Oι μαργαρίτες πιο κίτρινες και πιο ζωηρές από ποτέ κατακλύζουν με πείσμα τα πεζοδρόμια στην Αγίας Βαρβάρας. Καταλαβαίνεις θες δε θες ότι κάτι αλλάζει. Στην κατηφόρα της οδού Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο, όπου ζω σήμερα, μυρίζουν οι ανθοί της πορτοκαλιάς και σε βάζουν σε πειρασμό να απλώσεις το χέρι και να κόψεις ένα κλαδάκι ή, εάν δεν προφθάσεις, έναν δύο ανθούς. Παντού μυρίζει Άνοιξη.
Εύχομαι να μπορέσω να πάω την άλλη Παρασκευή στους χαιρετισμούς. Θα προφθάσω; Ζω άνετα, όπως μάλλον πιστεύουν πολλοί. Κανείς δεν γνωρίζει τα άγρυπνα βράδια μου, τις γεμάτες σκέψεις μέρες μου, την ένταση, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες μου.
Ανυπομονώ να θυμηθώ ξανά… τους χαιρετισμούς στην μικρή εκκλησούλα του Ναυστάθμου… λευκή και νοικοκυρεμένη όπως αξίζει σε κάθε εκκλησούλα και σε κάθε Ναύσταθμο. Παντού ησυχία… που μαζί με την υγρασία της θάλασσας και τους υπόκωφους ήχους από το βουνό πάνω από τον κόλπο της Σούδας συναινούν ότι είναι ώρα για κατάνυξη. Οι ρυθμοί της ζωής αλλάζουν. Κάτι άλλο έχει προτεραιότητα. Ανοίγω το μικρό καφετί βιβλιαράκι με τους ψαλμούς. Καταλαβαίνω κάτι από αυτή την ωραία γλώσσα που έχουν γραφτεί. Θέλει προσπάθεια για να καταλάβεις. Τα κεριά καίνε και η θερμοκρασία τους αγγίζει το πρόσωπό μου όταν ανάβω κι εγώ ένα… μου αρέσει αυτή η ζέστη. Το λιβάνι μυρίζει όμορφα και τα ρούχα του ιερωμένου μωβ, μαύρα με λίγο χρυσό προσθέτουν στην ατμόσφαιρα της κατάνυξης, της περισυλλογής, της ενδοσκόπησης. Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει για την αισθητική αυτών των αμφίων. Για την φιλοσοφία και την αληθινή κουλτούρα αυτής εδώ της παράδοσης. Το χρυσαφί τέμπλο με τις μορφές όλο ταπεινότητα, γείωση, σοφία.
Αναπαριστούν το Θεϊκό αλλά τίποτε επάνω τους δεν είναι υπεροπτικό. Θέλουν να πουν μια ιστορία. Είναι από μόνες τους μια προσευχή με κατάνυξη. Η Μεγάλη Πέμπτη είναι συγκλονιστική. Θα διαβαστούν όλα τα Ευαγγέλια. Η βαρεμάρα δίνει τη θέση της στο ενδιαφέρον. Η μάνα υπήρξε παράδειγμα αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος. Με κέρδισε η γλώσσα. Η μάχη των επιχειρημάτων με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Η βυζαντινή τελετουργία, προϊόν πολιτιστικών ζυμώσεων αιώνων που πολλοί θα ειρωνευθούν γιατί καταλαβαίνουν ελάχιστα. Είναι η Άνοιξη και το Πάσχα όπως τα διδάσκομαι από τα βιβλία του Καζαντζάκη. Αυτά στα οποία οφείλω τη μόρφωση και την αγάπη μου για την πατρίδα, για την Κρήτη, για τον Καπετάν Μιχάλη, για τους ανθούς της λεμονιάς, για τα σοκάκια που επάνω τους ακούγονται τα βαρειά βήματα των μουλαριών, για τη θυσία, για το θάνατο, για την ανάσταση, για τη ζωή.
Τη Μεγάλη Παρασκευή το σχολείο είναι ήδη κλειστό. Στην κεντρική αγορά των Χανίων μέσα στην παλιά πόλη, κατεβαίνοντας για το λιμάνι μυρίζει ο καφές από το χαρμάνι που ψήνεται αργά στο καφεκοπτείο που πουλά τους ξηρούς καρπούς. Μακάρι να χρειάζεται ξηρούς καρπούς και καφέ η μαμά… για να μπούμε μέσα! Τα μαγαζί γεμάτο καλούδια εκείνης της εποχής, φρουί γλασέ και ζελεδάκια, χάρτινα πακετάκια για τον καφέ χύμα και καραμελίτσες κάθε χρώματος στολίζουν τα ράφια. Μα πάνω απ’ όλα αυτή η μυρωδιά του καφέ. Αυτή που κάθε φορά που την συναντώ θυμάμαι τα Χανιά των παιδικών μου χρόνων.
Το κατάστημα στη γωνία του δρόμου πουλά τις λαμπάδες. Είναι κρεμασμένες η μία δίπλα στην άλλη. Πώς γίνεται και είναι όλες όμορφες. Μαζί πουλάει και κεριά για τη Μεγάλη Παρασκευή και φαναράκια για τον Επιτάφειο. Μας έμαθαν στο σχολείο τα λόγια. Έτσι, όπως θα έπρεπε να γίνεται σε κάθε σχολείο που θέλει να διδάξει πραγματική αισθητική. Δεν έχει να κάνει με την πίστη. Εκείνη την περίοδο πολύ αμφιβάλω εάν ήμουν πιστή σε ο,τιδήποτε εκτός από την Οδύσσεια και την αγάπη μου στην ανάλυσή της, στοίχο προς στοίχο. Έχει να κάνει με την αισθητική αυτής της εμπειρίας, αυτού του βιώματος. Ω γλυκύ μου Έαρ. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, ο μπαμπάς είναι στο Άγημα της Μητρόπολης. Έχουμε πάει με τα φαναράκια μας. Η χορωδία ξεκινά με τους ύμνους και μια θεσπέσια παιδική ή εφηβική φωνή τραγουδά πότε πότε σόλο. Ξεχνάω το άγχος μου και αφήνομαι να παρασυρθώ σε αυτό το ταξείδι. Οι μυροφόρες πετούν από το γυναικονίτη μύρο και ροδοπέταλα στον Επιτάφειο.
Ξεκινά η περιφορά. Η μπάντα παίζει πένθιμα. Ο εφηβικές μου αναζητήσεις κατακλύζουν προς στιγμή το μυαλό μου. Πως ταιριάζουν τα όπλα των στρατιωτών με το σεμνό σώμα του Χριστού που βρίσκεται μέσα στο περίτεχνο ξύλινο κουβούκλιο του Επιταφείου… κάτι θα ξέρουν σκέφτομαι… Ίσως θέλουν να αποδώσουν τιμές και να δηλώσουν ότι θα προστατεύσουν την πίστη Του εάν χρειασθεί. Μπερδεύομαι. Αφήνω τις σκέψεις προς το παρόν και επιλέγω να μείνω στο μήνυμα. Την αγάπη. Το βράδυ βλέπω την ταινία του Τζεφιρέλι. Κλαίω όταν φεύγει από κοντά τους… νοιώθω τη μοναξιά και την απόγνωσή τους… βιώνω την προσωπική μου μοναξιά και απόγνωση. Ντρέπομαι να το ομολογήσω… αλλά τα Χανιά με έμαθαν να αγαπώ το Πάσχα και ο Τζεφιρέλι το Χριστό. Τον αγάπησα μέσα από τις περιγραφές της ταινίας του. Αλλά βρήκα τα λόγια του μέσα στα Ευαγγέλια.. Αποφάσισα να τα διαβάσω για να καταλάβω τι γίνεται. Ήταν αληθινά και όχι σενάριο. Μέσα στην Εκκλησία σταματά ο χρόνος και οι προτεραιότητες αλλάζουν. Ελάχιστοι καταλαβαίνουν. Αναρωτιέμαι εάν η κοινωνία μας συνολικά θα μπορούσε να ήταν καλύτερη εάν οι άνθρωποι είχαν τη δύναμη, τη σύνεση, την ταπεινότητα να σταματήσουν να μιλάνε για λίγο και να συναισθανθούν την αξία της αμφιβολίας για τον ξερολισμό τους.
Πηγαίνουμε στις Κορακιές. Στο γυναικείο μοναστήρι. Πότε πότε μας αρέσει να γυρνάμε από εκκλησία σε εκκλησία να βλέπουμε τους διαφορετικούς Επιταφείους. Κάποιοι άνθρωποι τοποθέτησαν τα λουλούδια με πολλή αγάπη. Ο παροξυσμός της Κρητικής φύσης στολίζει τα κουβούκλια. Κρίνοι, γιασεμιά, γεράνια, τριανταφυλλάκια, πασχαλιές. Στις πιο φτωχές γειτονιές προτιμούν τα αγριολούλουδα. Είναι πανέμορφα γιατί είναι αυθεντικά. Όλα αυτά τα λουλούδια, η φύση, η δημιουργία φτιάχνουν ένα τείχος σε όσους αμφισβητούν. Τους χαμογελούν, αδιαφορούν για την αμφισβήτηση, συγκλίνουν για να περιφρουρήσουν το άγιο σώμα με τους μίσχους και τα πέταλά τους.. δεν έχουν ανάγκη τα όπλα… σηματοδοτούν ότι η ομορφιά πάντα θα νικά την κακία.
Πλησιάζει η Ανάσταση και φοβάμαι ότι έρχεται το τέλος αυτής της χαράς. Μακάρι να μην τελείωνε. Η εφηβική μου καρδιά υπόσχεται να είναι καλύτερη και ταπεινότερη. Άγνωστο εάν και τι κατάφερε. Κάθε χρόνο ένας αγώνας ζωής και επιβίωσης. Και μερικές μέρες ενδοσκόπησης. Χωρίς κριτική. Μόνο με τη γεύση της ομορφιάς αυτών των ήχων, των χρωμάτων, των εικόνων και των μυρωδιών. Η γλύκα της ζωής σα τη μαστίχα και το μαχλέπι στο τσουρέκι της μάνας μου, η αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα.. τον πιο ωραίο του κόσμου, η χαρά της ησυχίας σα τις νύχτες των χαιρετισμών στην Εκκλησιά του Ναυστάθμου, η ανάμνηση των αγώνων μέσα από τη συνοδεία των πεζικάριων δίπλα στον Επιτάφειο, η αγάπη της γλώσσας από τα αρχαία κείμενα και μέχρι τα Ευαγγέλια, η εφηβική φωνή που έψελνε σόλο μέσα στη Μητρόπολη των Χανίων το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, η μυρωδιά του καβουρδισμένου καφέ, οι λαμπάδες που κρέμονται στη σειρά στο γωνιακό μαγαζάκι της αγοράς, τα κρινάκια και οι πασχαλιές, η γατούλα που λιάζεται στον Παράδεισο της μονής των Κορακιών, η ήρεμη θάλασσα του κόλπου της Σούδας, οι ήχοι του βουνού, τα βιβλία του Καζαντζάκη, η αμφισβήτηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Αναρωτιέμαι τι απ’ όλα αυτά θα σωθεί φέτος.