6.4 C
Chania
Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου, 2025

Αναπολώντας τα παλιά

Μέρος πρώτο

Έφυγε… πάει και το μελαγχολικό φθινόπωρο με τις ζείδωρες βροχούλες του, τις επίμονες καταχνιές του, τα πανέμορφα δειλινά του και τις εναλλακτικές σε χρώματα, δροσοστάλακτες αυγούλες του.
Την θέση του τώρα την έχει πάρει ο γέρο χειμώνας, όπως τον αποκαλούμε, με τα χιόνια του, τα δρολάπια του, τις βροχές του και τα τσουχτερά κρύα του.
Τώρα, κι είναι αλήθεια αυτό, ότι οι ατελείωτες νύχτες του που έως ότου περάσουν να προβάλει η ροδαυγή, είναι κάπως κουραστικές, περισσότερο για τους ηλικιωμένους ανθρώπους, που ο ύπνος τους δεν διαρκεί πολλές ώρες.
Τα ξεροβόρια του που κρατάνε πολλές φορές σε διάρκεια καμιάς εβδομάδας, φέρνουν και κείνα με τη σειρά τους κάποια μικρή μελαγχολία. Ειδικότερα στους ανθρώπους που ζούνε στην ύπαιθρο γιατί εκεί το κρύο είναι κάπως πιο τσουχτερό.
Τα χιόνια όμως, μπορεί να σκεπάζουν πολύ μεγάλες εκτάσεις για πολλές μέρες, δίνοντάς τους την εικόνα ενός απέραντου νεκροταφείου και να φέρνουν παγωνιά, που πολλές φορές δεν αντέχεται, πάντοτε όμως είναι ευπρόσδεκτα.
Ξέρει ο άνθρωπος από καταβολής κόσμου ότι όταν χιονίσει κι ασπρίσουν τα βουνά και οι κάμποι κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού, φωλιάζει η ελπίδα της ζωής, που θα ανθίσει την άνοιξη σε κάθε γωνιά, γιομίζοντας συγχρόνως τις υπόγειες δεξαμενές της γης με νερό, την πηγή της ζωής.
Χειμώνας… μια εποχή του χρόνου με τις δικές του χαρές και τις ιδιαιτερότητές του, που πολλούς ανθρώπους, ειδικότερα στις μεγάλες πολιτείες τους τρομάζει περισσότερο για την πολυέξοδη ζεστασιά τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση βέβαια βοηθάει πολύ και η σημερινή οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας, που ως γνωστό έχει φέρει σε αδιέξοδο και απόγνωση πολλούς ανθρώπους κάθε ηλικίας, φθάνοντας στο θλιβερό αποτέλεσμα, τόσο της κατάθλιψης και πολύ περισσότερο της αυτοκτονίας. Ποιος φταίει για την εξέλιξη των πραγμάτων την καθόλου ευχάριστη; Εγώ δεν μπορώ να απαντήσω. Κι όμως τις παλιές εποχές, ειδικότερα στα ορεινά χωριά της πατρίδας μας, ο χειμώνας για τους γεωργούς και για όλους τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, ήταν η πιο αγαπητή εποχή του χρόνου.
«Ο καλός νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται» λέει μια σοφή παροιμία του λαού μας. Και πράγματι αγαπητοί μου, αυτή ήταν η αλήθεια και τούτο γιατί τα παλιά χρόνια που τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, όλες τις άλλες εποχές του χρόνου, η κάθε φαμελιά δεν σταματούσε να συλλέγει και να αποθηκεύει διάφορα αγαθά, όπως σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, καυσόξυλα κ.λπ., ακριβώς για να περάσουν το χειμώνα αμέριμνοι. Το χειμώνα άλλωστε η γη δεν παράγει σχεδόν τίποτα, αλλά και οι αντίξοες συνθήκες του δεν επιτρέπουν σε κανέναν να προβεί σε καμία εργασία στην ύπαιθρο. Τότε βέβαια ο χειμώνας ήταν κάπως προβλέψιμος. Ήξεραν οι άνθρωποι της υπαίθρου πότε περίπου αρχίζει και πότε τελειώνει, πόσες φορές περίπου θα χιονίσει κ.λπ. και έκαναν οι άνθρωποι το κουμάντο τους. Σήμερα όμως με την αλόγιστη παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση έχουν αλλάξει τα δεδομένα και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που πρέπει πάση θυσία ν’ αντιμετωπιστεί, πριν να είναι πάρα πολύ αργά.
Ο χειμώνας τότε, αγαπητοί μου φίλοι, για τις κοπελιές, ειδικότερα του χωριού μας, ήταν η καλύτερη εποχή του χρόνου, το χειμώνα περίμεναν να στήσουν τον αργαλειό τους να υφάνουν τα προικιά τους, γιατί την εποχή αυτή δεν είχαν να κάνουν κάποιες άλλες εργασίες και ως εκ τούτου είχαν απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή τους. Έπειτα τα προικιά ήταν το πρώτο μέλημα της κάθε κοπελιάς. Το χειμώνα λοιπόν έστηναν τον αργαλειό τους σε κάποια απόμερη γωνιά του σπιτιού τους και αυτό για να μην τους απασχολούν οι υπόλοιποι της οικογένειας με διάφορες ερωτήσεις. Όταν δεν έκανε πάρα πολύ κρύο, έπαιρναν ένα μικρό μαγκάλι γεμάτο με κάρβουνα και το τοποθετούσαν κοντά στα πόδια τους να ζεσταίνονται κάπως, κι ασταμάτητα σιγοτραγουδώντας σχεδόν όλη τη μέρα, ύφαιναν. Το θυμάμαι καλά αυτό, αγαπητοί μου, τότε από όποια γειτονιά του χωριού κι αν περνούσες, άκουγες κοπελιές να σιγοτραγουδάνε και το χτένι του αργαλειού τους να χτυπάει ρυθμικά.
Τώρα, τις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, οι κάτοικοι των χωριών μαζευότανε από τ’ απόβραδο, πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο της κάθε γειτονιάς να περάσουν λίγες ώρες συζητώντας αστειευόμενοι, ψήνοντας κάστανα στη φωτιά του τζακιού, πατάτες και κρεμμύδια πολλές φορές. Όμως και ‘κει οι κοπελιές δεν καθότανε με σταυρωμένα τα χέρια. Φεύγοντας από το σπίτι τους έπαιρναν μαζί τους και το πλεκτό με το βελονάκι τους κι έπλεκαν διάφορα, όπως τραπεζομάντηλα κ.λπ. Άλλες πάλι, κεντούσαν διάφορα σεμεδάκια και άλλα, σωστά αριστουργήματα που σίγουρα θα τα ζήλευε η αράχνη για την πιτηδειοσύνη τους αν τα έβλεπε, και μάλιστα κάτω από το ελάχιστο φως της λάμπας ή του λυχναριού. Οι μεγαλύτερες δε σε ηλικία γυναίκες, άλλες έγνεθαν στη ρόκα τους κι άλλες έπλεκαν κάλτσες, μάλλινα πουλόβερ ή φανέλες κ.λπ. Οι άντρες του χωριού συναθροίζονταν στα καφενεία παίζοντας συνήθως πρέφα ή διάφορα άλλα παιχνίδια της τράπουλας, πίνοντας τσίπουρο, αστειευόμενοι. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να δώσουν λύσεις σε διάφορα προβλήματα που τους απασχολούσαν, π.χ. τη διάνοιξη κάποιου αγροτικού δρόμου, ρίχνοντας πολλές φορές κυβερνήσεις ή κοινοτικά συμβούλια, ανεβάζοντας άλλα της αρεσκείας τους, καταδίκαζαν ή αθώωναν ανθρώπους με τα δικά τους βέβαια κριτήρια, με έντονες αντιπαραθέσεις όχι λίγες φορές κ.λπ.
Δεν περνούσε όμως ο χειμώνας για όλους το ίδιο, ξέγνοιαστος κατά κάποιον τρόπο. Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων στα χωριά κι αυτοί ήταν οι κτηνοτρόφοι, δεν τον έβλεπαν το χειμώνα και με πολύ καλό μάτι και τούτο γιατί τα ζώα τους δεν έβρισκαν το απαραίτητο χόρτο να βοσκήσουν. Βέβαια και αυτοί έκαναν τις ανάλογες προμήθειες, αλλά πολλές φορές δεν ήταν αρκετές. Εδώ θα αλλάξω κάπως την διήγηση του σημερινού μας άρθρου και θα σας περιγράψω πως έβλεπαν το χειμώνα οι κτηνοτρόφοι στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Ρούμελη, ν’ αλλάξει κάπως και η διάθεσή μας.
Τότε οι τσοπάνηδες λόγω της εργασίας τους δεν πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία να λειτουργηθούν γιατί τα γιδοπρόβατα δεν ξεχωρίζουν μέρες, σκόλες ή καθημερινές, κάθε μέρα θέλουν τον τσοπάνη τους κοντά τους να τα βόσκουν και να τα προσέχουν. Γι’ αυτό το λόγο στην εκκλησία πήγαιναν δύο φορές το χρόνο, μια τα Χριστούγεννα και μια το Πάσχα. Και αυτό γιατί η γέννηση του Κυρίου και η ανάστασή του, γίνεται πάντα νύχτα. Εύρισκαν λοιπόν την ευκαιρία μιας και τα ζώα τους ήταν στο μαντρί, να εκκλησιαστούν. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι ο παπάς του χωριού κανόνιζε να τελειώνει η λειτουργία λίγο πριν το χάραμα και όχι αμέσως μετά τα μεσάνυχτα όπως γίνεται στις πολιτείες.

*συγγραφέας – ποιητής


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα