Α. Αντί προλόγου
Χρόνια του μεσοπολέμου του περασμένου αιώνα, στα Δυτικά Σφακιά. Ένα μικρό βοσκοχώρι, ο Αγιος Ιωάννης, σκαρφαλωμένο στις παρυφές των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο 700 μέτρων, πάλευε για την επιβίωσή του. Αναστορούσε μέρες παλιές, μέρες που η απογραφή του 1821 το βρίσκει με 353 κατοίκους, και το 1828 με μόλις 182, λόγω των απωλειών της Επανάστασης που άρχισε το 1821 (Ιστορία των Σφακίων Γρ. Παπαδοπετράκη, 1888)…
Β. Ο παπα-Γιώργης1
…Εκείνα λοιπόν τα πέτρινα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και ενωρίτερα, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μικρό βοσκοχώρι ιερουργούσε ο παπα-Γιώργης. Ανθρωπος που τιμούσε το ιερό σχήμα που περιεβλήθη, σε εποχές που το λειτούργημα του ιερέως ήταν εντελώς άμισθο! Η μεγάλη πίστη που τον ώθησε να περιβληθεί την ευλογία του ιερού σχήματος, του έδωσε -κατά τις αφηγήσεις των γεροντότερων- δύναμη ευχής και ιδιότητες που δεν είχαν οι λοιποί ιερωμένοι της Επαρχίας. Το όνομά του περιβάλλεται από τον απόηχο σχετικών συμβάντων, που αποδείκνυαν την ιδιαιτερότητα του σεμνού ιερέα. Για τους λόγους αυτούς, απολάμβανε της γενικής αποδοχής και εκτίμησης στο χωριό του αλλά και στην Επαρχία ολόκληρη.
Λέγεται μάλιστα, ότι την τελευταία νύχτα της παραμονής του στη Μονή Πρέβελη όπου χειροτονήθηκε ως ιερέας, είδε ένα όνειρο: Βρισκόταν στην εξοχή, μια νύχτα με πανσέληνο. Αίφνης, το φεγγάρι ολόγιομο, αποσπάστηκε από τη θέση του, κατέβαινε αργά-αργά και χώθηκε στην αγκαλιά του, λούζοντάς τον με ένα δυνατό φως, που φώτισε τον περίγυρό του. Ο ηγούμενος της Μονής -στον οποίο αφηγήθηκε το όνειρό του- το ερμήνευσε ως θεία επιφοίτηση.
Ιερουργούσε και στα γύρω χωριά, και κάποιες φορές στη Γαύδο, καθώς στο απομονωμένο νησί δεν υπήρχε ιερέας, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, και όταν εύρισκε κάποιο καΐκι να τον μεταφέρει. Σημειώνεται, ότι, από τη βεράντα του σπιτιού του φαίνεται άπλετα η επιμήκης γαλαζωπή θωριά του νησιού. Όταν συνέβαινε να πεθάνει κάποιος Γαυδιώτης, και επειδή ήταν αδύνατη η πληροφόρηση και η άμεση μετάβαση του παπα-Γιώργη για να κατευοδώσει τον μεταστάντα, είχε έρθει σε συνεννόηση με τους κατοίκους του νησιού, και άναβαν τρεις μεγάλες φωτιές την ώρα της κηδείας, σε ορισμένο σημείο, ορατό από τον Αη-Γιάννη και τη βεράντα του ιερέα.
Τούτες οι φωτιές, άναψαν πολλές φορές, τα χρόνια εκείνα του μεσοπολέμου, αλλά και ενωρίτερα. Τότε, ο σεμνός ιερωμένος, στη θέα τους, φόραγε αμέσως το πετραχήλι του, άνοιγε το Ευαγγέλιο και άρχιζε τη νεκρώσιμη ακολουθία για τον κηδευόμενο εκείνη τη στιγμή Γαυδιώτη. Σαφώς και δεν γνώριζε την ταυτότητα του μεταστάντος. Έψελνε λοιπόν και απεύθυνε δέηση στον Κύριο:
«Ανάπαυσον Κύριε την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου Σου…». Ο ίδιος, δεν γνώριζε, υπέρ ποίου ήταν η δέηση. Ο Κύριος ήξερε!
Το γεγονός τούτο έχει μείνει ως “θρύλος” στη Γαύδο και είναι ζωηρή η ανάμνησή του, όπως διαπίστωσε ο γράφων σε πρόσφατη μετάβασή του στο νησί. Και ίσως αποτελεί μοναδικότητα στην Κρήτη αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, να ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία από την αντίπερα του κεκοιμημένου, όχθη!
Ο παπα-Γιώργης εκοιμήθη το 1941…
Γ. Επίλογος
…Ο Αη-Γιάννης σήμερα, αριθμεί μόλις 9 μόνιμους κατοίκους. Έρμαιος της φθοροποιούς βεντέτας, της δυσκολίας επιβίωσης των κατοίκων στον πέτρινο οικότοπό τους, αλλά κυρίως της αδιαφορίας της επίσημης Πολιτείας για αρκετές δεκαετίες. Ας έχει προσφέρει στην Πολιτεία σε όλους τους Τομείς ο Αη-Γιάννης, είχε πάντα μόνο υποχρεώσεις. Στα δικαιώματα, έμενε τελευταίος.
Και μόνο χάρις στην προσφορά των συγχωριανών Αδελφών Βαρδινογιάννη με την τοποθέτηση της γνωστής γέφυρας στο φαράγγι της Αράδενας, αξιώθηκε το χωριό αυτό να δει αυτοκίνητο, στο λυκόφως του 20ου αιώνα.
Σήμερα, με πόρτες κλειστές ανεπιστρεπτί, αναστοράται τα παλιά και αναλογίζεται τι έχασε… τι έχει… τι του πρέπει, ψελλίζοντας με πίκρα τη μαντινάδα:
Στον Αη-Γιάννη όντε θα πας, μέτρα τσοι ποθαμένους,
να δεις πώς ήταν το χωριό σε χρόνους περασμένους…
————-
1. Παπα-Γιώργης: Πρόκειται για τον παπα-Γιώργη Πολυράκη (γνωστό ως παπα-Πολύρη), παππού του γράφοντος.
*γεωπόνος – συγγραφέας