Ένας βοσκός λοιπόν πήγε μια φορά στην εκκλησία τα Χριστούγεννα. Ήταν δε κείνη τη χρονιά πολύ βαρύς χειμώνας. Οι τροφές για τα ζώα του που είχε στη διάθεσή του είχαν απομείνει πολύ λίγες και υπολόγιζε ότι δεν θα του έφταναν έως ότου έρθει η άνοιξη, να λιώσουν τα χιόνια, να βγούνε τα χόρτα, να βοσκήσουν τα πρόβατά του.
Τότε ο κόσμος πίστευε πολύ στα θαύματα των Αγίων. Σκέφτηκε λοιπόν ο βοσκός ότι αν πάει στην εκκλησία και παρακαλέσει τον Άγιο Γεώργιο που γιορτάζει την Άνοιξη, να μεσολαβήσει στο Θεό να φέρει την Άνοιξη πιο νωρίς, από το κανονικό. Ήταν το ιδανικότερο, έλεγε. Άγιος είναι αυτός, άμα θέλει, κάθε μέρα με το Θεό κάνει παρέα. Τι θα γινότανε αν του έλεγε να φέρει την Άνοιξη λίγο πιο νωρίς. Τίποτα απολύτως. Αν του έκανε αυτή τη χάρη, έλεγε, ο Άγιος, δεν θα τον άφηνε έτσι ο βοσκός, θα τον πλήρωνε με τον τρόπο του και κείνος. Ο Άγιος βέβαια δεν θέλει χρήματα για τις χάρες που κάνει στους ανθρώπους, κεριά θέλει και λίγα παρακάλια. Ε, αυτά τα δώρα δεν στοιχίζουν και πολύ έλεγε ο βοσκός. Και μια και δυό πάει στην εκκλησία, όπως προαναφέραμε γι’ αυτόν και μόνον αυτόν τον σκοπό. Μπαίνοντας όμως στην εκκλησία, βλέπει πολλούς Αγίους γύρω του. Το κακό ήταν ότι όλοι έμοιαζαν λίγο πολύ και ο άμοιρος δεν γνώριζε ποιος είναι ο Άγιος Γεώργιος. Έπρεπε κάποιον να ρωτήσει να μάθει ποιος είναι, να μην ανάψει κεριά σε λάθος Άγιο. Σκέφθηκε λοιπόν ότι ο καλύτερος για την περίπτωσή του δεν ήταν άλλος εκτός από τον παπά. Πρώτα όμως προμηθεύτηκε πολλά κεριά από το παγκάρι της εκκλησίας, περίπου εκατό, και μια και δυό πηγαίνει στον παπά και του λέει, να του πει – εφόσον πρώτα του φίλησε το χέρι – ποιος ήταν ο Άγιος που έβλεπε μπροστά του. Ο παπάς περίεργος του απαντάει ότι ήταν ο Άγιος Αθανάσιος. Ο Άγιος Αθανάσιος όμως γιορτάζει το καταχείμωνο και αυτό το γνώριζε ο βοσκός. Τότε λέει στον παπά. Αλάργα απ’ αυτόν τον Άγιο και συμπλήρωσε. Αυτός ο Άγιος φέρνει πολλά χιόνια και κρύα. Όχι βέβαια είπε, ψιθυριστά. Δεν θα του έκανε τη χάρη να του ανάψει και κεριά. Στη συνέχεια λέει πάλι στον παπά αυτός ο Άγιος που είναι εκεί ποιος είναι παπά-μ που είναι καβαλάρης στο γκρίζο άλογο με το μακρύ σίδερο στα χέρια; Είχε ακούσει ότι ο Άγιος Γεώργιος ήταν καβαλάρης σε γκρίζο άλογο, όχι στο κόκκινο, στο κόκκινο είναι ο Άγιος Δημήτριος, κι αυτός καβαλάρης. Ο παπάς τότε του λέει ότι αυτός ο Άγιος είναι ο Άγιος Γεώργιος. Αμέσως ο βοσκός δίνει στον παπά τα κεριά που κρατούσε στα χέρια του και του λέει «να πάρε παπά-μ και μπίκστ ικατό κιριά» που σημαίνει άναψέ του τα στο μανουάλι. Έπειτα πήγε κοντά στην εικόνα του Αγίου και του λέει ψιθυριστά ποια χάρη ήθελε από κείνον. Ντράπηκε όμως να τον παρακαλέσει γονατιστός όπως έπρεπε να κάνει και του λέει: «μωρέ Άγιε, πουλίς κόσμους είναι κι μι βλέπνει, δεν μου πάει να γουνατίσου, ισύ ξέρεις. Άντρας είσυ» και αμέσως κάνει μεταβολή και φεύγει από την εκκλησία. Τώρα αν έφερε την Άνοιξη πιο μπροστά ο Άγιος Γεώργιος αυτό δεν το έμαθα ποτέ.
Κάπως έτσι περνούσαν εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι των ορεινών χωριών αγαπητοί μου φίλοι, όμορφες και ανεπανάληπτες εκείνες οι εποχές. Οι άνθρωποι τότε μπορεί να τα έβγαζαν πέρα με πολλές δυσκολίες όμως ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Σε χαρούμενες στιγμές ή σε δύσκολες, ο κάθε χωριανός συμμετείχε με όποιον τρόπο μπορούσε, αυθόρμητα και με πολλή αγάπη.
Εποχές που εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που τις ζήσαμε κάπως, έχουμε χρέος να διηγούμαστε στους νεότερους τις όποιες ιστοριούλες ξέρουμε και πως αντιμετώπιζαν οι παλαιοί τις δυσκολίες της ζωής. Ειδικότερα δε, έχουμε χρέος να μεταλαμπαδεύουμε τα ήθη και έθιμά μας, κρατώντας με αυτόν τον τρόπο ζωντανή την πολιτιστική μας ταυτότητα. Σήμερα δυστυχώς πολλά από τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα της πατρίδας μας ψυχορραγούν στα μονοπάτια του χρόνου. Το γράφω αυτό αγαπητοί μου και τρέμουν από συγκίνηση τα χέρια μου. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια, πως όμως; Σήμερα δυστυχώς οι άνθρωποι, περισσότερο στις πολιτείες και λιγότερο στα χωριά μας, έχουν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον τόσο πολύ, που κι ας ζούμε στην ίδια γειτονιά, χρόνια και χρόνια, δεν ξέρουμε μήτε το όνομά του γείτονά μας. Το πολύ χειρότερο απ’ όλα είναι ότι και οι συγγενείς ακόμα, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Προς αυτή την κατεύθυνση βέβαια συμβάλουν πολλά πράγματα και το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι η αδιαφορία που δείχνουμε εμείς οι μεγαλύτεροι. Εμείς φταίμε και φέρουμε την μεγαλύτερη ευθύνη, γιατί δεν παροτρύνουμε τα παιδιά μας και τους νέους μας γενικότερα να γνωρίσουν τους συγγενείς τους π.χ. πως θα μάθει το παιδί που γεννήθηκε στην Κρήτη από πατέρα Ρουμελιώτη και μητέρα Κρητικοπούλα ότι οι ρίζες τους κρατάνε από την Ρούμελη ή το αντίθετο, αν δεν τα πάμε να τις δούνε. Ειδικότερα σήμερα που οι αποστάσεις έχουν σχεδόν μηδενιστή, το λιγότερο που μπορώ να πω είναι ότι είμαστε απαράδεκτοι. Αν δεν τα πάμε εμείς πως θα γνωρίσουν τους συγγενείς τους; Αν δεν τους διδάξουμε εμείς τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα μας πως θα τα μάθουν εκείνα. Τελειώνοντας το σημερινό μου άρθρο αγαπητοί μου φίλοι, θέλω να απευθυνθώ και προς τους νέους μας λέγοντάς τους τα πιο κάτω.
Μην αδιαφορείτε Ελληνόπουλα όπου κι αν βρίσκεστε. Προσπαθήστε πάση θυσία να βρείτε τις ρίζες σας. Αναζητήστε και επικοινωνήστε με τους συγγενείς σας. Κρατήστε ζωντανή την επικοινωνία με τους δικούς σας ανθρώπους. Ζητήστε να μάθετε τα ήθη και έθιμα του τόπου σας. Κρατήστε τις παραδόσεις ζωντανές. Μην τα εγκαταλείπετε. Βέβαια δεν ευθύνεστε εσείς για τον αργό θάνατο σε πολλά απ’ αυτά, εμείς ευθυνόμαστε, οι μεγαλύτεροι. Εσείς όμως μην φερόσαστε όπως εμείς. Εδώ θέλω να τονίσω, ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που θέλουν να σας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ρωτήστε τους οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι. Γίνονται συντονισμένες προσπάθειες θα έλεγε από πολλούς που επιδιώκουν πολλά από τα ξενόφερτα και ψυχοφθόρα ήθη και έθιμα που δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας, να πάρουν τη θέση των δικών μας. Αντισταθείτε, μην τους αφήνετε, πολεμήστε τους. Εγώ πιστεύω ότι αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος, πρέπει, επιβάλλεται θα έλεγα, ν’ αναμοχλεύσουμε τις βιβλιοθήκες των προγόνων μας.
Εκεί θα μάθουμε πολλές αλήθειες, εκεί θα διδαχτούμε πολλά για τις συνήθειες των ανθρώπων του τόπου μας, τα ήθη και έθιμα, την γνήσια τοπολαλιά μας, παιδικά παιχνίδια που έχουν ξεχαστεί και άλλα πολλά. Τολμήστε το.
*συγγραφέας – ποιητής