Είχαν προηγηθεί τα διηγήματα του Εμίρ Κουστουρίτσα. Για το μυαλό μου, που έτσι λειτουργεί, η επιλογή του επόμενου βιβλίου ήταν προφανής: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Αναλωμένοι. Εκτός του ότι με γοητεύει ανέκαθεν η πολυπραγμοσύνη κάποιων δημιουργών, που δεν διστάζουν να πειραματιστούν και να δοκιμάσουν τα όριά τους και σε άλλες μορφές έκφρασης, ήταν και αυτό το νήμα που ένιωσα να συνδέει τα δύο βιβλία. Ακούω την πιθανή ένσταση επί της πολυπραγμοσύνης: ένας σεναριογράφος, που γράφει ένα βιβλίο, δεν απομακρύνεται πολύ απ’ όσα ξέρει να κάνει. Την ακούω, αλλά την απορρίπτω. Τα εκφραστικά μέσα είναι συγγενή μόνο εξ αποστάσεως, στην πράξη ουσιαστικά διαφέρουν ολοκληρωτικά. Και εκεί βρίσκεται το στοίχημα και ο πειραματισμός, στην χωρίς εικόνα υποστήριξη του λόγου.
Η Ναόμι είχε απορροφηθεί από την οθόνη. Ή, για την ακρίβεια, από το διαμέρισμα που φαινόταν στο παράθυρο του QuickTime της οθόνης· το μικρό, ασυγύριστο, σοφιστικέ διαμέρισμα της Σελεστίν και του Αριστίντ Αροστεγκί. Βρισκόταν εκεί, απέναντί τους, ενώ εκείνοι κάθονταν δίπλα δίπλα σε έναν παλιό καναπέ -πιθανώς με κοτλέ ύφασμα σε κόκκινο Βουργουνδίας. Μιλούσαν σε έναν αθέατο δημοσιογράφο.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές του μυθιστορήματος, ο Κρόνενμπεργκ εισάγει τα τρία από τα τέσσερα βασικά πρόσωπα της πλοκής, εντάσσει ως δυναμικό και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής την αναφορά στη νέα τεχνολογία, την παρατήρηση και την καταγραφή. Η ιστορία ξεκινά: Η Ναόμι και ο Νέιθαν είναι ζευγάρι, ένα σύγχρονο ζευγάρι δύο επιτυχημένων δημοσιογράφων, οι οποίοι κινούνται με άνεση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, όπου υπάρχει κάποιο καυτό θέμα, υπακούοντας σε μια ισχυρή εσωτερική φωνή φιλοδοξίας, ακολουθούν τις εξελίξεις στην τεχνολογία κατά πόδας, δίνουν ραντεβού σε ξενοδοχεία ανάλογα με τις διασταυρώσεις των πτήσεών τους και τις κενές μέρες του ημερολογίου τους. Εκείνη ασχολείται με τη δολοφονία της διάσημης φιλοσόφου Σελεστίν Αροστεγκί, η οποία όχι απλώς δολοφονήθηκε και κατακρεουργήθηκε, αλλά σχεδόν φαγώθηκε από τον δράστη. Βασικός ύποπτος ο επί χρόνια σύζυγός της, επίσης φιλόσοφος, Αριστίντ.
Η Ναόμι κάνει ενδελεχή έρευνα και αναζητά τον σύνδεσμο που θα την οδηγήσει στο κρυσφήγετό του. Εκείνος ασχολείται με την περίπτωση ενός Ούγγρου γιατρού, ο οποίος ισχυρίζεται πως μπορεί βομβαρδίζοντας με μικροσωματίδια τον καρκίνο να τον εξολοθρεύσει από κάθε σώμα· επιστήμονας ή απατεώνας;
Οι δύο ιστορίες θα διασταυρωθούν καθώς το ζευγάρι θα βυθίζεται όλο και πιο ολοκληρωτικά -και χωρίς επιστροφή- στην έρευνά του.
Η φιλμογραφία του Καναδού σκηνοθέτη με διχάζει. Από τη μία, οι ταινίες του που μου εντυπώθηκαν βαθιά: Το τέλος της βίας, Κοσμόπολις, Crash· από την άλλη, ταινίες, όπως το Existenz για παράδειγμα, που με κούρασαν. Και πέρα και πάνω απ’ όλα το Spider, μια κατηγορία από μόνο του. Γούστα είναι αυτά.
Και αναφερόμενος στο Κοσμόπολις, την κινηματογραφική μεταφορά δηλαδή της νουβέλας του Ντον Ντελίλο, αναγνωρίζουμε μια βασική επιρροή, μια εκλεκτική συγγένεια που διαποτίζει τις σελίδες του πρωτόλειου μυθιστορήματος του Κρόνενμπεργκ, χωρίς να πρέπει να παραλειφθεί ακόμα ένα, διχαστικό, όνομα, εκείνο του Μπρετ Ιστον Ελλις. Η αποστασιοποίηση στην αφήγηση, σχεδόν παγωμένη όπως το λευκό φως των χειρουργείων ή το φωτογραφικό φλας, και η αναφορά ξεπερασμένων θεμάτων ταμπού ως δεδομένων: η σεξουαλική πράξη, η ομοφαγία, τα μεταδιδόμενα νοσήματα, η υπέρμετρη φιλοδοξία, η συναισθηματική στεγνότητα, ο φόνος· είναι δύο από τα κυρίαρχα στοιχεία του λογοτεχνικού σύμπαντος που στήνει ο συγγραφέας, στοιχεία που συναντά κανείς και στη φιλμογραφία του. Πίσω όμως από αυτά βρίσκεται μια υπαρξιακή αγωνία, μια σύγχρονη υπαρξιακή αγωνία, καθορισμένη από την εξέλιξη του τρόπου ζωής, την τεχνολογική πρόοδο, την οριστική επικράτηση των κοινωνικών δικτύων, του μετακαπιταλιστικού περιβάλλοντος. Ο Καμύ θα έβρισκε μάλλον ενδιαφέρουσα αυτή την οπτική γωνία παρατήρησης και καταγραφής.
Και όμως, παρά τα όσα ενδιαφέροντα και εγκεφαλικά παράγωγα της ανάγνωσης, το τελικό συναίσθημα πάσχει από συναίσθημα, η αποστασιοποίηση, που μοιάζει ένα ζητούμενο για τον συγγραφέα, είναι όντως παρούσα, προκαλώντας έναν εκνευρισμό, στον οποίο ίσως και να στόχευε. Υπάρχουν, βλέπετε, βιβλία -και όχι μόνο- τα οποία ενοχλώντας μας μας καθορίζουν και μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε διαφορετικά τον περιββάλοντα κόσμο. Και να που δεν ξέρω πώς τελειώνει αυτή η ανάγνωση, στη μία πρόταση τα θετικά, στην επόμενη οι ενστάσεις, και άντε πάλι από την αρχή, ίσως ο χρόνος να δείξει καθαρότερα, αδιάφορο δεν ήταν, ή ίσως να ήταν, και αυτό να είναι το πλέον δυναμικό στοιχείο του. Σας μπέρδεψα ε;