8.4 C
Chania
Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου, 2025

Αναμνήσεις από πολυτάραχα χρόνια: Μία σύντομη αναλαμπή και τα τωρινά χάλια

Εμείς, τα υπολείμματα που υπάρχουμε ακόμα από την προπολεμική γενιά, εζήσαμε πολυτάραχα χρόνια. Εζήσαμε το μεταίχμιο όταν άρχισε νε βελτιούται το οικονομικό, το πολιτιστικό και το κοινωνικό επίπεδο και δυστυχώς βιώνουμε τη διεθνή σημερινή κρίση, που η κακοδιοίκηση και κακοδιαχείριση στη χώρα μας μάς κατέστησαν τον “πιο αδύνατο κρίκο” στην Ε.Ε.
Η χώρα μας στη δεκαετία του 1930, ένα κράτος με έναν αιώνα ελεύθερης ζωής, κατά τον οποίο είχε συνέχεια επαναστάσεις στα σκλαβωμένα ακόμα μέρη του, μα και πολέμους στο ελεύθερο τότε κρατίδιο. Εβίωνε τη διεθνή κρίση ύστερα από το κραχ του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης, μα και επί μέρους υπήρχε ο απόηχος από τη μικρασιατική καταστροφή για την Ελλάδα. Ειδικά στην ύπαιθρο χώρα στα πιο πολλά χωριά, πλην της τρομερής ανέχειας, δεν είχαμε συγκοινωνία, δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαμε επάρκεια νερού (όπου δεν υπήρχανε πηγές).
Ζούσαμε ημιπρωτόγονα. Από υγεία, άμα σπούσαμε κανένα χέρι ή κανένα πόδι το δέναμε με λίγο άβραστο μαλλί προβάτου και ξύλα για να δέσει. Αμα πονούσε το δόντι μας, ο ένας έβγαζε το δόντι του άλλου με τανάλια, μα αν δεν έβγαινε εύκολα, περνούσαμε πυρωμένο σίδερο μέσα από καλαμάκι και το καυτηριάζαμε για να “παγουριάνει” ο πόνος. Αμα αρρωσταίναμε κάναμε γιατροσόφια, φέρναμε τον παπά να κάμει παράκληση, κάναμε τάματα στους Αγίους. Αν τελικά πηγαίναμε σε γιατρό, συχνά ήτανε αργά. Συνήθως πεθαίναμε χωρίς γιατρό και χωρίς φάρμακα.
Από συγκοινωνία, πολλά ορεινά χωριά απείχανε 20 χιλιόμετρα από τον πιο κοντινό σταθμό αυτοκινήτου. Από τηλέφωνα στην επαρχία μου, ήρθε τηλέφωνο στα μεγαλύτερα χωριά αρχές της δεκαετίας του 1930. Από τα μικρά χωριά πηγαίναμε στο μεγαλύτερο χωριό για να τηλεφωνήσουμε.
Στα νεανικά μου χρόνια εζευγάριζα με βόδια. Εσπέρναμε γύρω στις 5 οκάδες κριθάρι την ημέρα. Γύρω στις 6 οκάδες σοδειά βγάζαμε από κάθε οκά σπόρου. Υπολόγιζα ότι γύρω στις 4 οκάδες καρπό πληρωνόταν το μεροκάματό μας. Ισως παραπάνω, ίσως παρακάτω. Αυτά βέβαια για τα φτωχά εδάφη της σφακιανής “γιαλιάς”. Ασύμφορη λύση, μα δεν υπήρχε καλύτερη.
Το τσιμέντο κυκλοφορούσε από τις αρχές του 20ού αιώνα, μα δεν κυκλοφορούσε χρήμα και ελάχιστα σπίτια μπορούσανε να είναι με κεραμίδια, μα συνήθως είχαμε χωματοστεγές και συχνά άμα έβρεχε μπάζανε νερά.
Υστερούμαστε τότε σε τροφή ποσοτικά και ποιοτικά. Υστερούμαστε σε ένδυση και υπόδηση. Εμείς τα παιδιά συχνά είμαστε ξυπόλυτα μέχρι την εφηβεία. Η μεγάλη φτώχεια ήτανε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με αποκορύφωμα βέβαια τα χρόνια που μας είχανε κατοχή οι υπερβάρβαροι του ναζισμού.
Μόλις έφυγε το αβάσταχτο μίασμα του ναζισμού από πάνω μας άρχισε αρχικά η εταιρεία ΕΜΕΛ για λίγους μήνες και στη συνέχεια η ΟΥΝΡΑ και φέρνανε δωρεάν τρόφιμα (στάρι, όσπρια, κοσερβικά κ.ά.) και κάπου – κάπου παπούτσια και ρούχα συχνά μεταχειρισμένα, μα επιθυμητά στα τότε δεδομένα. Αρχισαν τα πρώτα βήματα προσπάθειας για ανασυγκρότηση και επανίδρυση του κράτους, μα άρχισε και ο εμφύλιος πόλεμος και έγινε ένα μεγάλο εθνικό πισωγύρισμα από αυτή την εσωτερική αιμορραγία και την αυτοκαταστροφή.
Μετά το τέλος του εμφυλίου άρχισε δειλά – δειλά να συνέρχεται η Ελλάδα. Αρχές της δεκαετίας του 1950 δίνανε καμιά φορά μικροποσά 10.000 – 15.000 για το έργο υποδομής από το πρόγραμμα “Πρόνοια – Εργασία”. Επληρώνετο με 10 δραχμές το μεροκάματο, τότε που έπαιρνες με το δεκάρικο κάτι παραπάνω από μια οκά ψωμί, μα πηγαίναμε και δουλεύαμε και για το δεκάρικο, αφού δεν είχαμε να κάνουμε κάτι καλύτερο, μα μας παρακινούσε και η σκέψη ότι κάναμε έργο υποδομής (δρόμους, υδατοδεξαμενές ή κάτι ανάλογο). Μπορώ όμως να πω ότι τα δέκα χιλιάρικα ήτανε περισσότερο αισθητά στην τοπική οικονομία, γιατί εδώ μένανε και κάνανε κύκλο, από όσο γίνεται τώρα αισθητό έργο εκατομμυρίων που μπαίνουνε στην τσέπη του εργολάβου και των μεταναστών εργατών του και σε μας μόνο το έργο μένει, μα τα ευρώ αλλού πάνε.
Οι δεκαετίες 1960 – 1970 ήτανε περίοδος ανατάσεως του βιοτικού, πολιτιστικού και κοινωνικού επιπέδου. Εγιναν έργα υποδομής. Δρόμοι, υδρεύσεις, ηλεκτροφωτισμός κ.ά. Εφύγανε μετανάστες πολλοί στη Δ. Ευρώπη για εργάτες και για Αυστραλία και Αμερική για μόνιμη εγκατάσταση. Αναπτύχτηκε η εμπορική μας ναυτιλία και πήγανε πολλοί και στα πλοία. Αρχίσανε να έρχονται εμβάσματα. Αρχισαν να υπάρχουνε θέσεις εργασίας και να πληρώνεται το μεροκάματο κανονικά. Ομως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγιναν δάνεια και εξεδόθηκαν ομόλογα και γίνανε κάποιες κοινωνικές παροχές. Εγινε πενθήμερη η εβδομαδιαία εργασία. Εγιναν Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία και άλλα Ν.Π.Δ.Δ. Τόσο χρήσιμα για τον λαό και τόσο ευχάριστα. Δεν είχε όμως η χώρα την ανάλογη οικονομική ωριμότητα και από τότε άρχισε η κατάρρευση της εθνικής οικονομίας.
Οι πολίτες εθεώρησαν εαυτούς “νεόπλουτους” και γίναμε καταναλωτική κοινωνία και σπαταλούσαμε σε πολυτέλειες. Και ο χωρικός, ενώ θα μπορούσε με το αγροτικό να εξυπηρετεί τις αγροτικές του ανάγκες και να πηγαίνει και στη βόλτα του, αγόρασε και επιβατικό για τα πανηγύρια και σε πολλά σπίτια είναι όσοι ενήλικοι τόσα αυτοκίνητα. Σε κάθε κάμερα και τηλεόραση, από την παιδική ηλικία καθένας έχει το κινητό του τηλέφωνο. Δεν καταδεχόμαστε να δουλέψουμε χειρωνακτικά ούτε στην περιουσία μας. Ξένοι μαζεύουν τα προϊόντα μας και ξένοι τα ωφελούνται, μα εμείς τα υστερούμαστε και δε συσχετίζουμε τα έσοδά μας με τα έξοδά μας να είναι ανάλογα. Μα εμείς που πιστέψαμε κάποτε ότι γίναμε υστερόπλουτοι, δεν μπορούμε τώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι οι κυβερνήσεις μας, όλες ανεξαιρέτως από τη δεκαετία του 1980, εργαστήκανε για προσωπικά, για κομματικά και για συμφέροντα ημετέρων και κακοποιήσανε και ταπεινώσανε και χρεωκοπήσανε το κράτος και τους πολίτες τους καταντήσανε νεόφτωχους. Οι πολιτικοί μας, όσοι δεν ενέχονται οι ίδιοι σε κλεψιές και απάτες, έχουν ένοχη ανοχή, αφού τα βλέπανε και δεν αντιδράσανε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα