Νηφαλιότητα από την ελληνική κυβέρνηση και ορθότερο σχεδιασμό των αντιδράσεων απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, συναιστά ο Έλληνας διεθνολόγος και ερευνητής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) Ευάγγελος Βενέτης.
Ο κ. Βενέτης βρέθηκε στα Χανιά και τα “Χ.ν.” είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν μαζί τους για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το κυπριακό και άλλα διεθνή ζητήματα.
ΟΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Αναφορικά με τους χειρισμούς της Ελλάδας ο κ. Βενέτης σημειώνει πως «οποιαδήποτε απάντηση στις τεχνητές εντάσεις της Άγκυρας , απλά οξύνει την κατάσταση και μας κάνουν να παίζουμε το παιχνίδι της γείτονας χώρας» τονίζοντας πως κάτι τέτοιο «δεν είναι εποικοδομητικό για τα ελληνικά συμφέροντα να συμμετέχουμε σε μια όξυνση αυτής της κατάστασης».
Αναφορικά με το τι μέλλει γεννέσθαι ο κ. Βενέτης παρατηρεί, ότι «πρέπει οι δυνάμεις της κοινωνίας στο οικονομικό και κοινωνικό τομέα θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν, για να στείλουν το μήνυμα στις υγιής δυνάμεις του πολιτικού κόσμου, να τεθούν επικεφαλής μιας προσπάθειας αλλαγής ανόρθωσης των δυνάμεων και συντονισμού της χώρας. Αυτό παίρνει πολύ χρόνο και επί του παρόντος δεν πρέπει να επηράζει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Επαφιόμαστεε στο πατριωτισμό των Ελλήνω διπλωματούχων που φιλότιμαπ προσπαθούν να κρατήσουν ισχυρό το προφίλ της χώρας στο εξωτερικό».
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΜΜΕΝΟΥ
Σχολιάζοντας την πρόσφατη περιοδεία που έγινε σε ακριτικά νησιά με πρωτοβουλία του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου, ο κ. Βενέτης παρατηρεί: «Λινήσεις τέτοιου είδους που έγιναν με τον Υπουργό Αμύνης με την επίσκεψή του στο Καστελόριζο θα έπρεπε πρώτα να είναι καλά προετοιμασμένες και μεθοδευμένες, να έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις , ούτως ώστε να μην ρίξουν λάδι στη φωτιά. Διότι ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αυτή την στιγμή, είναι σε βάρος της Ελλάδας. Επομένως με δεδομένη την προσπάθεια που κάνει η Τουρκία να δημιουργήσει ερείσματα αποσταθεροποίησης, στα Δυτικά και Νότια σύνορά της (Ελλάδα-Κύπρο), λόγω της κρίσης που υπάρχει στη Συρία και το Ιρακ, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να προσέχει πρώτα απ΄ όλα, να αποχρωματίζει τις τεχνητές εντάσεις που δημιουργεί η Άγκυρα, αφού οι εντάσεις αυτές δεν ωφελούν την ελληνική πλευρά. Εάν λοιπόν η κυβέρνηση πάρει την πρωτοβουλία να προβεί σε κινήσεις εντυπωσιασμού,για λόγους κοινής γνώμης, αλλά και για λόγους ψυχολογικούς απέναντι στη γείτονα χώρα, θα πρέπει πρώτα να πάρει όλες τις προφυλάξεις. Κανονικά βέβαια τέτοιες κινήσεις θα πρέπει να τις αποφεύγει, αλλά εάν θεωρηθεί ότι είναι αναπόφευκτες για λόγους ψυχολογίας, τότε θα πρέπει να γίνονται με το μέγιστο βαθμό προφύλαξης. Πιστεύω λοιπόν ότι η κίνηση του Υπουργού δεν ήταν προς την σωστή κατεύθυνση, διότι αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να οργανώνει την εξωτερική και την αμυντική της πολιτική, με το μέγιστο βαθμό προφύλαξης, χωρίς βέβαια να υπολείπεται σε ηθικό και σε πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως θα πρέπει να αναλώνονται κυρίως στο διπλωματικό πεδίο και όταν έχουν σχέση με κινήσεις τόσο στα ναυτικά χωρικά ύδατα όσο και στο εναέριο χώρο, θα πρέπει να γίνονται με την κατάλληλη δοσολογία και στο κατάλληλο χρόνο».
ΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Αναφορικά με τις αλλεπάλληλες προκλήσεις της Άγκυρας προς την Αθήνα, ο ερευνητής του ΕΛΙΑΜΠΕ σχολιάζει: «το πρόβλημα του Ερντογάν δεν είναι η Ελλάδα, δεν είναι η Κύπρος, δεν είναι ο ελληνισμός. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι το Κουρδιστάν. Επειδή λοιπόν η Συρία και το Ιρακ έχουν αποσταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια και επειδή η ΗΠΑ δομούν ένα πλαίσιο στήριξης των Κούρδων στη περιοχή, με την προοπτική δημιουργίας, όχι απλώς ενός αυτόνομου κρατιδίου όπως έχει δημιουργηθεί στο Βόρειο Ιρακ, αλλά ενός ανεξάρτητου μεσοπρόθεσμα κουρδικού κράτους, αυτό δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στη Τουρκία, επειδή ακριβώς διαθέτει μεγάλο αριθμό κούρδων στο έδαφος της, μιας και σ΄αυτό που ζει το 1/3 της κουρδικής επικράτειας. Επομένως ο Ερντογάν δημιουργεί εντάσεις σ΄ άλλα πεδία για να στείλει το μήνυμα στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ότι δεν πρέπει να συνεχίσουν την φιλοκουρδική τους πολιτική στη περιοχή. Γι αυτό, αυτή την στιγμή η Τουρκία, είναι η μοναδική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που διαθέτει τρεις στρατούς εισβολής, στη Κύπρο, στη Συρία και στο ΙΡΑΚ. Επομένως η Νατοϊκοί σύμμαχοι της Ελλάδας- οι ΗΠΑ δηλαδή- θα πρέπει να αποσαφηνίσουν άμεσα και σύντομα ποια είναι η πολιτική τους στη Μέση Ανατολή και να προετοιμαστούν κατάλληλα για το ενδεχόμενο- αν δεν την αποσαφηνίσουν- επέκταση της αποσταθεροποίησης στη Ανατολική Μεσόγειο. Διότι η Τουρκία εάν δει ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά της και απειλείται η ασφάλεια της στο κουρδικό, θα μεταφέρει πλέον την ένταση όχι μόνο λεκτικά, με σκοπό να να τρομοκρατήσει ή και για να στείλει ένα μήνυμα προς τους συμμάχους της, αλλά θα το μεταφέρει σε επίπεδο πρακτικό και οι τεχνητές ρητορικές εντάσεις θα μετατραπούν σε πραγματικές ελεγχόμενες εντάσεις στρατιωτικού χαρακτήρα ,εάν επαναλαμβάνω δεν αποσαφηνιστεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, όσο αφορά το κουρδικό. Η Ελλάδα όμως αυτή την στιγμή με δεδομένη την μεταβατική κατάσταση που βρίσκεται η Τουρκία στο εσωτερικό της, η Ελλάδα αποτελεί το πλέον αξιόπιστο εταίρο του ΝΑΤΟ στη Ανατολική Μεσόγειο. Επομένως η θέση της Ελλάδας και η εξωτερική πολιτική και γεωπολιτική της θέση στη περιοχή, την καθιστούν ασφαλή όσο αφορά την δική της επικράτεια και τα δικά της συμφέροντα στη Ανατολική Μεσόγειο».
ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Ανοφορικά με τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στη διεθνή πολιτική σκηνή σήμερα, ο κ. Βενέτης παρατηρεί τα εξής: « η εξωτερική πολιτική και η θέση της Ελλάδας στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι, στη περιοχή των Βαλκάνίων και της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ευρήτερα, είναι συνάρτηση της εσωτερικής κατάστασης της χώρας. Με δεδομένο ότι βαλλόμαστε μεταπολιτευτικά δεκαετίες τώρα από μια κακοδιαχείρηση,αυτή την στιγμή δρέπουμε τους καρπούς αυτών των προσπαθειών,με την αρνητική βέβαια έννοια όλα αυτά τα χρόνια. Στην Ελλάδα βιώνουμε τις συνέπειες της κακής διαχείρισης και αυτή η αποδυνάμωση σε οικονομικό και διαχειριστικό επίπεδο (δημόσια διοίκηση) έχει ως συνέπεια να μεταφερθεί αυτό το κλίμα αστάθειεας και παρακμής σε ένα μείζον κομμάτι της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, που αφορά τη ελληνική εξωτερική πολιτική, σε σχέση με τους γείτονες μας. Δηλαδή αν και η ελληνική εξωτερική πολιτική καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να διατηρηθεί σε ένα υψηλό επίπεδο, από την άλλη τα εσωτερικά εγγενή προβλήματα που έχουμε ως κρατος, κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα, δεν επιτρέπουν στους έλληνες διπλωμάτες να ασκήσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, όσο αφορά την υπεράσπιση του ρόλου της χώρας, σε επίπεδο διεθνών σχέσεων με τις υπόλοιπες χώρες. Αυτό είναι μια μεγάλη ευθύνη της πολιτικής της κυβέρνησης ,όσο αφορά την άσκηση της ποιότητας στη εξωτερική πολιτική, γιατί υπάρχει μια τάση θα λέγαμε, απενεργοποίησης σε επίπεδο πρωτοβουλιών. Επομένως η ευθύνη ανήκει κύρια στο πολιτικό κόσμο της χώρας, που η ελλάδα δεν έχει αναπτύξει ακόμα τις διπλωματικές εκείνες πρωτοβουλίες, παρά τις προσπάθειες των διπλωματών,που θα της επέτρεπαν να έχει μια καλύτερη θέση και μια καλύτερη εικόνα στη προάσπιση των συμφερόντων της διεθνώς. Αυτό έχει κατανοητό από την πλευρά των γειτόνων. Διότι όταν η διπλωματία δεν είναι ενεργή, τότε είναι καταδικασμένη, όχι να παραμένει σταθερή, αλλά να συρρικνωθεί. Η συρρίκνωση σε επίπεδο ήπιας ισχύος, στη οικονομία, στη πολιτιστική διπλωματία, σε επίπεδο πρωτοβουλιών, γίνονται αντιληπτές από τις άλλες χώρες και είναι φυσικό και λογικό χώρες όπως η Τουρκία, που έχει γεωπολιτικό εκτόπισμα και βρισκόταν μέχρι πρότοινος σε φάση ισχυροποίησης, να επιζητούν οφέλη, τα οποία θα απορρέουν από την αποδυνάμωση της ελλάδας. Επομένως αυτές οι προκλήσεις είναι συνάρτηση της αδυναμίας της ελλάδας να προστατέψει τα ίδια της τα συμφέροντα, λόγω της αποδυνάμωσης της, από άλλες γειτονικές χώρες , οι οποίες πιστεύουν ότι έχουν ισχυροποιηθεί και θέλουν να αποκομίσουν τα μέγιστα γεωπολιτικά οφέλη, από μια τέτοια κατάσταση» .
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, ο κ. Βενέτης σημειώνει:
«Δεν προβλέπουμε βραχυπρόθεσμη λύση του κυπρισκού παρά μόνο μεσο και μακροπρόθεσμη. Το Κυπριακό όπως και το Παλαιστινιακό είναι χρονίζοντα ζητήματα. Το Κυπριακό με δεδομενο, ότι οι ουσιαστικά εμπλεκόμενοι περιφερειακά, είναι η Ελλάδα και η Τουρκία, δεν μπορεί να λυθεί επί του παρόντος διότι οποιαδήποτε συνθήκη, θα αντικατρόπτιζε σε επίπεδο διπλωματικών κερδών την γεωπολιτική περιοχή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Άρα η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να προβεί σε βεβιασμένες κινήσεις που θα έχουν σαν αποτέλεσμα μια λύση του κυπριακού, η οποία δεν θα είναι δίκαιη και δεν θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ελληνοκυπριακής πλειονότητας στο νησί. Επομένως η Ελλάδα καλείται να επιδείξει υπομονή, αυτοσυγκράτηση, ψυχραιμία και να περιμένει την κατάλληλη χρονική στιγμή μελλοντικά, μια στιγμή η οποία θα διασφαλίζει μια πιο ισορροπημένη γεωπολιτική συνύπαρξη Ελλάδας -Τουρκίας και σε αυτή την περίπτωση, αυτή η στιγμή χρονικά, δεν την βλέπουμε βραχυπρόθεσμα παρά μόνο μεσοπρόθεσμα, θα είναι ο ασφαλής οδηγός για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού ,βάση των αρχών των ψηφισμάτων που απορρέουν από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ κατά τα παρελθόντα έτη. Το κυπριακό και παλαιστινιακό ζήτημα είναι συγκινονούντα δοχεία. Είναι μια αντίληψη, που δεν είναι γνωστή στη ελληνική σκέψη, στην ελληνική διπλωματία και στη ελληνική κοινή γνώμη, ανά τον κόσμο. Δύο χρονίζοντα προβλήματα που βρίσκονται στο ίδιο χώρο. Επομένως τα συμφέροντα των δυνάμεων που συνυπάρχουν στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι αλληλένδετα και η γεωπολιτική αστάθεια που απορρέει από το ένα πρόβλημα επηρεάζει το άλλο. Ισως θεωρηθεί υπερβολή αλλά είναι πολύ πιθανότερο να επιλυθεί πρώτα το παλαιστινιακό και μετά το κυπριακό ζήτημα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται το αντίθετο. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δε υπάρχει περίπτωση να επιλυθεί το ένα ζήτημα, χωρίς να υπάρξει ταυτόχρνη διαδικασία επίλυσης του άλλου».
Τί νέο θα φέρει ο Τράμπ;
Τι θα αλλάξει όμως από την εκλογή Τραμπ στην Αμερική; Ο κ. Βενέτης απαντά: «Το πολιτικό σύστημα της Αμερικής είναι δημοκρατικό και πολυκεντρικό, δεν είναι η δύναμη του ενός. Υπάρχει ένας πρόεδρος που δίνει το στίγμα του κάθε φορά στη πολιτική που θα ασκηθεί, αλλα σίγουρα η εσωτερική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δομείται βάση ένος πολυσυλλεκτικού συστήματος στο οποίο ασκούν επιρροή η γερουσία, η βουλή των αντιπροσώπων, το επιτελείο του εκάστοτε προέδρου και τα διάφορα κέντρα εξουσίας εμφανή και αφανή, τα οποια δρουν μέσα στη επικράτεια των ΗΠΑ. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν υπάρχουν συντηρητικοί πρόεδροι, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά παράδοση εμπλέκονται σε περισσότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια αυτό να είναι πάντα ο κανόνας. Αυτό που περιμένουμε από την νέα ηγεσία των ΗΠΑ είναι μια πιο συντηρητική προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία αναμένεται να οξύνει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Δηλαδή η περίοδος διακυβέρνησης Ομπάμα ήταν μια εποχή μετριοπαθούς εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, σε σχέση πάντοτε με αυτή που είχε η η ρεμπουπλικανική κυβέρνηση του Τζωρτζ Μπους του νεότερου. Αυτό που αναμένουμε από τον Τραμπ είναι μια πιο οξυμένη πολιτική, η οποία θα είναι μεταξύ Μπους και Ομπάμα σε επίπεδο στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ. Από την άλλη δεν περιμένουμε βελτίωση των αμερικανο- ρωσικών σχέσεων, γιατί οι σχέσεις αυτές δεν είναι θέμα προέδρων , αλλά είναι θέμα στρατηγικής ενατένισης της πραγματικότητας, αφού είναι δεδομένο ότι οι στρατηγικές θέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας είναι ανταγωνιστικές σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων».