Lucian Freud, “Girl with
closed eyes” (1986-87)
Δημήτρης Ανδρεαδάκης, “Εύα” (2009).
Δήμητρα-Γεωργία Γεωργουδάκη*
Στις 28 Μαΐου, εγκαινιάστηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων η έκθεση: “Το πάθος του ορατού: Έργα από τη συλλογή Αντώνη και Άζιας Χατζηϊωάννου” και πρόκειται για ένα πολιτιστικό γεγονός που αξίζει την προσοχή όλων μας.
Το ζεύγος Χατζηϊωάννου, εκθέτει μέρος της πλούσιας συλλογής του, η οποία μετρά 40 χρόνια ζωής. Ήδη από τη δεκαετία του 80’, οι συλλέκτες ξεκίνησαν το περιπετειώδες ταξίδι τους στον κόσμο της τέχνης, έχοντας ως βασικό οδηγό το βλέμμα και την προσωπική τους αισθητική. Όπως οι ίδιοι άλλωστε παραδέχονται : «Διαλέξαμε έργα που αρέσουν στα μάτια μας και αυτό είναι όλο». Είναι όμως τόσο απλό ζήτημα η αισθητική και αισθητηριακή απόλαυση;
Μπορεί το «ωραίο» να περιοριστεί μέσα σε έναν ορισμό; Έχει συγκεκριμένα κριτήρια; Πρόκειται για κοινή εμπειρία ή προσωπική υπόθεση;
Μια έκθεση-πρόκληση λοιπόν, για τα βλέμματα των επισκεπτών. Ένα ζωηρό ερέθισμα, το οποίο χάρη στις τρείς ενότητες που χωρίζεται, εισάγει τον θεατή στον κόσμο της σύγχρονης ελληνικής παραστατικής ζωγραφικής. Αυτός ακριβώς ο σχεδιασμός είναι εκείνος που επιτυγχάνει την ζητούμενη αισθητηριακή κλιμάκωση , η οποία με τη σειρά της επιτρέπει στο κοινό, να απελευθερωθεί από τα νοητά δεσμά του βλέμματος και να προσεγγίσει τη ζωγραφική από ένα διαφορετικό, ανώτερο μονοπάτι. Από την πρώτη ενότητα «Η πρόκληση του βλέμματος – Αίνιγμα και Αθωότητα» ως και την τρίτη «Η υπερβολή του βλέμματος – Το πάθος του ορατού» τα έργα που έχουν επιλεχθεί εναρμονίζονται πλήρως με την κατανομή τους, επιβεβαιώνοντας τις επιλογές της επιμελήτριας, Ελισσάβετ Πλέσσα.
Από τις καλύτερες στιγμές της έκθεσης η τρίτη ενότητα , μοιάζει να είναι η τέλεια κατάληξη του συνολικού αφηγήματός, ολοκληρώνοντάς τη δομικά, και επαληθεύοντας τον σκοπό της. Εδώ ακριβώς, το βλέμμα του θεατή καλείται να εξετάσει αναλυτικά όλα όσα βλέπει και αυτή η επιμονή, τον οδηγεί σε μια επανερμηνεία των έργων. Η εικονογραφία παραμένει στιβαρή λειτουργώντας ως εφαλτήριο για νέες αισθητηριακές και διανοητικές αναζητήσεις.
Επιλέγοντας τον πίνακα του Δημήτρη Ανδρεαδάκη «Εύα», που αποτελεί μέρος της συγκεκριμένης ενότητας, θα επιχειρήσω να περιγράψω την δική μου εμπειρία από την επίσκεψη στην έκθεση, αποτυπώνοντας τις εντυπώσεις, τους συνειρμούς και τις σκέψεις που μπορεί να απορρέουν από ένα τέτοιο έργο.
Πρόκειται για ένα γυναικείο γυμνό, μια νεαρή κοπέλα, ξαπλωμένη και περιβαλλόμενη από λευκά και μαύρα σεντόνια, φορώντας μόνο μια μαύρη μπλούζα. Αυτό που απασχολεί εδώ, δεν είναι μόνο η λεπτομερειακή απόδοση των χαρακτηριστικών της μορφής, αλλά και η επίδραση του φωτός πάνω της. Πρωταγωνιστής, είναι το χρώμα και όχι το σχέδιο, γι’ αυτό και εξαντλείται όλη η εκφραστική του δύναμη, λειτουργώντας έτσι σαν σχόλιο επί της μορφής και ψυχογράφημα. Ίσως, σ’ αυτό το σημείο να εντοπίζονται κοινά στοιχεία με έργα του βρετανού καλλιτέχνη Lucian Freud (1922-2011) , ειδικότερα με εκείνα των δεκαετιών του 80’ και μετά. Παχιές γεμάτες πινελιές φέρνουν σε πρώτο πλάνο τις λεπτομέρειες του σώματος, ενώ εκφράζεται η ανάγκη αποκρυπτογράφησης του συναισθήματος μέσω της ματιάς του καλλιτέχνη, μοναδικό οδηγό και αφηγητή. Η φιγούρα είναι έτσι τοποθετημένη, σαν να απουσιάζει το βλέμμα του θεατή. Η «Εύα» δεν έχει να κρύψει τίποτα, η γυμνότητα του φύλου της δεν την αφορά. Σαν άλλη πρωτόπλαστη, αφήνεται ελεγχόμενα εκτεθειμένη και ασφαλής, ελεύθερη και περιορισμένη μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο. Ο θεατής δεν αντικρίζει έτσι απλά μια γυμνή γυναικεία φιγούρα, αλλά μια αρχετυπική μορφή, αναγεννημένη στο παρόν.
Σχεδόν αυτόματα, ένας ακόμα πίνακας αναπηδά στη μνήμη, εκείνος του Gustave Courbet (1819-1877) με τίτλο «Η Προέλευση του Κόσμου» , ο οποίος, ως γνωστόν, απεικονίζει με σχεδόν ανατομική ακρίβεια το γυμνό γυναικείο σώμα. Κέντρο του πίνακα αποτελεί το κάτω γυμνό μέρος, απαιτώντας από τον θεατή να επικεντρώσει το βλέμμα του εκεί. Η περίτεχνη χρωματική παλέτα, αναβαθμίζει τη ρεαλιστική διάθεση, αφήνοντας την εικόνα να προσδιοριστεί από τον τίτλο της και μόνο, χωρίς κανέναν πορνογραφικό υπαινιγμό, δίχως να απαρνείται ωστόσο την ερωτική του διάσταση.
Ίσως λοιπόν, κάτι ανάλογο να παρατηρείται και στο έργο του Ανδρεαδάκη. Σε έναν πίνακα που το χρώμα έχει κύριο ρόλο, η γυναίκα φορά μια μόνο μια μαύρη μπλούζα. Με την χρωματική «κάλυψη» , τονίζεται περισσότερο τελικά αυτό που επιθυμεί να προβάλλει ο καλλιτέχνης. Ένα σώμα-σύμβολο, πηγή ζωής, και πατρίδα της ύπαρξης.
Πιστεύω πως αυτή η σύντομη ανάλυση αποτελεί μια από τις πολλές αναγνώσεις που μπορεί να δώσει κανείς στην έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης. Μια συλλογική έκθεση με αξιόλογη ποιότητα και πολλούς σημαντικούς αντιπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Τα έργα που φιλοξενούνται θα αφυπνίσουν τους θεατές και θα τους παρακινήσουν να ταξιδέψουν σε προσωπικούς εσωτερικούς διαδρόμους. Το ερέθισμα, ο συνειρμός, η φαντασία και η γνώση θα ξεκλειδώσουν την αισθητική αντίληψη, γεννώντας τελικά το «πάθος του ορατού»
*Η Δήμητρα-Γεωργία Γεωργουδάκη
είναι ιστορικός Tέχνης
(BA Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών και
ΜΑ Sapienza Università di Roma)