Μαρίσσα Δαμουλάκη*
Το βρήκατε, έχετε τελικά;
Πάμε να κάνουμε ένα νοητικό πείραμα…
Φανταστείτε ότι ο Τάκης (ο χ Τάκης) αυτή τη στιγμή που μιλάμε βρίσκεται στο νοσοκομείο, αναίσθητος(!) στο χειρουργείο για να δωρίσει(!) το ένα του νεφρό. Τι γίνεται, έχει συνείδηση αυτός ο άνθρωπος ή όχι;
Κάποιος θα απαντούσε ότι δεν έχει, γιατί χωρίς τις αισθήσεις του ο Τάκης δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται, δεν εχει συνείδηση. Ένας άλλος, που κατάλαβε την ερώτηση διαφορετικά, θα απαντούσε ότι ο Τάκης όχι μόνο έχει συνείδηση, αλλά και με την επιλογή του να δωρίσει το νεφρό του, είναι υπόδειγμα ευσυνειδησίας κι Ανθρώπου με «Α» κεφαλαίο.
… Μπερδευτήκατε;
Η συνείδηση έχει δύο έννοιες: την εσωτερική φωνή του καλού (συνείδηση=conscience) και την εγρήγορση (συνειδητότητα = consciousness). Στα ελληνικά λέμε συνήθως “συνείδηση” για να εκφράσουμε και τις δύο καταστάσεις, αλλά καμιά φορά έχουμε την αίσθηση ότι όσο καλά και να ορίσουμε τι σημαίνει, πάντα κάτι ξεχνάμε.
Ιστορικά, συνείδηση πρωτονομάστηκε το καθ’ έκαστον αίσθημα του σωστού και δικαίου, που γεννήθηκε όταν η πόλη κράτος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο θεσμικά παρήκμασε και δεν υπήρχε εξωτερική αυθεντία να ορίσει το ηθικό. Η αίσθηση του ανήκειν σε έναν ιδεολογικό χώρο, ονομάστηκε πρόσφατα -δηλαδή έναν αιώνα πριν- από την κοινωνιολογία “συλλογική συνείδηση”.
Αρκετούς αιώνες όμως πιο νωρίς, όταν η φιλοσοφία ξεκίνησε να ασχολείται με τη φαινομενολογική εμπειρία του νου, η συνείδηση έδωσε ένα παιδί, τη συνειδητότητα και μ’ αυτήν αναφερόμαστε ακόμα και σήμερα στην εσωτερική, υποκειμενική και μοναδική εμπειρία του ίδιου μας του εαυτού- στη σύγχρονη φιλοσοφία αυτές τις συνειδησιακές αισθήσεις τις λένε qualia.
Η συνείδηση δε μετριέται αλλά τη συνειδητότητα έχουμε βρει τρόπους να τη μετράμε -αν και δεν ξέρουμε τι θα πει «πλήρης συνειδητότητα». Κυμαίνεται από την πλήρη εγρήγορση μέχρι τον βαθύ ύπνο με ενδιάμεσες στάσεις την ονειροπόληση και την ύπνωση. Την εντοπίζουμε σε νευρωνικό και συναπτικό επίπεδο συγκεκριμένων περιοχών στον εγκέφαλο.
Στην αρχαία βουδιστική παράδοση τα qualia μετριούνται και αντιστοιχούν σε περίπου 6.500.000 εσωτερικά κι εξωτερικά γεγονότα την ημέρα, ή 30-40 Hertz ηλεκτρεγκεφαλικής δραστηριότητας ανά δευτερόλεπτο. Προτείνεται δηλαδή, ότι η συνειδητότητα είναι μερική και διακοπτόμενη.
Τι σημαίνει όμως «δεν είχε πλήρη συνείδηση του τι έκανε- δεν ήταν ο εαυτός του!»; Σημαίνει ότι και η ταυτότητα μερική και διακοπτόμενη είναι; Όταν δηλαδή κάποιος λιποθυμάει ή απλά κοιμάται, δεν είναι ο εαυτός του;
Υπάρχουν κάποιες μελέτες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι τείνουν να συνδέουν την ταυτότητά τους όχι τόσο με τις μνήμες τους, όπως ακούμε να λέγεται – «είμαστε οι αναμνήσεις μας»-, αλλά με το ηθικό τους αίσθημα. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, πιο πιθανό να «χάναμε τον εαυτό μας», αν ξαφνικά «αλλάζαμε ηθικό χαρακτήρα» παρά αν ξεχνούσαμε πώς λένε το χωριό της μάνας μας ή και την ίδια μας τη μάνα. (Για τους περιορισμούς τοπικών ερευνών θα τα πούμε άλλη στιγμή).
Εν τω μεταξύ, η συνείδηση, που βγαίνει από το «σύν+οίδα» έχει μέσα αυτό το «συν». Κάποιοι λένε ότι σημαίνει γνωρίζω «καλώς, εξ ιδίας αντιλήψεως», αλλά θα μπορούσε να σημαίνει και «μαζί με κάποιον». Αυτόν τον φανταστικό, αμερόληπτο «εσωτερικό δικαστή» οι πιστοί τον εκλαμβάνουν ως τη φωνή του θεού μέσα τους, άλλοι, πιο σχετικιστές τον ταυτίζουν με τη φωνή των άλλων (ή την κοινή γνώμη) και κάποιοι άλλοι, της ψυχανάλυσης (όχι της ψυχοθεραπείας γενικά!) με το Υπερ-εγώ.
Το ενδιαφέρον με τη συνείδηση, είναι ότι λειτουργεί σαν την ευθύνη. Δε χρειάζεται τα πράγματα να πάνε καλά στο τέλος για να είναι καθαρή. Η φράση «νίπτω τας χείρας μου» δεν απέχει πολύ εννοιολογικά από το «για να έχω τη συνείδησή μου καθαρή». Η (καθαρή) συνείδηση δεν υποχρεούται να τηρήσει τους κοινωνικούς κανόνες κι αδιαφορεί για την γνώμη των άλλων -εκτός κι αν, εν προκειμένω, θεωρεί καθήκον της τον προσηλυτισμό τους. Για παράδειγμα, το να μην προχωρήσει ένας γιατρός σε άμβλωση για λόγους συνειδήσεως, δε σημαίνει ότι θα παρεμποδίσει κάποια συνάδελφό του να τον αντικαταστήσει, ούτε ότι τον ενδιαφέρει αν η επέμβαση θα γίνει τελικά ή όχι. Η συνείδηση δηλαδή, δεν είναι το αίσθημα του καλού. Είναι το αίσθημα ευθύνης και συμμετοχής σε μια έκβαση.
Αντιρρησίες συνείδησης και τελειώνουμε
Η φωνή του καλού, αυτό το ασπροφορεμένο αγγελάκι στα δεξιά του ώμου μας, δεν είναι το ίδιο με αυτό στον ώμο ενός άλλου. Ανάλογα, το λευκό κρασί το λέμε «λευκό» κι ας μην έχει μεγάλη σχέση με μια λευκή κόλλα χαρτί. Το ότι αναγνωρίζουμε τη συνείδηση ως μια υποκειμενική εμπειρία, μας αφήνει να δούμε ότι δεν έχουμε ολοκληρωμένη πρόσβαση στην εμπειρία κανενός άλλου. (Μερική παραπάνω πρόσβαση θα μπορέσουμε να έχουμε με την εξέλιξη στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης και της εισαγωγής υποκειμενικής εμπειρίας σε βάσεις δεδομένων).
Βλέποντας το αίσθημα περί δικαίου και καλού σα προσωπική υπόθεση, τότε βρισκόμαστε και τοποθετούμε και τον κόσμο γύρω μας σε μια άκρως συμπεριληπτική συνθήκη. Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου -που είναι και διακηρυγμένο- στην ελευθερία συνειδήσεως ακόμα κι αν αυτή αντιβαίνει στο νομοθετικό πλαίσιο και το αξιακό σύστημα της κοινωνίας στο οποίο λογοδοτεί.
Ναι μεν ψάχνουμε γενικά να βρούμε ποιό είναι το «αντικειμενικά σωστό και καθολικό», αλλά από την άλλη στο τέλος κάνουμε αυτό που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας, που ξέρουμε σίγουρα ότι δεν είναι «αντικειμενικά σωστό και καθολικό». Γιατί το κάνουμε αυτό;
Γιατί, λέει η ηθική ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες, οι πιο βαθιές μας πεποιθήσεις βασίζονται περισσότερο στο ένστικτο και τα συναισθήματά μας παρά στη λογική. Αυτό στα ελληνικά λέγεται «πιστεύουμε αυτό που θέλουμε, δηλαδή αυτό που (συναισθηματικά) μας βολεύει». Ακούμε τη συνείδησή μας, γιατί η αυτοτιμωρία που θα επέλθει, αν δεν το κάνουμε, είναι επώδυνη. Μάλιστα τείνουμε αυτό να το κάνουμε ήδη από παιδιά: Μ’ αυτόν τον μηχανισμό αποφυγής, μαθαίνουμε να υπακούμε στους ηθικούς κανόνες του περιβάλλοντός μας εσωτερικεύοντας τους. Η τάση αυτή είναι έμφυτη, λένε (εδώ και χιλιετίες- από τον Σωκράτη μέχρι τον Καντ και τον Ρουσσώ). Δε θα μας ξεγελάσει, όπως η λογική και πρέπει να την ακολουθούμε, εκπαιδεύοντάς την παράλληλα, «απαλάσσοντάς την από προκαταλήψεις της ανατροφής μας και παιδιάστικα λάθη».
Άρα, για να συνοψίσουμε, συνείδηση και συνειδητότητα είναι δύο διαφορετικές έννοιες. Η συνείδηση είναι το αίσθημα του ηθικού καθήκοντος προς τον εαυτό μας (και μόνο), διαμορφώνεται απ’ το περιβάλλον, είναι υποκειμενική, αλλά θεωρείται αλάνθαστη και η συνειδητότητα είναι η καθολική εμπειρία του εαυτού, επίσης μοναδική, δεν επικοινωνείται και μετριέται σε βαθμίδες εγρήγορσης -κουβέντα για το υποσυνείδητο σε επόμενο τεύχος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Conscience (Stanford Encyclopedia of Philosophy)
Κατανοώντας τη «Συλλογική Συνείδηση» του Emile Durkheim (greelane.com) Seventeenth-Century Theories of Consciousness (Stanford Encyclopedia of Philosophy/Winter 2014 Edition)
Stuart Hameroff – What is Consciousness?
* Η Μαρίσσα Δαμουλάκη είναι ψυχολόγος MSc