Όταν xτύπησε το τηλέφωνο λίγες ώρες πριν το γιορτινό δείπνο, ήξερε πως δεν ήταν για καλό. Άκουσε χωρίς έκπληξη, σχεδόν ανέκφραστη πως για λόγους υγείας, για να μην μπει σε κίνδυνο η υγεία κανενός, το εορταστικό δείπνο αναβαλλόταν για την επόμενη χρονιά. Ακυρωνόταν, ήταν η σωστή λέξη, οριστική και αμετάκλητη. Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, ανταλλάσσοντας τις καθιερωμένες ευχές για χρόνια πολλά και τα παρόμοια, ήταν σαν να όρμησε ένας παγωμένος αγέρας και το σπίτι να βυθίστηκε στο σκοτάδι κι εκείνη να έπρεπε να πορευτεί ορφανή και απροστάτευτη, ποιος ξέρει για πόσες ώρες, μέχρι κάποια στιγμή να βρει καταφύγιο στον ύπνο κουρασμένη και απογοητευμένη.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα άρχιζε σιγά- σιγά να ανασαίνει. Αν το τηλεφώνημα είχε γίνει νωρίτερα, θα είχε προλάβει να προσκαλέσει άλλη συντροφιά για το δείπνο, μα τώρα που είχε βρεθεί ολότελα απροετοίμαστη, όλης της μέρας η ευφορία πόσο εύκολα είχε μετατραπεί σε μελαγχολία. Κοίταζε με θλίψη το στολισμένο τραπέζι με το άσπρο κεντητό τραπεζομάντηλο, τα κρυστάλλινα ποτήρια και το αστραφτερό σερβίτσιο. Εκείνα τα πιάτα με το χρυσό τελείωμα και το ζωγραφιστό κλαδί κουκουνάρας στο πλάι πόσο της άρεσαν πάντα, τι όμορφες βραδιές της θύμιζαν, τι γλέντια, τι φως…
Κι έτσι, με μάτια μισόκλειστα, παραδομένη στις εικόνες που έρχονταν η μια μετά την άλλη να τη συντροφεύσουν, εικόνες που σπρώχνονταν να μη λησμονηθούν, ένιωσε λίγο-λίγο κάτι θαυμαστό να συντελείται: σαν να στριμώχτηκαν στο δωμάτιο οι ανάσες ενός αόρατου πλήθους που την άδραξε και τη σήκωσε ψηλά. Κι εκείνη ανάλαφρη, αστραφτερή και χαρούμενη ανέβαινε, όλο ανέβαινε και στροβιλιζόταν ανάμεσα τους σ’ ένα ταξίδι χιμαιρικό. Ήξερε πια με βεβαιότητα πως θ’ αγαπούσε πάντα τα Χριστούγεννα για τα φωτεινά σκοτάδια τους και για τη διάψευση που μπορεί να κρύβει η προσμονή τους.