«Την Ανάστασιν Σου Χριστέ Σωτήρ
Aγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς
και ημάς τους επί γης και καταξίωσον
εν καθαρά καρδία υμνείν και δοξάζειν»
Στο πλάι τ’ Αποκόρωνα, ειν’ τα Νεροπαϊδόχωρα. Εκεί στον τόπο που μεγάλωσα να περπατώ μ’ αρέσει γιατί μοιάζει με τον παράδεισο και βρίσκομαι στη μέση. Ιδιαίτερα τις μέρες αυτές της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης, το ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ, όπου αναβιώνουν ήθη και έθιμα και δίνουν ένα ιδιαίτερο «χρώμα» στην εορταστική αυτή περίοδο.
Πριν έρθει κιόλας η Μεγάλη Εβδομάδα μαζευόμασταν στον Άη-Γιώργη και στην Αγία Μαρίνα και παίζαμε την καμπάνα, παρά τις διαμαρτυρίες των γειτόνων, για να διαλαλήσουμε ότι έρχεται η Λαμπρή και να ορδινιαστούμε. Εμείς τα Νεροπαϊδοχωριανάκια αρχίζαμε να μαζεύουμε τα ξύλα του Ιούδα, και τα συγκεντρώναμε πρώτα στην αυλή των εκκλησιών, στην Αγία Μαρίνα και στον Άγιο Γιώργη και στη συνέχεια τα Παϊδοχωριανάκια τα πηγαίναμε πάνω από την εκκλησία, στον «Όφανο».
Σαν έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα, από την Κυριακή των Βαγιώ, οι εκκλησιές γινόταν το μελισσοκόφινο του χωριού. Μικροί και μεγάλοι, αγόρια και κοπελιές, μαζευόμασταν για όλες τις ετοιμασίες και τον προγραμματισμό των ημερών της Μεγάλης εβδομάδας και της Λαμπρής.
Κάθε βράδυ στ’ «Αυγικά» γέμιζαν οι εκκλησίες και μετά οι καμπάνες δεν είχαν σταματημό, «έβραζαν» (πύρωναν από το πολύ παίξιμο). Και οι καμπάνες των χωριών μας ακούγονταν σ’ όλο τον Αποκόρωνα, τουλάχιστον έτσι νομίζαμε.
Τα βράδια και όλη τη νύχτα ανάβαμε φωτιές, φυλάγαμε τα ξύλα να μην έρθουν να μας τα κάψουν παιδιά από τα γύρω χωριά. Θυμάμαι ιστορίες, που συνέλαβαν στο Νεροχώρι υποψήφιο εμπρηστή με μπετόνι βενζίνης στα χέρια και τον απείλησαν να τον βάλουν επάνω στα ξύλα και να τον κάψουν «σαν τον Ιούδα» και ο ίδιος ακόμα θα χτυπά η καρδιά του. Τη γλύτωσε όμως.
Θυμάμαι κι άλλες πολλές τρέλες. Δεν αφήναμε αγγινάρες και κουκιά στους κήπους των χωριανών και ξύλα στις αυλές τους. Αυτές ήταν οι αμαρτίες μας. Ο θεός μας συγχωρούσε κι ας μας έβριζαν οι αφεντικοί.
Την Μεγάλη Πέμπτη όπου διαβαζόταν τα Δώδεκα Ευαγγέλια (άσχετα αν έβαζαν καμιά φορά τον «Ελκόμενο επί κρημνούς» αείμνηστο Παπανικολή να τα ξαναπεί από την αρχή) υπήρχε το αδιαχώρητο. Το ίδιο και τη Μεγάλη Παρασκευή, όπου έψαλαν τον Επιτάφιο.
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο…»
«Ω γλυκύ μου έαρ γλυκύτατον μου τέκνον, που έδει σου το κάλλος…»
«Έρραναν τον τάφον οι Μυροφόροι μύρα …»
Κορίτσια Μυροφόρες έρραναν τον Τάφο. Μετά γινόταν η περιφορά του Επιταφίου, στο Νεροχώρι μέχρι το Νεκροταφείο. Στο Παϊδοχώρι γύρω στο χωριό. Γυρνούσαμε στην εκκλησία εκάναμε αιτήσεις για τους νεκρούς μας. Στο τέλος περνούσαμε από κάτω από τον Επιτάφιο, ευχόμενοι και του χρόνου.
Τότε κάνανε, κάθε χρόνο, Επιτάφιο και στο Νεροχώρι και στο Παϊδοχώρι. Υπήρχε κόσμος πολύς τότε στα χωριά μας και γέμιζαν τις αυλές των σπιτιών παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Τη Μεγάλη Παρασκευή οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα (νεκρικά). Οι γυναίκες πήγαιναν στα Νεκροταφεία πρώτα να θυμιάσουν τους νεκρούς και ν’ ανάψουν το καντήλι τους. Πήγαιναν και σε όλα τα εξωκλήσια, ακόμα και στα διπλανά χωριά. Τα παιδιά γυρνούσαν με την Εικόνα της «Σταύρωσης του Χριστού» και έλεγαν τα «Πάθη του Χριστού» σ’ όλο το χωριό και οι μανάδες και γιαγιάδες μας που τ’ άκουγαν δάκρυζαν:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
………………………………………
κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της
………………………………………
κι όποιος ακούει σώνεται κι όποιος τα λέει αγιάζει»
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, τα μεσάνυχτα, γινόταν η Πρώτη Ανάσταση και καίγαμε τον Ιούδα. Το κάψιμο του Ιούδα αποτελεί ένα ξεχωριστό έθιμο. Συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου που θέλει να θαυμάσει την τιμωρία του φιλάργυρου προδότη.
Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης που πρόδωσε τον Ιησού για τριακόσια αργύρια έχει γίνει το αρχέτυπο του προδότη και αναβιώνει ποικιλοτρόπως σε όλα τα μέρη ανά την Ελλάδα. Λειτουργεί ως ένα είδος παραδειγματικής τιμωρίας της προδοσίας και η μορφή του Ιούδα που παραδίνεται στις φλόγες, μας κάνει να πιστεύουμε ότι παρασύρει στην πυρά οποιαδήποτε μορφή προδοσίας.
Από τα αποκαΐδια του Ιούδα έπαιρναν κάρβουνα για να ανάψουν τον φούρνο οι νοικοκυρές να ψήσουν τα λαμπριάτικα καλιτσούνια και το Άγιο Φώς που παίρναμε από το κερί του παππά, το «Ανέσπερο Φώς», το μεταφέραμε στα σπίτια μας κάνοντας σταυρό με τη φλόγα του κεριού στις εξώπορτες και στη συνέχεια ανάβαμε το καντήλι στο εικόνισμα, το οποίο φρόντιζαν να μη σβήσει για σαράντα ημέρες, μέχρι της Αναλήψεως.
Αυτά γίνονταν στα Νεροπαϊδόχωρα τότε που τα χωριά μας είχαν ζωή, που κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά, τότε που το Δημοτικό Σχολείο Νεροχωρίου είχε περισσότερα από ογδόντα παιδιά. Τότε που νηστεύαμε πενήντα μέρες και με το άκουσμα του «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» βγάζαμε από την τσέπη μας τα καλιτσούνια και τα κουλούρια που μας είχε δώσει η Αγιασμένη η ΜΑΝΑ μας , η οποία μας είχε διδάξει τη νηστεία, τις μετάνοιες, την προσευχή, αν και ήταν αγράμματη. Για χαιρετισμό έλεγαν για σαράντα ημέρες «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» για να απαντήσεις «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» και αλλοίμονο σου και σε συναντούσε η Μακρέ-Μαρία και έλεγες «Καλημέρα» και όχι «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
Η πίστη σφράγιζε τη ζωή και των μικρών και των μεγάλων και της έδινε νόημα και χαρά.
Τότε που φορούσαμε μπαλωμένα ρούχα και αν είμαστε τυχεροί αγγινιάζαμε ρούχα ή παπούτσια την ημέρα της Λαμπρής.
Τώρα τι κάνουμε; Πως διατηρούμε την παράδοση μας τα ήθη και τα έθιμα μας;
ΒΑΣΤΑ ΓΕΡΑ ΠΑΝΤΕΡΜΗ ΚΡΗΤΗ και ψάλλε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρηνθώμεν λαοί. Πάσχα κυρίου Πάσχα».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
– ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ