Πέρασαν τις προάλλες κάτω απ’ το σπίτι πολλές μοτοσυκλέτες μαζεμένες και μου θύμισαν μια άλλη εποχή.
Μηχανόβιος, παλιός πρωταθλητής σε προπολεμικούς αγώνες μοτοσυκλέτας ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας. Δεν φοβόταν τους δύσκολους, χωματένιους δρόμους του τόπου όπου ζούσε, αψηφούσε ανηφόρες- κατηφόρες, δεν τον τρόμαζαν οι γύρω χαράδρες και κακοτοπιές, έβγαζε το όχημα στην εξοχή ακόμα και τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Από κοντά κι η σύζυγος, κομψή κι αέρινη, με μεγάλη αγάπη στη ταχύτητα και στην περιπέτεια επίσης. Ξεκινούν μια μέρα για το κοντινό, παραθαλάσσιο χωριό. Κάποια στιγμή ο οδηγός σταματά για να μιλήσει στη σύζυγο. Όλα καλά και συνεχίζουν. Μόνο που όταν έφθασε στον προορισμό του με τρόμο διαπιστώνει πως η σύζυγος είχε γίνει…άφαντη! Θεέ μου! Σε κάποια απότομη στροφή θα φούνταρε σε χαράδρα ή χαντάκι και δεν το πήρε είδηση! Έτσι ανάλαφρη σαν το πούπουλο που είναι, τι περιμένεις; Όλο αγωνία καβαλάει τη μοτοσυκλέτα και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Σταματά στα δύσκολα σημεία και ψάχνει…Πάει εμπρός-πίσω και ψάχνει εναγωνίως… Τίποτα! Πουθενά η γυναίκα! Λες κι άνοιξε η γη και τη κατάπιε…Πάνω στην ώρα πλησιάζει το παλιό αμάξι που εκτελούσε χρέη ταξί στα γύρω χωριά, και βλέπει τη σύζυγό του να βγαίνει από μέσα κομψή, αέρινη και σώα! Μόνο που του ήταν και λιγάκι θυμωμένη. Γιατί; Μα επειδή όταν έκοψε για λίγο ταχύτητα για να μιλήσουνε κατέβηκε απ’ την μοτοσυκλέτα και δεν πρόλαβε να ξανανέβει καθώς εκείνος έφευγε γοργά στην κατηφόρα…