Πέρασαν κιόλας 5 χρόνια από τον Μάρτιο του 2020 και το πρώτο lockdown. Με σταδιακά µέτρα που εξελίχθηκαν σε καθολική απαγόρευση µετακίνησης και στο κλείσιµο όλων σχεδόν των καταστηµάτων. Τις ηµέρες αυτές, όµως, άνθρωποι εργάζονταν, έκαναν διανοµές, φρόντιζαν για την υγεία µας, πουλούσαν φάρµακα, προσπαθούσαν να συνεχίσουν το εκπαιδευτικό τους έργο.
Η Χατζ. Γιάνναρη ο πιο “πηγµένος” δρόµος της πόλης δίχως ίχνος τετράτροχου, η Χάληδων χωρίς ψυχή, η Κυδωνίας θύµιζε δρόµο ερειπωµένης πόλης. Όλα αυτά επιστρέφουν στη µνήµη και του γράφοντα που εργαζόταν εν µέσω αυτών των συνθηκών. Με τον κίνδυνο της µετάδοσης να υπάρχει πάντα και µε την αγωνία να καλυφθούν κάποια θέµατα τόσο επικαιρότητας, που είχαν να κάνουν φυσικά µε την πανδηµία, καθώς όλες οι δραστηριότητες είχαν πάψει, αλλά παράλληλα να αναζητηθούν και άλλα θέµατα.
Στο πρώτο lockdown ήµασταν τυχεροί. Το ότι η Ελλάδα δεν είχε επικοινωνία µε την Κίνα, σε αντίθεση µε τη βόρεια Ιταλία (ήταν δεκάδες οι πτήσεις εβδοµαδιαίως από το Μιλάνο προς τη χώρα από όπου ξεκίνησε η πανδηµία) είχε ως αποτέλεσµα αρχικά ο κορωνοϊός να µην πλήξει τη χώρα µας. Κάτι που όµως έγινε µετά από λίγους µήνες, µε τον χειρότερο τρόπο και µε ένα αριθµό νεκρών που δυστυχώς ξεπέρασε τους µέσους όρους των περισσότερων χωρών.
Για όλα τα παραπάνω συνοµιλούµε µε ανθρώπους που έζησαν από την γραµµή του επαγγελµατικού καθήκοντος αυτές τις καταστάσεις.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΚΑΣ – Φαρµακοποιός
«Στον φαρµακοποιό για λόγια παρηγοριάς»
«Από τον Φλεβάρη µαθαίναµε για τα κρούσµατα στην Κίνα, ενός νέου ιού που είναι πολύ επιθετικός και διαδίδεται γρήγορα, το ίδιο µετά και για την Ιταλία. Αυτά τα άκουγαν και οι πελάτες µας και είχαν πολλές απορίες τις οποίες δεν µπορούσαµε να λύσουµε γιατί δεν είχαµε κάποια εξειδικευµένη ενηµέρωση», θυµάται ο φαρµακοποιός κ. Νίκος Μάρακας. Στα ιδιαίτερα της εποχής εκείνης η εµφάνιση ενός Κινέζου που έµενε στα Χανιά, που έχοντας πληροφορίες από τη χώρα του ότι τα πράγµατα είναι πολύ σοβαρά «αγόρασε τα πάντα και σε µεγάλες ποσότητες! Οινοπνεύµατα, µάσκες, όταν εµείς ήµασταν ανυποψίαστοι, όταν και οι τιµές των µασκών τότε ήταν 10, 15 λεπτά η µία και έφτασαν στο 1 ευρώ! Σίγουρα κάποιοι έβγαλαν χρήµατα τότε», σηµειώνει.
Μπαίνει ο Μάρτης, ξεκινάνε τα περιοριστικά µέτρα από τις 10 Μαρτίου, που επεκτείνονται στις 13 και 16 του ίδιου µήνα. «Ήταν σαν να παίζαµε σε µια κινηµατογραφική ταινία! Αυτές τις καταστροφολογικές του Χόλιγουντ. Εκεί που τα Χανιά ήταν µια ζωντανή πόλη µε κορναρίσµατα, µε κίνηση, χωρίς να µπορείς να βρεις χώρο στάθµευσης, µέσα σε 2 ηµέρες ερήµωσε! Επειδή έκανα πολλές εφηµερίες τότε θυµάµαι αξέχαστα να µην υπάρχει ψυχή, να µην κυκλοφορεί κανείς, να περνάει ένα αυτοκίνητο το µισάωρο από τη Χατζ. Γιάνναρη. Ένιωθα πως αυτό δεν ήταν φυσιολογικό, να βλέπω όλα τα µαγαζιά κλειστά, να µπορώ να παρκάρω µπροστά στο µαγαζί χωρίς κανένα πρόβληµα!», λέει ο συνοµιλητής µας.
Ωστόσο το µεγαλύτερο ζήτηµα ήταν ο άνθρωπος και ειδικά οι πελάτες και οι σχέσεις µεταξύ τους. «Οι περισσότεροι βρέθηκαν αντιµέτωποι µε ένα µεγάλο ψυχολογικό βάρος, δεν µπορούσαν να το διαχειριστούν ειδικά εκείνοι που είχαν προβλήµατα υγείας και φοβούνταν περισσότερο. Άρχισαν να διαπιστώνονται και ελλείψεις σε πολλά φάρµακα γιατί είχε θέµατα η εφοδιαστική αλυσίδα, έτσι πολλοί έβλεπαν τα φαρµακεία που ήταν ανάµεσα στα λίγα καταστήµατα που λειτουργούσαν ως µια ευκαιρία για να ακούσουν κάποια παρηγορητικά λόγια από εµάς, µια καλή είδηση, να κάνουµε λίγο “χιούµορ”. Την ίδια ώρα εµείς είχαµε τεράστιο άγχος, γιατί ήµασταν εκτεθειµένοι σε κίνδυνο καθώς ερχόµασταν σε επαφή µε τόσο κόσµο καθηµερινά αλλά υπήρχε και φοβερή άγνοια. Φοράτε µάσκες – µη φοράτε, κρατάτε αποστάσεις, κολλάµε από τον αέρα, αν ακουµπάµε την επιφάνεια που είχε ακουµπήσει κάποιος άλλος… Θυµάµαι να προσπαθώ να καθησυχάσω τον κόσµο, ώστε να µην πανικοβάλλεται. Ήταν και ο οικονοµικός αντίκτυπος που άγχωνε τον κόσµο γιατί όλοι αναρωτιόνταν πως µε το lockdown θα έχουµε τουρίστες το καλοκαίρι; Και αν δεν έχουµε πώς θα ζήσουµε αφού ο τουρισµός είναι βασική πηγή εισοδήµατος; Παράλληλα είχαµε να αντιµετωπίσουµε κόσµο που δεν πίστευε στον κορωνοϊό, που θεωρούσε ότι είναι… κατασκεύασµα και προϊόν συνωµοσίας και άλλοι που ήταν τόσο φοβισµένοι που έρχονταν µε σακούλες και γάντια στα χέρια, σκουπιδοσακούλες στο κεφάλι, ψεκασµένοι µε κιλά αντισηπτικό! Και όλοι αυτοί όταν βρίσκονταν µαζί τσακώνονταν, είχαµε φασαρίες µέσα στο φαρµακείο και εµείς οι διαιτητές… να τους χωρίσουµε! Άλλοι πάλι ό,τι διάβαζαν στο internet έρχονταν και το ζητούσαν, π.χ. αντιβιώσεις, ότι η αζιθροµυκίνη θεραπεύει τον ιό. Άλλοι ρωτούσαν αν µπορούν να αραιώσουν την χλωρίνη ώστε να την πιουν! Άλλοι ζητούσαν παρασιτοκτόνα γιατί είχαν ακούσει ότι τα χρησιµοποιούν σε άλλες χώρες µε καλά αποτελέσµατα! Για όλα αυτά δεν υπήρχε καµία µελέτη, καµία ενηµέρωση και δεν µπορούσαµε να απαντήσουµε. Τους λέγαµε βέβαια πως οι αντιβιώσεις δεν θεραπεύουν κανένα ιό, και το να πιεις χλωρίνη ακόµα και αραιωµένη δεν είναι ό,τι το καλύτερο!».
Τα φαρµακεία όταν ήταν από τους ωφεληµένους της κρίσης τότε γιατί δεν έκλεισαν ποτέ, λέµε στον κ. Μάρακα. «Ναι, από αυτήν την άποψη ισχύει όµως από την άλλη υπήρχαν τεράστια θέµατα. Καταρχάς αισθανόµασταν άσχηµα που µάσκες, αντισηπτικά θα έπρεπε να τα πουλάµε σε τιµές εξωφρενικές γιατί και εµείς τα αγοράζαµε σε εξωφρενικές τιµές. Προσωπικά όταν έφτασα στο σηµείο να αγοράζω τη µάσκα 1 ευρώ, είπα “όχι δεν θα πάρω για το µαγαζί, ας µην έχω καλύτερα”. Και γάντια το ίδιο, από 5 ευρώ το κουτί στα 30 ευρώ! ∆εν µπήκα στο παιγνίδι της αισχροκέρδειας. Όµως όλο αυτό δεν συγκρινόταν µε την ψυχοφθόρα κατάσταση που αντιµετωπίζαµε. Ειδικά το 2021 όταν είχαµε πολλούς θανάτους, όταν άρχισαν τα self test, τα rapid test στα φαρµακεία εκεί πλέον ο όγκος δουλειάς έγινε τεράστιος. Το άγχος και το stress που βιώσαµε όλοι οι φαρµακοποιοί δεν πληρώνεται και προσωπικά δεν θα το ξανάκανα. Παιδάκια να πρέπει να κάνουν test να κλαίνε, να είναι στην ουρά κόσµος µε πυρετό, να διαµαρτύρονται. Μας έβαλαν ξαφνικά στην πρώτη γραµµή της πρωτοβάθµιας περίθαλψης. Είχαµε ένα όφελος οικονοµικό αλλά και εµάς τους ίδιους µας οδήγησε σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Στα θετικά αυτής της κατάστασης, το ότι προχώρησε η άυλη συνταγογράφηση και εµείς οι ίδιοι οι φαρµακοποιοί ήρθαµε πιο κοντά µεταξύ µας κάτι που το κρατήσαµε».
Σε όλα τα παραπάνω προστίθενται φυσικά και τα προσωπικά βιώµατα. Πατέρας ενός παιδιού ενός έτους ο κ. Μάρακας δεν µπορούσε να είναι ήσυχος. «Προσωπικό άγχος, µην γυρίσω στο σπίτι και κολλήσω το µωρό. Έβγαζα τα ρούχα τα έπλυνα, έκανα µπάνιο πριν πιάσω το παιδί. Και σκεφτόµουν πάντα, τι είναι αυτό που ζω… Όλη αυτή η κατάσταση άφησε πράγµατα σε όλους µας», ολοκληρώνει την συνοµιλία µας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΝΤΟΥΚΑΚΗΣ – Ιατρός
«Από το πρώτο µοριακό δείγµα, στις κινητές µονάδες»
«∆εν µπορώ να ξεχάσω, το πρώτο µοριακό δείγµα για πιθανό κρούσµα covid, που τελικά δεν ήταν. Ήταν µια κυρία που της εξήγησα ότι θα βάλουµε τη µπατονέτα για πάρουµε δείγµα από τη µύτη. Ήταν ξαπλωµένη στην ιατρική κλίνη, ακουµπούσε στον τοίχο, και της λέω: “Αισθάνεστε καλά; ∆εν φοβάστε έτσι;”. Μου απαντάει “όχι γιατρέ καθόλου” και… λιποθυµάει. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια για µοριακό τεστ», αφηγείται ο γιατρός και διευθυντής του ΤΟΜΥ στο Παλαιό Νοσοκοµείο Στέφανος Ντουκάκης, ένας από τους υγειονοµικούς που έδωσε από την πρώτη γραµµή τη µάχη για την αντιµετώπιση της πανδηµίας µε σοβαρότητα και ανθρωπισµό.
«Ενηµερωνόµασταν για την πανδηµία και από τις αρχές Φεβρουαρίου είχαµε καταλάβει ότι η απειλή είναι σοβαρή! Η γενική εικόνα για τους πολίτες ήταν ότι φοβήθηκαν γιατί άκουγαν για τις απώλειες στην Ιταλία.
Η πρώτη κίνηση ήταν να προµηθευτούµε ένα isobox για χώρο του πρώην ΙΚΑ στις αρχές Μαρτίου µε πρωτοβουλία τότε του διευθυντή, ξεκινήσαµε µε 5 δείγµατα µοριακού test την εβδοµάδα από άτοµα που είχαν συµπτώµατα που τα στέλναµε στο Ινστιτούτο “Παστέρ”.
Ακολουθούσαµε τις προφυλάξεις που λαµβάνονται σε µια πανδηµία γρίπης. Στολή, µάσκες, προσωπίδα, γάντια. Όσοι είχαµε εκπαιδευτεί στην αντιµετώπιση της γρίπης είχαµε µια καλή γνώση και ακολουθήσαµε τις ίδιες τακτικές στην αντιµετώπιση του κορωνοϊού. Έπειτα όταν φτιάχτηκαν οι κινητές µονάδες ΚΟΜΥ δέχτηκα την πρόταση από τον καλό φίλο υποδιοικητή της ΥΠΕ τον κ. Αγαπίου να έχω τον ρόλο του συντονιστή. Ως υγειονοµικοί βιώσαµε λιγότερο τον εγκλεισµό, όµως, δεν ήταν το ίδιο για τους συγγενείς, το φιλικό κύκλο που ήταν συνέχεια µέσα.
Επίσης, υπήρχαν δυσκολίες να πείσεις ένα µέρος του κόσµου ότι ο εγκλεισµός είναι απαραίτητος! Ίσως και επικοινωνιακά σε παγκόσµιο επίπεδο έγιναν λάθη που αύξαναν τη δυσπιστία των πολιτών», είναι τα λόγια του γιατρού.
Τα πράγµατα έγιναν πιο σοβαρά τον χειµώνα του 2020-2021 όταν τα κρούσµατα πολλαπλασιάστηκαν, είχαµε νεκρούς, υπερφόρτωση του νοσοκοµείου.
«Τότε πραγµατικά ξεκίνησε η πραγµατική µάχη, φτιάχθηκε στο ΤΟΜΥ στο παλιό Νοσοκοµείο το κέντρο covid και ξεκίνησε και ένας αγώνας να πειστεί κόσµος να κάνει το εµβόλιο γιατί υπήρχε και αρνητισµός που συνεχίζεται γενικά απέναντι στα εµβόλια. Υπήρχαν πολίτες που το ήθελαν πολύ το εµβόλιο αλλά και άλλοι που φοβούνταν. Για να κερδηθεί µια µάχη απέναντι στην πανδηµία θα έπρεπε να φτιαχτεί η ανοσία της αγέλης και σε αυτό βοήθησαν αυτοί που εµβολιάστηκαν και όσοι βέβαια ασθένησαν. ∆ηµιουργήθηκαν άµυνες ώστε να καταφέρουµε να βγούµε από αυτήν την κατάσταση», δηλώνει ο κ. Ντουκάκης.
Κάτι που παραµένει ζωντανό στη µνήµη του ήταν ένα µήνυµα που έλαβε την ηµέρα της ονοµαστικής του εορτής τον ∆εκέµβριο του 2020. «Ήταν από ένα άνθρωπο που δεν τον γνώριζα και µου έλεγε “σας ευχαριστούµε µε τη σύζυγο µου, γιατί τις ηµέρες που ήµασταν άρρωστοι και ήµασταν συνέχεια στο σπίτι, ήσασταν η µοναδική µας επαφή µε τον έξω κόσµο”.
Και αυτό γιατί µιλούσαµε τακτικά στο πλαίσιο της παρακολούθησης της ασθένειάς τους. Κάτι πολύ συγκινητικό. Έχει µείνει επίσης το δέσιµο µε τους συναδέλφους. Φτιάξαµε µια οµάδα που εργάζονταν µε σοβαρό επαγγελµατισµό, που έβαζε πλάτη ο ένας στον άλλο και έβλεπα στην πράξη τη στήριξη του ενός συναδέλφου στον άλλο να κάνουµε το κέντρο covid, τα εµβολιαστικά κέντρα, να πάµε σε δυσπρόσιτες περιοχές, όπως η Γαύδος και να εµβολιάσουµε όλον τον κόσµο. Και βέβαια δεν µπορώ να ξεχάσω το πρώτο περιστατικό στο ∆ηµοτικό Γηροκοµείο. Πραγµατικά φοβήθηκα πολύ γιατί ο ιός τις µονάδες ηλικιωµένων πραγµατικά τις ξεκλήριζε.
Ήµασταν τρεις µέρες για να κάνουµε test σε όλους προσωπικό και φιλοξενούµενους, να χωρίζουµε θετικούς από αρνητικούς, να δούµε ποιοι πρέπει να πάνε στο Νοσοκοµείο. Ήταν µια τιτάνια προσπάθεια που τη φέραµε σε πέρας µε µια µόλις απώλεια, κάτι για το οποίο είµαστε πραγµατικά περήφανοι».
ΕΡΜΗΣ ΛΟΥΠΗΣ – Εκπαιδευτικός
«Εθισµός στις οθόνες»
Τα σχολεία ήταν από τα πρώτα που έκλεισαν πριν ακόµα το µεγάλο lockdown. Εκπαιδευτικοί όπως ο µαθηµατικός Ερµής Λούπης ανακαλεί στο µυαλό του την περίοδο αυτή…
«Κλείνοντας τα σχολεία, δεν υπήρχε ούτε Webex, ούτε γνωρίζαµε για την τηλεκπαίδευση, ούτε είχαµε ξεκάθαρες οδηγίες από το Υπουργείο! Όµως πολύ γρήγορα οργανωθήκαµε µόνοι µας, κάναµε οµαδικές στο messenger, στο Viber, ώστε να επικοινωνούµε αρχικά µεταξύ και µετά µε τα παιδιά γιατί ήταν κάτι που το είχαν ανάγκη και τα ίδια.
Τα παιδιά στο πρώτο lockdown ήταν στρεσαρισµένα µε αυτά που συνέβαιναν και ήθελαν αυτήν την επικοινωνία. Και ακόµα και όταν έγινε το Webex και κολλούσε συνεχίσαµε να χρησιµοποιούµε το messenger και το Viber».
Όταν πια τέθηκε σε λειτουργία η πλατφόρµα Webex τα µαθήµατα ξεκίνησαν διαδικτυακά. Λειτούργησε εκπαιδευτικά το σύστηµα αυτό -ρωτάµε τον καθηγητή- ή ήταν περισσότερο ψυχολογικό;
«Ήταν κυρίως ψυχολογικό γιατί 7 ώρες τα παιδιά µπροστά σε ένα υπολογιστή να κάνουν µάθηµα, ήταν κουραστικό, τα παιδιά βαριόνταν. Συναντούσα γονείς και µου έλεγαν “ωραία τα έλεγες, τα ακούγαµε και εµείς”. Γιατί έκανες µάθηµα και σε άκουγε όλο το σπίτι. Άλλοι µαθητές ήταν στο κρεβάτι κουκουλωµένοι, άλλοι τους φώναζες να σου απαντήσουν και µετά από 5-10 λεπτά άκουγες τη φωνή τους να σου δικαιολογούνται ότι ήταν στην τουαλέτα, στην κουζίνα».
Σε προσωπικό επίπεδο ο εκπαιδευτικός θυµάται πόσο είχε αλλάξει η καθηµερινότητα όλης της οικογένειας. «Εγώ τηλεκπαίδευση, η σύζυγος τηλεργασία, τα παιδιά µάθηµα, έπρεπε να αγοράσουµε υπολογιστή, χρειαζόταν να πηγαίνω στο κλειστό σχολείο για να έχω πρόσβαση στον υπολογιστή.
Τα tablet ήλθαν καθυστερηµένα όταν ο περισσότερος κόσµος είχε αγοράσει συσκευές γιατί δεν µπορούσε να περιµένει. Έγινε ένα έξοδο από το δηµόσιο, τους ιδιώτες και πολλά tablet δεν χρησιµοποιήθηκαν.
Αυτό, πάντως, που µου έχει µείνει από την εποχή εκείνη είναι πως όποιοι φραγµοί και περιορισµοί υπήρχαν για τα κινητά, εξαφανίστηκαν!
Τα παιδιά ήταν 7 ώρες µπροστά σε οθόνη για το µάθηµα και µετά για το φροντιστήριο αλλά για να µιλήσουν στους φίλους τους έπρεπε πάλι να βρεθούν µπροστά σε µια οθόνη! Αυτό έκανε πολύ µεγάλη ζηµιά!».
ΕΥΤΥΧΗΣ ΤΣΙΒΟΥΡΑΚΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΛΑ∆ΑΚΗΣ – ∆ιανοµείς
«∆ρόµοι χωρίς ψυχή»
«Όταν ακούγαµε για τον κορωνοϊό στην Κίνα, πιστεύαµε ότι είναι κάτι που δεν µας αφορά, ότι είναι κάτι µακρινό», είναι τα λόγια του Κώστα Μαλαδάκη που όπως ο Ευτύχης Τσιβουράκης εργάζονταν ως διανοµείς.
«Είχα πιάσει από τον Γενάρη του 2020 δουλειά ως διανοµέας στην “Πατριδογευσία”. Στην ανακοίνωση της καραντίνας, έκλεισαν τα µαγαζιά, σταµάτησε το service, πολλά µικρά καταστήµατα έπαψαν να λειτουργούν. Έτσι η διανοµή πήγε στα ύψη! Αλλά αυτό που ζούσαµε ήταν πρωτοφανές. ∆ρόµοι έρηµοι, να µην βλέπεις ψυχή, ειδικά µετά το απόγευµα δεν κυκλοφορούσε τίποτα. Μια διαδροµή που θα έκανες σε 10΄ λεπτά την έκανες σε 1΄. Ήσουν µόνος σου στην πόλη, άντε και κάποιοι άλλοι διανοµείς. ∆εν το έχω ξαναζήσει ποτέ ξανά αυτό το συναίσθηµα!», αφηγείται ο Ευτύχης, που προσθέτει πως το θετικό ήταν ότι «εµείς τουλάχιστον ήµασταν έξω, πολύ περισσότερο από τους άλλους και αυτό είχε ως αποτέλεσµα να µην νιώσουµε τον εγκλεισµό. Έστω και επαγγελµατικά είχαµε επαφή µε άλλους ανθρώπους, έστω µε µάσκες, δεν ήµασταν όπως οι άλλοι που έµεναν µέσα στο σπίτι. Βέβαια ζοριστήκαµε κι εµείς γιατί ο όγκος της εργασίας πολλαπλασιάστηκε».
Από τη µεριά του ο Κώστας τονίζει πως «ήµασταν οι αιµοδότες της πόλης, αυτοί που δίναµε ζωή στους δρόµους. Έβλεπες µηχανάκια µε κουτιά, περιπολικά, courier, τίποτα άλλο στο δρόµο!».
Λέµε στους συνοµιλητές µας ότι εκείνη την εποχή αναγνωρίσθηκε από πολύ κόσµο η αξία της δουλειάς του διανοµέα και πόσο σηµαντικός ήταν για πολλούς ανθρώπους. «Ναι η καραντίνα έπαιξε τον ρόλο της, αλλά το επάγγελµα µας το ανέβασε και ο σύγχρονος τρόπος ζωής των ανθρώπων. Ο καθένας θέλει να ασχολείται µε αυτό που τον γεµίζει, δεν θέλει να έλθει σπίτι του από τη δουλειά του και να µαγειρέψει. Θέλει να φάει κάτι έτοιµο και γρήγορο», δηλώνει ο Κώστας.
Πώς όµως γινόταν τότε η διανοµή; «Στην αρχή δεν φοβόµουν, ήµαστε και σε µια ηλικία που ο µεγαλύτερος κίνδυνος και καθηµερινός είναι να έχεις κάποιο τροχαίο! Πόσοι συνάδελφοι έχουν χάσει τη ζωή τους. Υπάρχει µια παλικαριά σε αυτό το επάγγελµα, µπορεί να βρέχει να φυσάει αλλά πρέπει να εκτελέσεις την παραγγελία! Το ίδιο και στην πανδηµία», απαντάει ο Κώστας και ο Ευτύχης προσθέτει ότι «τον Χανιώτη, δεν µπορώ να πω ότι τον έβλεπα πολύ στεναχωρηµένο, µάλλον επειδή παραλάµβανε το φαγητό! Κάποιοι είχαν υπερβολικά µέτρα, ένας φορούσε τρεις µάσκες, άλλος είχε σηµείωµα “αφήστε το φαγητό έξω στο τραπεζάκι στη δεξιά καρέκλα και στην αριστερή είναι τα χρήµατα”, άλλοι πάλι δεν φορούσαν ούτε µάσκες, ούτε τίποτα. Βέβαια πολύ αντισηπτικό τότε, υπερβολικά πολύ για να δώσουν τα χρήµατα, να πάρουν τα ρέστα! Και εµείς µάσκες συνέχεια. Η δουλειά είχε αυξηθεί, είχαν αυξηθεί και τα “µπουρµπουάρ”. Η Αστυνοµία έκανε ελέγχους και σε εµάς αλλά είχαµε όλα τα νόµιµα, τα χαρτιά και ό,τι προβλέπονταν».
Όταν δε, επέστρεφαν στο σπίτι ήταν λογικό και οι δικοί τους άνθρωποι να παίρνουν τα µέτρα τους. «Ο πατέρας µου επειδή ήταν µεγάλος σε ηλικία όταν έµπαινα στο σπίτι και πήγαινα στο δωµάτιο, έβαζε τη µητέρα µου -µου το είπε µετά από καιρό- να καθαρίσει µε αντισηπτικά τα σηµεία που είχα ακουµπήσει», λέει ο Κώστας, ενώ ο Ευτύχης υπογραµµίζει ότι «το χαρακτηριστικό της εποχής είναι ότι πολύ γρήγορα όλοι είχαν πάρει κιλά. Τα παιδιά είχαν γίνει ολοστρόγγυλα, αλλά το ίδιο και οι πιο µεγάλοι».