Η μάχη με τον χρόνο και τη φθορά που τον συνοδεύει είναι εκ των προτέρων άνιση. Δύσκολο να τα βάλει κανείς μαζί του. Κι ακόμα πιο δύσκολο, έως αδύνατον, να αισθανθεί νικητής. Κι όμως υπάρχουν κάποιοι που καταφέρνουν να γυρίσουν την κλεψύδρα ανάποδα και να δώσουν ζωή σε πράγματα που ήταν παραδομένα στην φθορά. Σε αντικείμενα που έμοιαζαν καταδικασμένα να περάσουν στο βασίλειο της λήθης.
Ο λόγος για τους συντηρητές ζωγραφικών έργων τέχνης και ξυλογλύπτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, που καθημερινά δίνουν τη δική τους μάχη “ανασταίνοντας” εικόνες, που κινδυνεύουν να χαθούν από τη φθορά του χρόνου.
Εικόνες που μπορεί να υπάρχουν για αιώνες ολόκληρους αλλά σήμερα έχουν απόλυτη ανάγκη από το χέρι ενός έμπειρου συντηρητή για να θυμίζουν κάτι από τον παλιό τους εαυτό.
Οι “διαδρομές” βρέθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο εργαστήρι των συντηρητών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, στην παλιά ενετική πυριτιδαποθήκη, που βρίσκεται στην αρχή της οδού Θεοτοκοπούλου, για να μοιραστούν μαζί τους τα μυστικά μιας τέχνης δύσκολης και σχολαστικής, που μοιάζει αδύνατον να την ασκήσει κανείς δίχως μεράκι, υπομονή και την πεποίθηση ότι μπορεί να πετύχει μια νίκη -έστω και πρόσκαιρη- απέναντι στον πανδαμάτορα χρόνο.
ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ
Στο εργαστήρι μας υποδέχθηκαν η συντηρήτρια ΤΕ και τμηματάρχης Χρυσούλα Σγουράκη, οι συντηρητές ΤΕ Ισαβέλλα Βούρου και Γιώργος Σιγανάκης και ο ξυλουργός – εμπειροτέχνης συντηρητής Νίκος Λιγοξυγκάκης, που μαζί με την έτερη συντηρήτρια Ιωάννα Στεφανουδάκη, η οποία απουσίαζε λόγω ασθενείας, αποτελούν το στελεχιακό δυναμικό του εργαστηρίου που στεγάζεται στον Τοπανά.
Ο χώρος ήταν γεμάτος αγιογραφίες που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της συντήρησής τους. Φορητές εικόνες, ξύλινα τέμπλα αλλά και έργα ζωγραφισμένα σε ύφασμα, αρτοφόρια, εξαπτέρυγα κ.ά.
«Η συμβολή του τμήματος -πάντα με την υποστήριξη της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων Ελένης Παπαδοπούλου- δεν περιορίζεται στις εργασίες μέσα στο εργαστήριο αλλά και σε συνεργασία με τα άλλα τμήματα της Υπηρεσίας το Τμήμα Βυζαντινών, το Τμήμα Τεχνικών Έργων και Μελετών και το Διοικητικό, αναστηλώνονται μνημεία και συντηρούνται in situ οι τοιχογραφίες καθώς υπάρχουν πολλοί τοιχογραφημένοι ναοί του 13ου, 14ου και 15ου αιώνα στον νομό Χανίων. Επίσης, έξω από το εργαστήριο οι συντηρητές εργάζονται στη συντήρηση ψηφιδωτών και στα μέρη των τέμπλων όπου δεν μετακινούνται», τόνισε η κα Σγουράκη και πρόσθεσε: «Η διαδικασία της συντήρησης αρχίζει με γραπτό αίτημα που γίνεται από πλευράς ιερέων, πολιτών ή εκκλησιαστικών επιτρόπων μιας ενορίας οι οποίοι ζητούν την συμβολή της Υπηρεσίας μας στην αποκατάσταση εικόνων ή ξυλογλύπτων τέμπλων ή τοιχογραφιών. Ανταποκρινόμενη η Υπηρεσία στο αίτημά αυτό προγραμματίζεται αυτοψία ώστε να γίνει εκτίμηση και καταγραφή των φθορών και υπολογισμός κατά προσέγγιση του χρόνου που απαιτείται για την αποκατάσταση. Όσον αφορά τις φορητές εικόνες μεταφέρονται στο εργαστήριο και συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του αντικειμένου με όλα τα στοιχεία του έργου όπως τόπος προέλευσης, θέμα, διαστάσεις κ.λπ. καθώς και φωτογραφία της υφιστάμενης κατάστασής του. Το ίδιο πρωτόκολλο συντάσσεται και κατά την παράδοση του συντηρημένου έργου με τα στοιχεία της ταυτότητάς του και με φωτογραφίες καθώς έχει συντηρηθεί. Τα πρωτόκολλα υπογράφονται από εκείνον που έχει παραλάβει και εκείνον που παραδίδει το αντικείμενο».
ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ
Ο κ. Σιγανάκης επεσήμανε ότι ετησίως μπορεί να έρθουν στο εργαστήριο για συντήρηση από 80 έως και 100 εικόνες. «Ουσιαστικά όσο ολοκληρώνεται η συντήρηση κάποιων εικόνων τόσο δίνεται η δυνατότητα για να αναλάβουμε καινούριες», ανέφερε, ενώ στην ερώτηση για το ποια είναι τα μεγαλύτερα “σαράκια” που απειλούν τις εικόνες οι κ. Σγουράκη και Βούρου σχολίασαν: «Βασικός παράγοντας φθοράς είναι οι κακές συνθήκες αποθήκευσής τους. Οι εικόνες χρειάζονται σταθερές συνθήκες για να μην παθαίνουν ζημιά το υποστήριγμα ή τα υποκείμενα στοιχεία. Από εκεί και πέρα, η υγρασία, ο καπνός κ.λπ. μέσα στους ναούς συχνά φθείρουν τις εικόνες. Δημιουργείται μια πάτινα, δηλαδή οξειδώνεται το βερνίκι, κι έτσι φθείρεται η ζωγραφική επιφάνεια, ενώ μπορεί να υπάρχουν και αποκολλήσεις κ.λπ.».
Δεν λείπουν βέβαια και περιπτώσεις κατά το παρελθόν όπου εικόνες έπεσαν θύματα θρησκόληπτων, οι οποίοι τις κατέστρεψαν καθώς απέσπασαν κάποια κομμάτια τους, πιστεύοντας ότι τα στοιχεία αυτά της αγιογραφίας μπορεί να έχουν θεραπευτικές ή άλλες ιδιότητες.
Η “ΜΑΧΗ” ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Από τη στιγμή που εκτιμηθεί η κατάσταση μιας εικόνας ξεκινάει η “μάχη” της συντήρησης. Γίνεται στερέωση του υποστρώματος, απεντόμωση από ξυλοφάγα έντομα και καταβάλλεται προσπάθεια να διασωθεί και το τελευταίο ψήγμα από την εικόνα.
«Μια εικόνα μπορεί να πάρει και 3 μήνες για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συντήρησής της. Το αξιοσημείωτο είναι ότι όσο παλαιότερη είναι η εικόνα και το αντικείμενο τόσο καλύτερη είναι η τεχνική κατασκευής και τόσο ευκολότερη είναι η συντήρηση. Κι αυτό διότι παλαιότερα ήταν πιο αυστηρά επιλεγμένα τα υλικά», υπογράμμισε ο κ. Σιγανάκης και συμπλήρωσε: «Αυτό που μας ενδιαφέρει ως συντηρητές είναι να σταθεροποιήσουμε τον φορέα και να αποκαταστήσουμε τη ζωγραφική επιφάνεια επαναφέροντάς την στην αρχική της μορφή, σε αυτό δηλαδή που ήθελε εξαρχής να δείξει ο ζωγράφος. Με αυτό τον τρόπο επαναφέρονται και οι πληροφορίες που φέρει το έργο, οι οποίες αξιολογούνται από τους ιστορικούς τέχνης, τους αρχαιολόγους κ.λπ.».
ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ
Η δουλειά των συντηρητών κινείται ανάμεσα στα όρια του παλιού και του καινούριου. Το χθες και του σήμερα. Μια ισορροπία δύσκολη αλλά απαραίτητη στην τέχνη τους: «Αισθητική αποκατάσταση της εικόνας δεν σημαίνει ότι ζωγραφίζεις ξανά τις φθαρμένες περιοχές. Δεν επιβαρύνεις δηλαδή με νεότερα καλλιτεχνικά στοιχεία δικά σου το έργο. Αποκαλύπτεις αλλά δεν επεμβαίνεις. Κι όταν χρειάζεται να επέμβεις κάνεις τις ελάχιστες δυνατές επεμβάσεις, με σαφή, διακριτό τρόπο ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον θεατή το που τελειώνει το παλιό κομμάτι και που ξεκινάει η επέμβαση», εξήγησε η κα Βούρου, ενώ η κα Σγουράκη επεσήμανε ένα ακόμα όριο που τίθεται από την ίδια την Ιστορία: «Για παράδειγμα αν έχεις μια εικόνα λατρευτική σε μια εκκλησία που λείπει ένα μάτι από τον εικονιζόμενο άγιο, δεν πρέπει να παρέμβεις αν αυτό συνέβη εξαιτίας κάποιας σφαίρας. Ένα τέτοιο περιστατικό είναι ιστορικό στοιχείο το οποίο πρέπει να διατηρηθεί. Αντίθετα αν αυτό έχει συμβεί από κακές συνθήκες διατήρησης, κάνουμε ένα ρετούς προκειμένου να υπάρχει μια αισθητική ισορροπία. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει να είναι διακριτό ποιο είναι το αυθεντικό στοιχείο και ποια η επέμβαση».
ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΤΟ… ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ
Όλα αυτά τα χρόνια οι συντηρητές έχουν έρθει σε επαφή με έργα υψηλής τεχνικής στα περισσότερα από τα οποία -ιδίως τα παλαιότερα- οι δημιουργοί τους παραμένουν άγνωστοι: «Οι βυζαντινοί καλλιτέχνες και ειδικά οι αγιογράφοι δεν αποσκοπούσαν στην υστεροφημία. Οπότε συνήθως είναι ανυπόγραφα τα έργα γιατί είχαν την πεποίθηση ότι ο Θεός ξέρει ποιος εποίησε το έργο και συνεπώς είναι περιττό να γράψει το όνομά του. Μόνο στα πιο σύγχρονα έργα από τον 9ο, 10ο αιώνα κι έπειτα, άρχισαν να υπογράφονται», εξήγησε η κα Βούρου.
Το δυστύχημα είναι ότι -κυρίως τις περασμένες δεκαετίες- πολλά από τα έργα αυτά χάθηκαν, συχνά από άγνοια για την αξία τους, ενώ άλλα σώθηκαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Η ομάδα των συντηρητών θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό που είχε κληθεί για να κάνει αυτοψία σε μια εκκλησία στα Ροδοπού.
Κατά την επίσκεψή τους εκεί τούς ενημέρωσε ο ιερέας ότι έχει παραγγελθεί ένα καινούριο τέμπλο καθώς το παλιό ήταν τόσο φθαρμένο που προορίζονταν για καυσόξυλα.
«Όταν ρωτήσαμε για το παλιό τέμπλο και μάς είπαν ότι το έχουν στην αποθήκη για να το κάψουν. Ζητήσαμε να το δούμε, πήγαμε από εκεί και το είδαμε στην άμπελο πάνω ότι αχνοφαίνονταν κάποια χρώματα. Το κοιτάξαμε καλά καλά και είδαμε κι αλλού λίγο χρώμα. Ζητήσαμε λοιπόν να το εξετάσουμε. Πήγαμε το πήραμε και το μεταφέραμε στο εργαστήριο. Όταν, λοιπόν, το το καθαρίσαμε διαπιστώσαμε ότι ήταν ένα γραπτό – ζωγραφικό τέμπλο του 17ου αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν να ακυρωθεί η παραγγελία στον ξυλουργό και το παλιό τέμπλο να τοποθετηθεί ξανά -συντηρημένο πια- στην εκκλησία», σημείωσε η κα Σγουράκη.
Ο Άγιος Στυλιανός που έκρυβε τον… Αγ. Χαράλαμπο
Η διαδικασία της συντήρησης συχνά φέρνει τους συντηρητές προ εκπλήξεων ειδικά όταν πρόκειται για εικόνες επιζωγραφισμένες. «Υπάρχει περίπτωση μια εικόνα να καλύπτεται εξολοκλήρου από μια νεότερη ζωγραφική. Στις αρχές του περασμένου αιώνα υπήρχε μια τάση από εμπειροτέχνες συντηρητές αλλά και καλλιτέχνες αγιογράφους (άλλωστε εκείνα τα χρόνια οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες του καθενός ήταν συγκεχυμένα) οι οποίοι έβρισκαν παλιές εικόνες που ήταν θολές και επενέβαιναν πάνω τους σε μια προσπάθεια να καταδικάσουν τη φθορά. Έτσι προέκυπτε πάνω σε μια εικόνα μια δεύτερη», επεσήμανε ο κ. Σιγανάκης, ενώ η κα Σγουράκη θυμάται να συνοδεύει μια εικόνα του Αγίου Νικολάου έως το νοσοκομείο Χανίων προκειμένου να της γίνει ακτινογραφία για να διαπιστωθούν τα πολλαπλά στρώματα παρεμβάσεων που έφερε.
Η ίδια θυμήθηκε ένα ακόμα τέτοιο ξεχωριστό περιστατικό όταν η συντήρηση μιας εικόνας του Αγίου Στυλιανού κατέληξε στον Άγιο Χαράλαμπο: «Θυμάμαι ήταν ένας κύριος που είχε φέρει στην υπηρεσία μας πέντε εικόνες που κατείχε ως κειμήλια για να τις δηλώσει. Τότε λοιπόν, επειδή θα παντρεύονταν ο γιος του μας ζήτησε να καθαρίσουμε μια εικόνα για να τού την προσφέρει. Ξεκίνησα λοιπόν να καθαρίζω μια εικόνα που όπως διαπίστωσα ήταν επιζωγραφισμένη. Δηλαδή ήταν μια εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου αλλά εκεί που κρατούσε το κομποσκοίνι του είχαν ζωγραφίσει ένα παιδάκι από πάνω κι είχε γίνει Άγιος Στυλιανός. Αμέσως ενημέρωσα τον άνθρωπο γι’ αυτό που βρήκα γιατί συμβαίνει οι άνθρωποι να διαμαρτύρονται μετά υποστηρίζοντας ότι δεν έφεραν αυτή την εικόνα αλλά τούς δίνουμε κάποια άλλη!».
Ηθική ικανοποίηση και ανταμοιβή
Οι εργαζόμενοι στο εργαστήρι των συντηρητών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων αναφέρθηκαν ακόμα στην ηθική ικανοποίηση που αντλούν από το γεγονός ότι η συντήρηση κάθε εικόνας ή τέμπλου ενός ναού γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τις τοπικές κοινωνίες αλλά και τους ανθρώπους της εκκλησίας.
Ως δείγμα αυτής της σχέσης που αναπτύσσουν οι συντηρητές με τους ανθρώπους των ναών που υποστηρίζουν με το έργο τους, οι “διαδρομές” δημοσιεύουν σήμερα μια επιστολή του π. Στυλιανού Θεοδωρογλάκη, εφημέριου του Ιερού Καθεδρικού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο οποίος λίγο πριν φύγει από τη ζωή θέλησε να εκφράσει με αυτή τις ευχαριστίες του προς το Τμήμα γι’ αυτά που έχει προσφέρει στον μητροπολιτικό ναό. Ο ίδιος είχε εγκρίνει την κοινοποίηση της επιστολής του καθώς η συνάντησή μας με τους συντηρητές είχε προγραμματιστεί όσο ακόμα ήταν εν ζωή.
Βγαλμένες μέσα από τη φωτιά
Η Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων, το πιο χαρακτηριστικό έργο της Κρητικής Αναγέννησης, διέθετε ένα μεγάλο πλούτο από σημαντικές εικόνες και κειμήλια, για τα οποία είχε φροντίσει ο κτήτορας Ιερεμίας Τζαγκαρόλος και εμπλουτίστηκε τα επόμενα χρόνια, τονίζει ο πρώην έφορος αρχαιοτήτων και σήμερα άμισθος σύμβουλος της Μονής, αρχαιολόγος κ. Μιχάλης Ανδριανάκης.
Τον Ιούνιο του 1821 ωστόσο ο ναός της Μονής πυρπολήθηκε από τους άτακτους Τουρκοκρητικούς. Σύμφωνα με τον κώδικα της Μονής, ο ναός καιγόταν επί τρεις ημέρες «ως κάμινος ασβέστου», με αποτέλεσμα οι εικόνες και τα άλλα κειμήλια να μετατραπούν σε στάχτη και οι πέτρες σε ασβέστη. Στον κώδικα περιγράφεται ο μεγάλος αυτός πλούτος αναλυτικά.
Σώθηκαν μόνο μερικές εικόνες και τα αρχικά τέμπλα στα παρεκκλήσια.
Τρεις από αυτές, της Ζωοδόχου Πηγής, του Χριστού και της Δευτέρας Παρουσίας, έχω αποδώσει στο γνωστό Χανιώτη αγιογράφο του 17ου αιώνα, Εμμανουήλ ιερέα Σκορδύλη, έργα του οποίου αναγνωρίστηκαν και στις μονές Χρυσοπηγής και Αγίου Ελευθερίου στις Μουρνιές, πριν από την αναχώρησή του στη Μήλο, όπου συνέχισε τη δραστηριότητά του μετά την άλωση των Χανιών το 1645. Μετά την επάνοδο των μοναχών στη Μονή γύρω στο 1830, φρόντισαν για τον εκ νέου εξοπλισμό της Μονής σε εικόνες και άλλα ιερά σκεύη, τα οποία είναι επίσης σημαντικά.
Η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής προέρχεται από το ομώνυμο παρεκκλήσιο, στα βόρεια του καθολικού και μαζί με την εικόνα του Χριστού είχε επιζωγραφιστεί, όπως και αυτή του Χριστού κατά τα μέσα του 19ου αιώνα με ένα μπλε χρώμα, με αποτέλεσμα πολλά από τα αρχικά στοιχεία να μην είναι ορατά.
Αφαιρέθηκαν οι επιζωγραφίσεις από τον πολύ ικανό συντηρητή +Δημήτρη Τσίγκανα και αποκαλύφθηκαν οι κρυμμένες μορφές των αγγέλων και των προφητών. Ανάλογες ήταν και οι επεμβάσεις και στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας, που θα πρέπει λόγω του θέματος, να προέρχεται από το κομψό κοιμητηριακό παρεκκλήσι του Σωτήρα Χριστού, πάνω από το οστεοφυλάκιο και έχει ένα πλούσιο θεματολόγιο σχετικά με την Κρίση και τη «μέλλουσα ζωή», ένα θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στους Χανιώτες αγιογράφους του 17ου αιώνα.
Η εικόνα του Αγίου Νικολάου θα πρέπει και αυτή να προέρχεται από το ομώνυμο παρεκκλήσιο, βόρεια της Μονής και ακολουθεί στις αρχές του 17ου αιώνα την καλή παράδοση της Παλαιολόγειας τέχνης.
Είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες και μαζί με αυτήν του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου είναι οι παλιότερες, που υπάρχουν στη Μονή της Αγίας Τριάδας. Τα λίγα αυτά δείγματα, που σώθηκαν, καθώς και κάποια χειρόγραφα, παλιά ιερά σκεύη και άμφια, δείχνουν το μεγάλο πλούτο της Μονής σε υψηλής ποιότητας έργα, που χάθηκαν οριστικά από τις φλόγες της πυρπόλησης του 1821. Χάρη στη φροντίδα των μοναχών να τις διαφυλάξουν και των συντηρητών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να τις αναδείξουν με τη γνώση και την εμπειρία τους, μας επιτρέπεται να σχηματίσουμε, έστω αμυδρά, μια εικόνα για τη θρησκευτική ζωή και το πολιτιστικό επίπεδο του τόπου μιας ολόκληρης εποχής.