«[…] Ο Γιάννης η Γριά δεν ήθελε μόνον να εορτάσει με τους συννομείς του χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ’ επεθύμει και να τελεσθεί η Ανάστασις αύτη όχι εις την άλλην εκκλησίαν, αλλ’ ορισμένως εις την Αγία Αναστασιά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη λειτουργείται; Μάτην ο παπ’ Αγγελής εξόδευεν την έμφυτον λογικήν του, διά να τον πείσει ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος. […]
Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννη τον Κούτρην: “Ας είναι, μπορούμε να κάμομε Ανάσταση στην Αγία Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και τις λαμπάδες σας αναμμένες, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία τη Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί”.
Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν’ αναγινώσκει την παννυχίδα και το “Κύματι θαλάσσης”, όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον -όλα αυτά τα εξήγαγεν από το δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του- και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλλει μελωδικώς το “Δεύτε λάβετε φως…” μεθ’ ο έψαλε, την “Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ”. Και αφού ήναψαν τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την Αγίαν Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδη τη φωνή να ψάλλει το “Χριστός Ανέστη”, αντιψάλλοντος κα του υιού του, παιδίου δωδεκαετούς, όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. […]
Ητο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ’ Αγγελής και οι αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν την Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, περιβαλλόμενον φιλοστόργως από τους κλώνας των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο λειτουργήσιμος. Ητο δε εκ των ολίγων ναϊδίων, όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς εποχής […] Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και οι ποιμενίδες ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον, έξω της θύρας και στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον την σούπαν.
Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά εν έσβηναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδες, δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. […] Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κι επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλλιάς του […]
Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ’ Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι’ ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, όστις εγερθείς προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν: Κ’στος ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου Κύριους! Ζει κι βασιλεύει! Γεια μας! Καλή γεια! Διάφουρου! Καλή καρδιά! Καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κι τ’ χρόν’ να ‘μαστι καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρισι το πετραχήλι σ’! […]»
Εδώ και δέκα χρόνια “καταφεύγω”, κατ’ έθιμον” το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο πριν πάω στο Νίππος για την Ανάσταση, σ’ ένα απ’ τα πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και για να τον μνημονεύσω… «Στην Αγι’ Αναστασιά”, “κατέφυγα” εφέτος. Απ’ αυτό τα παραπάνω αποσπάσματα. “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»!