«Τις εστίν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον;» (Ψαλμ. 88,49)
Κάθε φορά που πιάνουμε στα χέρια μας μια τοπική εφημερίδα, οι περισσότεροι τρέχουμε στα “Κοινωνικά” όπου οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Καθημερινά διαβάζουμε για κηδείες μικρών ή μεγάλων, ή (κακώς) όπως γράφουν μερικοί «πλήρης ημερών»! Και, προσωπικώς, διερωτώμαι από ποια ηλικία αρχίζει το «πλήρης ημερών»;
Γιατί, ντρέπονται οι δικοί του να γράψουν την ηλικία του; Επιτέλους, ας μην γράψουν καθόλου ηλικία.
Μακρύς, λοιπόν, ο κατάλογος αυτών, που, με οποιοδήποτε τρόπο και ηλικία, φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο. Μια φυγή, που δεν προϋποθέτει ηλικία, πλούτη, αξιώματα, κάλλη και δόξα. Ολοι είμαστε υποψήφιοι αυτής της φυγής, όπως θα μας το επιβεβαιώσει και ο απόστολος Παύλος «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν» (Εβρ. 9,27). Σχετικό είναι και το επιβεβαιωτικό ερώτημα του προφήτη Δαβίδ «Τις εστίν άνθρωπος ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον;» (Ψαλμ. 88, 49).
Δυστυχώς, παρ’ όλη αυτήν την πραγματικότητα που καθημερινά βιώνομε δεν διδασκόμαστε για την προσκαιρότητα και την φθορά μας και, το κακό, δεν διδασκόμαστε με την αναπόφευκτη ώρα του θανάτου για να επαληθευθούν τα λόγια του σοφού Σολομώντα «απαιδεύτοις συναντά θάνατος» (Παροιμ. 24,8). Επιμένουμε στα έργα της φθοράς. Θαμπωνόμαστε από την επίγεια δόξα, τα κοσμικά -εκκλησιαστικά και λαϊκά- αξιώματα, φιέστες, αυτοκρατορικές υποδοχές, που θα ζήλευε κι αυτός ο Πάπας(!) γονυκλισίες, δουλικότητες, κολακίες, σπατάλες εκατομμυρίων, ενώ ο πλείστος κόσμος πεινάει. Ακόμα και οι κηδείες έχουν πάρει έναν κοσμικό χαρακτήρα, όλα πακεταρισμένα, όλα φορμαρισμένα και οι, τάχα, συμμετέχοντες, άσχετοι, κουβεντιάζοντες και υποκρινόμενοι μπροστά στον πόνο και στον σπαραγμό των πενθούντων.
Μια ματαιότης. Ενας αντίθετος φορμαλισμός. Μια ψυχική παγερότης που δεν έχει καμιά σχέση με τον σπαραγμό και το μυστήριο του θανάτου. Θεοποίησις των όσων «ουχ υπάρχει μετά θάνατον» (Εξόδιος Ακολουθία), ένας παράξενος εγωισμός να μην υπακούεις στην τραγικότητα του θανάτου και του δι’ αυτού πόνου.
Μια θανάσιμη χαμαιζηλία, και στις φρικτές ώρες του θανάτου και του πένθους. Καμιά συναίσθηση τι περιμένει κι εμάς τους ζώντες και περιλειπομένους (Α’ Θεσσ. 4,17).
Δυστυχώς, γιατί δεν μας τρομάζει; Γιατί δεν μας διδάσκει και γιατί δεν μας συγκρατεί από την εν ζωή, και κατά θάνατον, και μετά θάνατον η αλαζονεία μας, ο λόγος του Θεού, οι Αγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας και αυτή ακόμη η εξόδιος Ακολουθία, όπως π.χ. το σχετικό νεκρώσιμο στιχηρό; «Οία η ζωή ημών εστίν, άνθος και ατμίς τε και δρόσος εωθινή αληθώς. Δεύτε ουν κατίδωμεν επί τους τάφους τρανώς. Πού το κάλλος του σώματος; Και πού η νεότης; Που εισί τα όμματα και η μορφή της σαρκός; Πάντα εξηράνθη ως χόρτος, πάντα ηφανίσθησαν. Δεύτε τω Χριστώ προσπέσωμεν εν δάκρυσιν;» (Μέγα Ευχολόγιον).
Ας τα ακούσομε όλοι μας, ξεχωριστά αυτοί που ρέπουν στα επίγεια και φθαρτά. Στις φιέστες. Στις φανφάρες. Στις επιδείξεις και χρυσοπόρφυρες αμφιέσεις.
Ο αληθινός Χριστιανός, κληρικός (προπάντων) ή λαϊκός θα πρέπει να πολεμά και μετά βδελυγμίας να αποστρέφεται την ματαιοδοξία, την χλιδή και την «κενή απάτη» (Κολασ. 2,8). Κάθε ματαιοδοξία, κάθε φιέστα ακόμα και μετά θάνατον, όπου βλέπουμε πολυτελείς και πολυέξοδες κηδείες με επικηδείους όλο ψευτιές και εγκώμια(!) που όταν ζούσαν οι ίδιοι οι λαλίστατοι τους πετροβολούσαν…
Εκείνο που πρέπει να απασχολεί τον χριστιανό είναι ζων και μετά θάνατον να ζει το του Αγίου αποστόλου Παύλου «συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσσ. 4,17). Μα ο Κύριος δεν πηγαίνει στους μάταιους και «επιφανείς», μάλιστα όπως είπε ο ίδιος «το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού» (Λουκ. 16,15). Και μη ξεχνάμε να ζούμε τα σωτήρια λόγια: «Η καρδία μου προς Σε, Λόγε, υψωθήτω και ουδέν θέλξει με, των του κόσμου τερπνών προς χαμαιζηλίαν» (Αναβαθμ. Δ’ Ήχου).