Eίναι πλέον οφθαλμοφανές ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν ισχυροποιηθεί οι τάσεις πολιτικής αποξένωσης. Πρόκειται για μία διαδικασία όπου ορισμένες κοινωνικές ομάδες δεν συμμετέχουν ενεργά και σταθερά στην πολιτική, στις συλλογικές δράσεις υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος αλλά και στην εκλογική διαδικασία.
Εν ολίγοις, ετερογενείς ομάδες του πληθυσμού και συνεπώς στρώματα του εκλογικού σώματος έχουν αποστασιοποιηθεί, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, από την ενασχόλησή τους με την πολιτική ενώ όταν αυτές οι ομάδες αποφασίζουν να ενταχθούν η εμπλοκή τους είναι ευκαιριακή και περισσότερο συναισθηματική. Προφανώς μέρος του πληθυσμού είναι ευλόγως απογοητευμένο από την κυρίαρχη πολιτική όπως αυτή εφαρμόστηκε όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και στους τοπικούς κοινοτικούς σχηματισμούς.
Η αποστασιοποίηση αυτή ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Είναι η περίοδος της ιστορικής συναίνεσης της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό στη βάση της άκρατης υποστήριξης των αγορών και της πιστωτικής ανάπτυξης, η οποία οδήγησε σταδιακά στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των πολιτικών υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος.
Το κομματικό σύστημα της χώρας αλλά και το τοπικό παραταξιακό υποσύστημα, οφείλουν και πρέπει να προσπαθήσουν να εντάξουν ξανά τους πολιτικά αποξενωμένους και απογοητευμένους στη πολιτική διαδικασία προκειμένου να θωρακιστεί η Δημοκρατία.
Αυτό, όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο διαμέσου ενός ξεκάθαρου πολιτικού προγράμματος το οποίο θα αναδεικνύει και θα ενισχύει τις τοπικές κοινότητες και ιδιαίτερα τους κοινωνικά και πολιτικά περιθωριοποιημένους.
Αλλά, ταυτόχρονα, και ενός πολιτικού Λόγου ο οποίος δεν θα επενδύει στο συναίσθημα, στην περαιτέρω ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων και στη κατασκευή διαιρέσεων που ανακυκλώνουν την αποστασιοποίηση.