Η μνήμη μ’ αν δεν μ’ απατά κι άμα δεν κάνω λάθος
ανάμνηση ‘χω μακρινή, εις του μυαλού το βάθος.
Εις τα μικρά τα χρόνια μου, τσι Γερμανούς θυμούμαι
δεν είχα πάει στο σκολειό, αλλά τσ’ αναστορούμαι.
Εις το χωριό ερχότανε, να κυνηγούν αντάρτες
εχάνανε το μπούσουλα και ψάχνανε τσι στράτες.
Κατέβαιναν απ’ το βουνό, που λέγεται Κουτρούλη
κι οι χωριανοί κρυβότανε, μέσα στα σπίθια ούλοι.
Μονάχα τα μικρά παιδιά, εβγαίναμε στο δρόμο
και στρατιώτες βλέπαμε, με όπλα εις τον ώμο.
Κάποια φορά μάς ρώτησαν, στσοι Μύλους πως θα πάνε
κι άλλ’ είπαν πως πεινούσανε και θέλανε να φάνε.
Εις τη Μηλιά σκοτώσανε, το Σηφοδασκαλάκη
πατέρα του Τηλέμαχου, θυμούμαι ντο παιδάκι.
Του παπά Σπύρο ένεκα, εκάψανε τη Λίμνη
μα τούτη η ανάμνηση στο νου δεν έχει μείνει.
Κι άλλα χωριά πυρπόλησαν κι ανθρώπους εσκοτώσαν
Μαλάθυρο και Κάντανο, τα πάντα ερημώσαν.
Μαρτυρικά είναι χωριά, όπως και κάποια άλλα
Κοντομαρί, Κακόπετρο πολλούς επήρ’ η μπάλα.
Στο Λιβαδά και στη Μονή, Κουστογεράκου μέρη
τα δώσαν και τα πήρανε, ένας Θεός το ξέρει.
Κι Εννιά Χωριά κτυπήσανε, Περβόλια και τη Βάθη
αλλ’ ανέ γράψω για νεκρούς, πολλά θα κάνω λάθη.
Και τον ανταρτοπόλεμο, σχεδόν στον τόνο
θυμούμαι σχολιαρόπαιδο που ‘χασα κι ένα χρόνο.
Ο δάσκαλός μας ο Μαθιός, έφυγ’ από το Βλάτος
π’ αντάρτες και καμήληδες, είχαν δικό τους κράτος.
Μάχη ‘γινε στη γειτονιά, που λένε Κουτσουνάρα
ένας κάθε παράταξης νεκρός, Θεού κατάρα.
Όμως εκείν’ η εποχή επέρασε και πάει
μ’ η κρίση που βιώνουμε, το μέλλον μας χτυπάει.