Πέμπτη βράδυ 5 Μαΐου 2016. Στην κατάμεστη θεατρική αίθουσα του Βενιζέλειου Ωδείου Χανίων. Πρεμιέρα. Τα φώτα σβήνουν. Τα Κόκκινα Φανάρια “ανάβουν”. Υποβλητική, μελαγχολική η μουσική τζαζ στο saoundrack: “Αlmost blue”. Όπως το μελαγχολικό χαμογέλιο, στα πρόσωπα-προσωπεία των τεσσάρων γυναικών που κάνουν πεζοδρόμιο στα καλντερίμια της Τρούμπας. Της κακόφημης συνοικίας του Πειραιά στην οποία, κατά τη δεκαετία του ’50 και ’60 βρίσκονταν πόρνες του πεζοδρομίου και πόρνες -(υπό)-δουλες όλες σωματεμπόρων και πατρώνων των πάσης φύσεως κακόφημων καμπαρέ.
• Tα “κορίτσια” βαμμένα και ντυμένα προκλητικά πηγαινοέρχονται γύρω από τους διαδρόμους της θεατρικής αίθουσας. Ο σκηνοθετικός στόχος του Νάσου Αθανασόπουλου να δημιουργηθεί “κλίμα” ανάλογο της εποχής και των συνθηκών του έργου, πέτυχε. Και ήταν κάτι σαν εισαγωγική ελεγεία στον πανομοιότυπο τρόπο με τον οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο στο θέατρο Πορεία στις 8 Φεβρουαρίου 1962 σύμφωνα με τον παλιό συνεργάτη του κ. Γιώργο Καμβυσέλη, ο οποίος το παραθέτει ως ιστορικό στοιχείο στο τέλος του τωρινού προγράμματος της παράστασης.
• Αλλά, και η όλη σκηνοθετική δουλειά του Αθανασόπουλου, είχε ακριβώς τον ίδιο στόχο: Να μην προδώσει το αρχικό κείμενο (1960) και να κρατήσει όλες τις δομές και διαλόγους που του επέτρεπε ο χώρος της σκηνής του Ωδείου.
• Αλλωστε η πρόκληση για τον σύλλογο «Φίλοι του Θεάτρου ν. Χανίων» και τον σκηνοθέτη, ήταν, όπως μας είπε ο Νάσος Αθανασόπουλος, ακριβώς να παρουσιαστούν οι χαρακτήρες και τα συναισθήματα των γυναικών και των ανδρών που περιγράφει ο συγγραφέας Αλέκος Γαλανός.
• Χαρακτήρες και ατμόσφαιρα μελό νεορεαλισμού της εποχής που όμως αποτύπωναν τον μικρόκοσμο της συνοικίας κοντά στην οποία έζησε ο ίδιος συγγραφέας. Δηλαδή, ιστορίες γυναικών που αγαπούν, προδίδονται, ελπίζουν παρά τον ξεπεσμό τους, χωρίζονται, απογοητεύονται μέχρι θανάτου, συμβιβάζονται με την μοίρα τους ή παίρνουν την μεγάλη απόφαση της κάθαρσης με ένα νέο ξεκίνημα όταν τα μαγαζιά της Τρούμπας κλείνουν.
• Από την άλλη, ανάλογοι χαρακτήρες υπάρχουν και στους άντρες του έργου. Άντρες που εκπροσωπούν το απόλυτο “κακό” όπως ο σωματέμπορος Ντόρης, άνδρες που είναι μεν σωματέμποροι αλλά έχουν και καλά στοιχεία (Μιχαήλος), άντρες που τυχαίνει να αγαπήσουν πόρνες και άλλοτε μεν ξεπερνούν τα ταμπού και αποφασίζουν να τις παντρευτούν και άλλοτε απογοητεύονται και τις εγκαταλείπουν.
Κλασικό δραματικό μελό
• Αυτή άλλωστε είναι και η υπόθεση του έργου. Στο μπαρ της “Φρύνης” στην Τρούμπα
-που το διευθύνει μία πατρώνα, η Μαντάμ Παρή και ο σκληρός σύντροφός της Μιχαήλος- ζουν τέσσερις γυναίκες, η καθεμιά με τη δική της προσωπική ιστορία. Ανεκπλήρωτοι έρωτες, μυστικά, πάθη, ο 6ος αμερικάνικος στόλος και τα ντόλαρς που φέρνει στα κορίτσια και τα καμπαρέ, προδοσίες, όλα αποκαλύπτονται όταν ο νόμος θα επιβάλλει το κλείσιμο των “σπιτιών” και ο δρόμος με τα κόκκινα φανάρια και τα καμπαρέ θ’ αδειάσει.
• Ενα έργο που πλέον συγκαταλέγεται στα κλασικά μελό και ευτύχησε κατά τη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Γεωργιάδη, όχι μόνο να γίνει μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία στην Ελλάδα αλλά και να φτάσει να προταθεί ως υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1963 αντιμετωπίζοντας το θρυλικό 8 ½ του Φεντερίκο Φελίνι.
• Γεγονός στο οποίο συνέβαλε βέβαια και το καστ των ηθοποιών της ταινίας που περιελάμβανε όλα τα σπουδαία ονόματα ηθοποιών της εποχής.
Αναμετριούνται με τον μύθο
• Ο σκηνοθέτης και οι ερασιτέχνες ηθοποιοί της τωρινής παράστασης των “Κόκκινων Φαναριών” έχουν επομένως να “αναμετρηθούν” όχι μόνο με τις θεατρικές παραστάσεις που όλα αυτά τα χρόνια έχουν ανέβει σε διάφορες θεατρικές σκηνές στην Αθήνα και στην επαρχία, αλλά και με την αντίστοιχη κινηματογραφική μεταφορά την οποία έχουν δει όχι μόνο οι γενιές που πέρασαν αλλά και οι σημερινές νεότερες γενιές καθώς το έργο συνεχίζει να παίζεται -συχνά πυκνά- στις τηλεοπτικές οθόνες.
• Η πρώτη αντίδραση των θεατών της προχθεσινής πρεμιέρας στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων ήταν ο θαυμαστικός ψίθυρος όταν αντίκρισαν τα “κορίτσια” να περπατούν στους διαδρόμους της αίθουσας.
• Η δεύτερη ήταν το θερμό χειροκρότημα που συνόδευσε το άνοιγμα της αυλαίας με την εικόνα ενός τρικούβερτου γλεντιού που είχε στηθεί στο “μαγαζί” της πατρώνας Μανταμ Παρή προς χάριν της γιορτής του σωματέμπορου εραστή της Μιχαήλου. Μουσική, αξέχαστα διαχρονικά ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν για την παράσταση (Ξαρχάκος) αλλά όχι μόνο.
• Η ζωή στο καμπαρέ, οι γυναίκες οι άντρες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το κείμενο είναι ξεπερασμένο. Αφού η ατμόσφαιρα της Τρούμπας δεν υπάρχει πια. Οι ανθρώπινες ιστορίες όμως, οι πόρνες και οι νταβατζήδες τους, οι ξεπεσμένες πόρνες που έγιναν δούλες, οι απόκληροι της ζωής, οι τρόφιμοι ασύλων, οι νέοι που ανδρώνονται και που άγονται και φέρονται από κατεστημένες νοοτροπίες, όλα, υπάρχουν και σήμερα. Σε άλλη κλίμακα. Που ίσως να είναι πιο σκληρή, πιο δραματική γιατί και η εποχή μας είναι εποχή αποξένωσης των ανθρώπων.
Η παράσταση
• Η διάχυτη αίσθηση μετά την παράσταση ήταν ότι οι ερασιτέχνες ηθοποιοί κατάφεραν να αναμετρηθούν με τον μύθο του συγγραφέα αλλά και τον θρύλο που συνοδεύει τόσο τις θεατρικές παραστάσεις όσο και την κινηματογραφική, χωρίς να υστερήσουν σε πάθος και απόδοση του ρόλου τους και ταυτόχρονα πλάθοντας δικούς τους χαρακτήρες που δεν αντέγραφαν τα κινηματογραφικά πρότυπα
• Με την αλφαβητική σειρά που περιλαμβάνει το πρόγραμμα, τα πρόσωπα και τους συντελεστές του έργου:
• Εξαιρετική -για μια ακόμα φορά- η υποκριτική παρουσία της Ελενας Αθανασοπούλου που υποστηρίζει τον δύσκολο ρόλο της πατρώνας Μαντάμ Παρή, χωρίς σε καμιά στιγμή να αντιγράφει την ανεπανάληπτη βέβαια στον κινηματογραφικό ρόλο Δέσπω Διαμαντίδου. Παντοδύναμη στην αρχή, ξεπεσμένη στην τέλος, πειστική και απολαυστική καρατερίστα σε τούτη την παράσταση.
• Η Χρύσα Βολάνη (γνωστή μας και από την υπέροχη επιτυχία ΝΕΚΡΗ ΝΥΦΗ) απέδωσε τον δραματικό χαρακτήρα της μωρόπιστης ερωτευμένης πόρνης, της Μαρίνας που δεν ήθελε και δεν μπορούσε να ξεφύγει από την εκμετάλλευση του σκληρού σωματέμπορου. Ο δραματικός μονόλογός της όταν την εγκατέλειψε ήταν μια από τις πιο δραματικές στιγμές της παράστασης όπως άλλωστε και η αυτοκτονία της.
• Η Γιούλη Κανιτσάκη, ως Μυρσίνη, με ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο από άλλες παραστάσεις, σε ένα δύσκολο αλλά χαρακτηριστικό ρόλο δημιούργησε με άνεση και φυσικότητα το χαρακτήρα μιας κυνικής και ρεαλίστριας νεόκοπης πόρνης που ξέρει πού πατά και τι θέλει.
• Η Αθηνά Καπνισάκη, ως Πόπη μπορεί να μην είχε ένα χαρακτηριστικό ρόλο όμως η σκηνική και ζωντανή μουσική παρουσία της ως “κιθαρωδός” που συνόδευε τα τραγούδια της παράστασης, ήταν υψηλής αισθητικής και άρτιας μελωδικής απόλαυσης.
• Η Ντένια Βασιλειάδη, ως η Ρουμάνα πρόσφυγας Ελένη, που αναγκάστηκε να παραστρατήσει παραμένοντας μέσα της ρομαντική, ήταν πειστική σε όλη την παράσταση.
• Η Ελευθερία Κοκοτσάκη δημιούργησε και απέδωσε άρτια, πότε με γλυκύτητα και πότε με σκληρότητα, μια κλασική πόρνη που τα παιγνίδια της μοίρας δεν της επέτρεψαν να ξεφύγει από το καταγώγιο. Η Κοκοτσάκη, ήταν επίσης το αηδόνι της παράστασης καθώς απέδωσε και μόνη της -a cappella- ιδιαίτερα δύσκολα τραγούδια με τη ζωντανή συνοδεία της κιθάρας της Αθηνάς Καπνισάκη.
• O Κώστας Βερονίκης ως Μιχαήλος, εραστής και νταβατζής της πατρώνας του μαγαζιού μπήκε κυριολεκτικά στο πετσί του ρόλου του.
• Ο Γιώργος Βορνιωτάκης υπηρετεί με επιτυχία τον σημαντικό ρόλο του σκληρού σωματέμπορου Ντόρι.
• Ο Ευτύχης Καντανολέων, ως Καπετάν Νικόλας, ευτυχώς δημιούργησε ένα χαρακτήρα ναυτικού που αγάπησε μια πόρνη και θέλησε να την παντρευτεί, με το δικό του τρόπο, χωρίς να αποπειραθεί να μιμηθεί τον ανεπανάληπτο Μάνο Κατράκη στον ομώνυμο ρόλο.
• Ο Απόστολος Μπουζάκης, ως αστυφύλακας, μετέφερε ακριβώς το στυλ του τοτινού “μπάτσου”.
• Ο Νεκτάριος Ξανθουδάκης, ως Πέτρος, το αγόρι που αγάπησε τη Ρουμάνα πόρνη νομίζοντας ότι είναι αθώο κορίτσι, ήταν πολύ πειστικός στο σόλο ξέσπασμά του.
• Ο Γιάννης Πατεράκης, ως Μιχάλης, που αγάπησε την πρώτη πόρνη με την οποία πήγε, ιδιαίτερα πειστικός στον ρόλο του άβγαλτου χωριατόπουλου, του προστάτη της αδελφής του που υποτάσσεται στα πρέπει της οικογένειας και την εγκαταλείπει.
• Αφησα τελευταίους, κάνοντας παρασπονδία στην αλφαβητική σειρά της διανομής, την Εμμανουέλα Κυριακοπούλου που έπαιζε τον ρόλο της ξεπεσμένης πόρνης σε γριά καθαρίστρια – δούλα, Κατερίνας. Και του Δημήτρη Νικολακάκη, γνωστού μας και μη εξαιρετέου από την πολυσχιδή του δραστηριότητα στα πνευματικά και συλλογικά Χανιά, στον ρόλο ενός Γέρου, τρόφιμου ασύλου που το έσκασε για να ζήσει μια «ωραία ζωή» στην παράγκα από κονσερβοκούτια που θα έφτιαχνε με ταίρι του την γριά καθαρίστρια Κατερίνα.
• Σκόπιμη η παράλειψη, καθώς, τόσο ο καθένας χωριστά όσο και οι δυο μαζί, ως άνθρωποι του περιθωρίου, δημιούργησαν δυο καρατερίστικους δυνατούς χαρακτήρες, αναμετρήθηκαν στα ίσια με τους ανάλογους θρυλικούς ρόλους που δημιούργησαν στον κινηματογράφο η Ηρώ Κυριακάκη και ο Νότης Περγιάλης, αλλά με τη δική τους ξεχωριστή ερμηνεία.
Φωτογραφία – σκηνικά – μακιγιάζ
• Φωτογραφία και αφίσα της παράστασης: Παπαδημητρίου Ξένια.
• Σκηνικά (λιτά και λειτουργικά): Κατιέ Μανώλης- Καντανολέων Ευτύχης – Μπουζάκης Απόστολος.
• Μακιγιάζ (εξαιρετικό): Βεριβάκη Χριστίνα.
• Το πολύ καλό πρόγραμμα της παράστασης πέραν από τους συντελεστές, περιλαμβάνει και τρία κείμενα του Γιώργου Καμβυσέλη, για την πλοκή του έργου και τις προσωπικές μαρτυρίες του, ως συνεργάτη του Αλέκου Γαλανού, τόσο για το Who is who του συγγραφέα όσο και για το πρώτο ανέβασμά της το 1962.