Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από το σχολείο; Το άγχος των βαθμών ή τη χαρά της γνώσης; Τις τιμωρίες των αυστηρών δασκάλων ή τις φιλίες με συμμαθητές που σφυρηλατήθηκαν μέσα στα χρόνια της αθωότητας; Την περηφάνια για την επίτευξη των στόχων ή την αδρεναλίνη της κοπάνας και την έξαψη των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Είτε έτσι είτε αλλιώς τα χρόνια του σχολείου είναι σαν ένα σεντούκι γεμάτο αναμνήσεις. Με αφορμή το πρώτο κουδούνι που ήχησε για τη φετινή σχολική χρονιά πριν από λίγες ημέρες, ζητήσαμε από ανθρώπους της τέχνης, της επιστήμης, του αθλητισμού και επιχειρείν να γυρίσουν πίσω το ρολόι του χρόνου και να μας εξομολογηθούν κάποιες δικές τους αναμνήσεις από τα χρόνια που κάθονταν στα θρανία.
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, συγγραφέας: Ξύλο λόγω… Καζαντζάκη
«Πέρασα τα έξι χρόνια του Γυμνασίου εσωτερική στη Γαλλική Σχολή. Ήμουν τόσο καλά εκεί που όταν πλησίαζαν οι διακοπές ένοιωθα λύπη και μετρούσα τις μέρες που θα γύριζα πίσω. Δεν ήμουν το “καλό” παιδί αλλά οι καλόγριες κατά βάθος με αγαπούσαν. Θα σας πω την εικόνα μιας ανάμνησης που τότε με είχε θυμώσει πολύ.
Τις νύχτες διάβαζα με φακό κουκουλωμένη στο κρεβάτι μου, τα βιβλία του αγαπημένου μου Καζαντάκη. Στην αίθουσα μελέτης απαγορευόταν τα εξωσχολικά βιβλία και πολύ περισσότερο ο Καζαντζάκης.
Μια νύχτα λοιπόν κι ενώ εγώ ήμουν αφοσιωμένη στην μελέτη μου σηκώθηκε η καλόγρια που κοιμόταν στον θάλαμο μαζί μας για να πάει στην τουαλέτα κι είδε το φέγγισμα του φακού στον τοίχο. Έπεσε πάνω μου σαν άγριο, αρπακτικό πουλί, μου τράβηξε τα σκεπάσματα, άρπαξε το βιβλίο και μου έδωσε δυο γερά χαστούκια.
Θυμάμαι πάντα αυτήν την εικόνα και γελάω τώρα. Δεν έχω ακούσει κάποιον άλλον που να έφαγε ξύλο για τον αγαπημένο μας συγγραφέα…».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ, επιχειρηματίας: Ιστορίες κοπάνας, έρωτα και δόξας
Ο επιχειρηματίας Βασίλης Σταθάκης άλλαξε πολλά σχολεία λόγω της δουλειάς του πατέρα του, διατηρώντας από το καθένα ισχυρές μνήμες. Ωστόσο, αυτό που δεν άλλαξε από τον μακρινό Εβρο, μέχρι τον Μυλοπόταμο, τη Σούδα και τα Χανιά όπου φοίτησε ήταν ότι το σχολείο υπήρξε πάντα ένας… καταναγκασμός.
«Στο σχολείο δεν μου άρεσε ποτέ ο καταναγκασμός. Γι’ αυτό και στην έκθεση και τη γυμναστική ήμουν άριστος ενώ σε όλα τα άλλα, ίσα ίσα τα πέρναγα. Ποτέ δεν πήγα σχολείο με τσάντα. Ένα ντοσιέ κρατούσα μόνο», θυμάται ο Βασίλης.
Με ένα περιστατικό που ξεκίνησε ως μια αθώα κοπάνα και κατέληξε σε αγωνιώδη αναζήτηση αρχών, γονέων και πολιτών για την ανεύρεση του αγνοούμενου παιδιού, ξεκινά την αφήγησή του ο κ. Σταθάκης: «Θυμάμαι ότι όταν ήμασταν στην Νέα Βύσσα Ορεστιάδος. Το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας. Μια μέρα που δεν ήθελα να μπω στην τάξη -αλλά δεν ήθελα να το μάθουν και οι γονείς μου- έφυγα κανονικά από το σπίτι και σκέφτηκα να κρυφτώ μέσα σε μια μεγάλη σωλήνα που χρησιμοποιούν στα δημόσια έργα. Άραξα εκεί και περίμενα. Ωστόσο, λίγο μετά άρχισαν να με ψάχνουν. Ο δάσκαλος πήγε στο σπίτι, η μάνα μου ενημέρωσε τον πατέρα μου, και μετά ξεσηκώθηκε ολόκληρο το χωριό! Εγώ δεν έβγαζα άχνα. Είχα αράξει μέσα στη σωλήνα. Τελικά με βρήκαν!».
ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΠΡΩΤΙΑ
Το γεγονός ότι οι σχολικές επιδόσεις του Βασίλη δεν ήταν οι καλύτερες αυτό δεν του στέρησε τη χαρά και την περηφάνια της πρωτιάς σε σχολικές δραστηριότητες. «Θυμάμαι απόκριες στο Μυλοπόταμο, το σχολείο έκανε διαγωνισμό στολής. Βρίσκω κάτι ρούχα, βοηθάει και η μάνα μου και φτιάχνει κάτι κρόσια και ντύνομαι καουμπόι. Πάω στο σχολείο γεμάτος αυτοπεποίθηση και κερδίζω τον διαγωνισμό! Μάλιστα μας έβαλαν και κάναμε και κάποια σκετς, να παίξουμε τον ρόλο μας ό,τι είχε ντυθεί ο καθένας!».
ΤΟ 6 ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ 8
Η ώρα του ενδεικτικού ήταν πάντα μια δύσκολη ώρα για πολλά παιδιά. Για τον Βασίλη υπήρξε ωστόσο αφορμή για ένα τέχνασμα προκειμένου να προσπαθήσει να κερδίσει μια καλύτερη αντιμετώπιση από τους καινούριους δασκάλους του. Έτσι αποφοιτώντας από την Ε’ τάξη στο Πέραμα και ερχόμενος στη Σούδα για να πάει στην ΣΤ’ σκέφτηκε να κάνει μια μικρή παρέμβαση στο ενδεικτικό του μετατρέποντας το 6 σε 8. «Μάλλον το έκανα πιο έντονα από ό,τι θα έπρεπε και το κατάλαβε ο δάσκαλος. Ήταν ο Ανδρέας Βαρουξάκης. Εκεί όμως έδειξε και το ήθος του σαν άνθρωπος. Το κατάλαβε λοιπόν και αντί να αντιδράσει είπε «αυτόν θα τον πάρω στην τάξη μου». Χρόνια αργότερα σε ένα αφιέρωμα που κάναμε στο Καφέ Κήπος για παλιούς εκπαιδευτικούς είχαμε φτιάξει ενδεικτικά και τους δώσαμε. Ένα από αυτά δώσαμε και στον Ανδρέα Βαρουξάκη, τον παλιό μου δάσκαλο».
Η ΡΕΓΓΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΝΙΟ
Τα χρόνια περνούσαν αλλά το χούι της κοπάνας παρέμενε. Έτσι στο λύκειο πια, το παλιό 1ο ΤΕΛ, πρότεινε στους συμμαθητές του να ψήσουν μια ρέγγα κάτω από το θρανίο για να αποχωρήσουν μαζικά. Το πρόβλημα είναι ότι ο μαθηματικός θέλησε να κάνει το μάθημά του και απείλησε με αποβολή όλη την τάξη. «Εγώ από τη μία ήμουν πειραχτήρι αλλά από την άλλη δεν ήθελα να μπλέξει όλη η τάξη. Οπότε πήγα και είπα στον καθηγητή ότι εγώ είχα την ιδέα. Τελικά ήρθαμε σε έναν συμβιβασμό και μας έβαλε μιας ημέρας απουσίες!».
ΑΠΟΒΟΛΗ ΛΟΓΩ ΕΡΩΤΑ
Το ραντεβού του Βασίλη με την αποβολή ήταν μοιραίο να συμβεί κάποια άλλη στιγμή και μάλιστα λόγω έρωτα: «Στο 5ο Γυμνάσιο στον Κουμπέ, την έχουμε κοπανήσει από το μάθημα και είμαστε κάτω από τη σκάλα του σχολείου με ένα κορίτσι. Ομως μας είδε ο επιστάτης και ενημέρωσε τον γυμνασιάρχη που βγήκε την άλλη μέρα στην προσευχή και είπε: “Αποβάλλεται ο μαθητής Βασίλης Σταθάκης διότι εθεάθη παρά του επιστάτου να ερωτοτροπεί κάτω από την σκάλα”».
ΜΕ ΜΙΑ ΑΤΑΚΑ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Τις περασμένες δεκαετίες οι κομματικές αντιπαραθέσεις ήταν σε ημερήσια διάταξη σχεδόν παντού. Ο Βασίλης ωστόσο, κατάφερε να κερδίσει τους… σχολικούς ψηφοφόρους για την ανάδειξη του δεκαπενταμελούς με μια ατάκα κόντρα στο ρεύμα της εποχής: «Οταν λοιπόν πήγα να μιλήσω υποστήριξα ότι δεν πρέπει στην Παιδεία να λειτουργούμε με κομματικά κριτήρια και είπα μια ατάκα που με έβγαλε αντιπρόεδρο! “Όχι στα κόμματα, ναι στα χρώματα στην Παιδεία!”. Μιλάμε έγινε πανζουρλισμός!».
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΝΤΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗ, γιατρός – συγγραφέας: Τα χρόνια των βουγιουκλακικών και καρεζικών!
«Έζησα το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς σε νηπιακή ηλικία, με το δικό μου τρόπο. Συγκεκριμένα, θυμάμαι ότι, τις πρώτες μέρες από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ήθελα να ακολουθώ την αδελφή μου, που έφευγε για το σχολείο. Ήθελα να είμαι και εγώ μαθήτρια. Με δυο λόγια, ήμουν, κατά μία έννοια, ένας μπελάς. Μου είχαν φέρει οι γονείς μου μια μικρή σχολική τσάντα από ύφασμα σε χακί – γκρι χρώμα, με ένα σιδερένιο χεράκι, και η χαρά μου δεν περιγράφεται!
Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το στοιχείο που με έκανε, τότε, να θέλω να βρίσκομαι στο σχολείο. Ίσως να ήταν το τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ/ να πηγαίνω στο σχολειό/ να μαθαίνω γράμματα/ του Θεού τα πράγματα» που έστηνε, στη φαντασία μου, ένα ονειρικό σκηνικό μιας μαγευτικής διαδρομής στο χώρο της μάθησης.
Ίσως να ήταν όλα αυτά τα σπουδαία σύνεργα, τα βιβλία, τα τετράδια, ο κοντυλοφόρος, το στυπόχαρτο και ο “κουρκουμάς” με το μελάνι. Ίσως ο “αέρας” κάποιας νέας γνώσης, που έφτανε στο σπίτι μας μέσω μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών, που ήταν ήδη μαθητές.
Ίσως τα μολύβια, ζωγραφισμένα με χρωματιστά “νερά”, που έστελνε ο (ορεσίβιος των Σφακιών και οικονομικός μετανάστης στην Αμερική) παππούς από τη μεριά της μητέρας μου, οι γομολάστιχες που μύριζαν καουτσούκ. Ίσως αυτή η άγνωστη κοινωνία της γνώσης, από την οποία, λόγω ηλικίας, ένιωθα αποκομμένη και στην οποία ήθελα να μπορώ να συμμετέχω. Προσπαθούσα, λοιπόν, και εγώ, όπως μπορούσα, και είχα μάθει να διαβάζω τους τίτλους των εφημερίδων που έφερνε στο σπίτι ο πατέρας μου.
Αργότερα, στην πρώτη Δημοτικού, είχα το προνόμιο να βρεθώ, στην πραγματικότητα πλέον, στην “πρεμιέρα” της σχολικής χρονιάς. Ήμουν ήδη μεγαλύτερη σε ηλικία και η “μαγεία” είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Πρώτες αναμνήσεις από την ημέρα εκείνη του εναρκτήριου σχολικού έτους ήταν ο ήχος από το σήμαντρο που έκρουε επιμελώς η επιστάτρια, η παράταξη των δασκάλων μας στο μεγάλο πλατύσκαλο – εξέδρα του σχολείου, η στοίχιση των μαθητών, κατά τάξη, στην αυλή, ο αγιασμός, το καλωσόρισμα από τον διευθυντή, η είσοδος στις σχολικές αίθουσες. Εκείνη την πρώτη μέρα είχα απορροφηθεί στο να παρατηρώ εκφράσεις και συμπεριφορές γύρω μου. Μελετούσα τις αντιδράσεις παιδιών που ένιωθαν περισσότερη ή λιγότερη ανασφάλεια έξω από το νοητό χώρο του δεσμού με σημαντικά για εκείνα πρόσωπα. Πιο πολύ θυμάμαι μια συμμαθήτριά μου, η οποία έκλαιγε γοερά και παρατεταμένα, με στόμα διάπλατα ανοιχτό, εκείνη τη μέρα του αποχωρισμού από το περιβάλλον της οικογένειας. Κάποια κυρία που τη συνόδευε στεκόταν αμήχανα δίπλα της και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Θυμάμαι τους συμμαθητές μου, που ήταν όλοι “εν χρω κεκαρμένοι” και έμοιαζαν περισσότερο ανθεκτικοί στο ξεκίνημα μιας νέας πραγματικότητας. Άλλοι ήταν μάλλον στοχαστικοί, άλλοι περισσότερο εξωστρεφείς.
Σε αυτή τη μικρή κοινωνία έζησα τα έξι χρόνια της φοίτησής μου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έζησα τις πρώτες αναμετρήσεις μου με τις δυνάμεις και τις αντοχές μου, τη διαδρομή της προσωπικής διαφοροποίησης και ανάπτυξης, τις πρώτες διαφωνίες με συμμαθητές και συμμαθήτριές (συνηθισμένη ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα σε “βουγιουκλακικούς” και “καρεζικούς” οπαδούς, εκείνα τα πολύ πρώτα χρόνια).
Λένε ότι πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία. Αυτό το απόφθεγμα φαίνεται να είναι σωστό. Η “μνημονική” πατρίδα των απώτερων χρόνων της ζωής μας τροφοδοτεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, τα περαιτέρω βήματά μας.
Δυστυχώς δεν έχω κάποια φωτογραφία μου από τα χρόνια στα οποία αναφέρομαι. Θα ήθελα να έβλεπα την εικόνα του εαυτού μου στο θρανίο της πρώτης Δημοτικού, για να τον μελετήσω, έτσι όπως συνήθιζα να μελετώ τις εκφράσεις των ανθρώπων γύρω μου. Ωστόσο, έχω μια φωτογραφία της νεότερης αδελφής μου, από τη λήξη του σχολικού έτους 1967-68. Τότε πια οι αναμνηστικές φωτογραφίες από το σχολείο (“ενθύμιον σχολικού έτους τάδε”) είχαν αρχίσει να καθιερώνονται. Βλέπω, λοιπόν, το όμορφο πρόσωπό της, Μελετώ την έκφρασή της. Είναι χαρούμενη. Κάθεται στο θρανίο και φορά τη σχολική “ποδιά”. Το βλέμμα της είναι ζωηρό και σπινθηροβόλο. Στο ανεπαίσθητο μειδίαμά της εκφράζεται η ικανοποίηση και φέγγει μια χαρμόσυνη προσδοκία. Είναι η προσδοκία κάθε παιδιού που δοκιμάζει το βηματισμό του στον χώρο της γνώσης, αλλά και στο χώρο της ζωής. Είναι η πολύτιμη και κρίσιμη στιγμή που πάντοτε θα χρειάζεται την αναγνώριση, τη συμπαράσταση, την ειλικρίνεια, την αγάπη μας».
Σπύρος Ορνεράκης, σκιτσογράφος: Το κατσουνάκι και το ανθρωπάκι
Ο γνωστός σκιτσογράφος Σπύρος Ορνεράκης είχε από τα μαθητικά του χρόνια έφεση στο σκίτσο. Ομως την εποχή που ήταν μαθητής στα Χανιά, όταν σχεδίασε ένα ανθρωπάκι σε μαθητικό τετράδιο, τιμωρήθηκε από τον δάσκαλο. Αλλες εποχές, άλλα ήθη.
Ο ίδιος ο Σπύρος Ορνεράκης διηγείται:
«Θα ξεκινήσω από τα πρώτα μου χρόνια στο σχολείο. Δεν ήμουν ποτέ καλός μαθητής. Εγώ ήμουν ο μαθητής του τελευταίου θρανίου. Εκείνα τα χρόνια τους “κακούς” μαθητές τους τοποθετούσαν στα τελευταία θρανία. Ημουν πάντα στα πίσω θρανία γιατί ήμουν από τους “κακούς μαθητές”.
Η πρώτη ιστορία που θυμάμαι και έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην όλη μου ζωή ήταν όταν ήμασταν στο δημοτικό. Ημουν στην Α’ Δημοτικού και μας έβαλε ο δάσκαλος σε εκείνα τα διπλόρηγα τετράδια, να γράψουμε το αλφάβητο. Στην τάξη εκείνο τον καιρό ήμασταν πάνω από 50 παιδιά. Ημασταν πιτσιρικάδες, τρεις καθόμασταν σε κάθε θρανίο.
Και μας βάζει ο δάσκαλος να κάνουμε το “μ”. Και μας έλεγε: “μια κάθετη γραμμούλα, ένα κατσουνάκι ανάποδα και άλλο ένα κατσουνάκι ανάποδα είναι το μ”. Και αρχίζαμε και εμείς και γράφαμε και γεμίζαμε μία ολόκληρη σελίδα. Εχω φτάσει πια και εγώ, σχεδιάζοντας, μέχρι τη μέση της σελίδας με το γράμμα μ, γραμμή και κατσουνάκια. Κάποια στιγμή λέω: μια και είναι το κατσουνάκι δεν σχεδιάζω στο υπόλοιπο της σελίδας και ένα ανθρωπάκι να κρατάει το κατσουνάκι; Και θυμάμαι πραγματικά που σχεδίασα, στο υπόλοιπο της σελίδας, ένα ανθρωπάκι με το καπελάκι του να κρατάει το κατσουνάκι. Περίμενα εναγωνίως να έρθει η σειρά μου να το δει ο δάσκαλος, να εισπράξω και εγώ το τεράστιο μπράβο γιατί θα ήμουνα ο μόνος που έκανε και μια εικαστική παρέμβαση στη σελίδα του τετραδίου. Πριν χτυπήσει το κουδούνι έχει φτάσει σε εμένα ο δάσκαλος, σκύβει πάνω από το τετράδιό μου και εκεί που περίμενα τύμπανα δόξης, με αρπάζει από τις φαβορίτες, με σηκώνει και μου ρίχνει ένα ξύλο ατελείωτο γιατί είχα λερώσει το τετράδιό μου με ένα… καραγκιοζάκι. “Τι είναι αυτά τα καραγκιοζάκια που κάνεις στο τετράδιό σου και το λερώνεις;”. Και λέω: Η πρώτη μου εμπειρία με αυτήν την υποδοχή που δέχτηκε το σχέδιό μου ήταν αυτή η άθλια; Αλλά, μια ολάκερη ζωή τα σκιτσάκια μου και τα σχεδιάκια μου ήταν αυτά που μου έκαναν παρέα σε όλη μου τη ζωή και αυτά με βοήθησαν. Και αν έκανα κάτι στη ζωή μου, το έκανα μόνο με τα σκιτσάκια μου. Αυτό ήθελα να πω για την πρώτη μου εμπειρία από τα παιδικά μου χρόνια, ότι εισέπραξα ξύλο και μετά τα σκιτσάκια μου μου το ξεπληρώσανε αλλιώς, μου το χρωστούσανε και τους το χρωστούσα και εγώ».
Ο κ. Ορνεράκης θυμάται μια ακόμα ιστορία, «όταν είχε πέσει ο Φαρούκ στην Αίγυπτο και είχε φύγει πολύς ελληνισμός. Στο σχολείο που ήμουν τότε, είχε έρθει ένας σωματοφύλακας του Φαρούκ ο οποίος μας έκανε αγγλικά. Με σηκώνει στο μάθημα και λέει: σε κάθε ερώτηση αν δεν ξέρεις θα αρπάζεις μία ξυλιά (στο χέρι με το χάρακα). Μου έκανε την πρώτη ερώτηση, δεν απαντάω, μία ξυλιά. Μου έκανε την δεύτερη ερώτηση, δεν απάντησα, δύο ξυλιές. Μετά τη δεύτερη, τρίτη και να ήξερα δεν απαντούσα. Αυτός συγκέντρωσε 60 ερωτήσεις, αν θυμάμαι καλά και μου λέει: ανοιξε το χέρι σου να εισπράξεις τους 60 ραβδισμούς. Και έλεγε στα παιδιά από κάτω μετράτε. Είχαν γίνει τα χέρια μου σαν… μαρούλια. Είχε φτάσει γύρω στις 30. Και σηκώνει ένας παιδικός μου φίλος που καθόταν μπροστά, το χέρι του. Και του λέει: “Να “φάω” κύριε εγώ τις υπόλοιπες. Του έδωσε τις υπόλοιπες 30».
«Ηταν δύσκολα χρόνια αλλά σήμερα είναι υπέροχη και η Παιδεία και να χαίρονται τα παιδιά που σήμερα έχουν φωτισμένους καθηγητές και δασκάλους», καταλήγει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΑΚΗΣ, ομοσπονδιακός προπονητής σφυροβολίας: Άλλες εποχές, άλλα ήθη
Mε πολύ “άγχος” και ως μαθητής και ως εκπαιδευτικός θυμάται τις “πρωτιές” του στις σχολικές αίθουσες ο Κώστας Παπαμαρκάκης γυμναστής και προπονητής των Χανιωτών πρωταθλητών της σφυροβολίας.
«Ως μαθητής ήμουν σχετικά καλός αλλά οι συνθήκες της εποχής ήταν πολύ διαφορετικές. Είχα προλάβει στο δημοτικό την ποδιά, τα χαστούκια, τις βέργες, ήταν πιο αυστηροί οι δάσκαλοι. Μετά στο γυμνάσιο διαφοροποιήθηκαν. Όμως αυτό που θυμάμαι πάντα είναι πως στο σχολείο με χαρά πηγαίναμε, δεν είχαμε κακές αναμνήσεις» θυμάται ο συνομιλητής μας.
Μετά από χρόνια ήλθε η ώρα να επιστρέψει στο σχολείο αυτή τη φορά ως εκπαιδευτικός. «Ξεκίνησα να εργάζομαι το 1995 και μπορώ να πω ότι ήμουν και τρακαρισμένος και αγχωμένος γιατί ήταν κάτι άγνωστο. Μπορεί να είχα κάνει μαθήματα στη σχολή αλλά δεν είναι το ίδιο όταν μπαίνεις στην τάξη. Τα παιδιά είναι σκληροί κριτές και για να σταθείς πέρα από την εκπαίδευση που πρέπει να έχεις πρέπει να βγαίνει και από μέσα σου, να το έχεις το “διδασκαλίκι”. Είναι σημαντικό πώς θα προσεγγίσεις τα παιδιά. Πολλοί πάνε πολύ αυστηρά, εγώ δεν είμαι αυτής της σχολής, πιστεύω ότι αν έλθεις δίπλα τους, σε νιώσουν κοντά τους, είναι καλύτερα. Για αυτό και με συγκινεί το ότι προχωράω στον δρόμο και συνέχεια συναντώ μαθητές μου παλιούς που με χαιρετάνε, θέλουν να μου μιλήσουν» αναφέρει. Για τον ίδιο, ο εκπαιδευτικός πρέπει να βάζει όρια, όπως όρια βάζεις και στην οικογένεια και στην ομάδα και στην προπόνηση.
Παρασκευάς Περάκης και Ελένη Φουντουλάκη σχολιάζουν την επικαιρότητα και μπαίνουν… onLine σε ένα ξεχωριστό αφιέρωμα με μικρές ιστορίες εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε σχολεία ακριτικών ή δυσπρόσιτων περιοχών του ν. Χανίων