεις θα έλθουν στην χώρα μας όταν δεν υπάρχουν κίνητρα για νέες επενδύσεις και φυσικά η γραφειοκρατία που αντιμετωπίζει τον κάθε νέο επενδυτή με καχυποψία;
Ο κάθε επενδυτής επιζητεί:
Σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον
Ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές και δίκαιο φορολογικό σύστημα
Λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη διαφάνεια στον κρατικό μηχανισμό
Ισχυρό τραπεζικό σύστημα να εμπνέει εμπιστοσύνη
Σύγχρονες υποδομές συμβατές με την τεχνολογική εξέλιξη
Αξιόπιστα αναπτυξιακά προγράμματα
Εύκολη αδειοδότηση επιχειρήσεων και ευελιξία στις χωροταξικές, περιβαλλοντολογικές, δασικές και αρχαιολογικές διαδικασίες.
Οι επενδύσεις απαιτούν ένα φιλικό περιβάλλον ως και κίνητρα στήριξης της επιχειρηματικότητας, περιορισμό της γραφειοκρατίας, εμπλουτισμό της δημόσιας διοίκησης με σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και φυσικά αλλαγή πορείας για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε παραπλήσιες και γειτονικές χώρες.
Τέλος και πέρα από τα παραπάνω προβλήματα η Ελλάδα πλήττεται καίρια από την μετανάστευση νέων για την εκπαίδευση των οποίων η χώρα, όπως και οι γονείς τους έχουν με σημαντικές επιβαρύνσεις επενδύσει και μάλιστα με υψηλό κόστος.
*Ο Σταύρος Γ. Νικηφοράκης είναι Ορκωτός Ελεγκτής,
Πρόεδρος Δ.Σ. της UHY ΑΞΩΝ ΑΕ