Όλοι ήτανε χαρούμενοι. Ακόμα κι ο πρωτομάστορας που έσαζε τα καλύτερα σαμάρια για τα γαϊδούρια όλης της επαρχίας.
Είχε έρθει, βλέπεις, το Πάσχα, τρανή γιορτή, αγοράσανε τον οβελία, ή έστω ένα κομμάτι κατεψυγμένο κρέας, μπορεί και καθόλου, άλλοι το σουβλίζανε, άλλοι το βάλανε στη γάστρα, άλλοι το γεμίσανε για το φούρνο, κι άλλοι πορεύονταν με τις μυρουδιές ολούθε.
Και γιομίζανε γαβάθες κρασί, τρώγανε, πίνανε, γκαρίζανε ρυθμικά, κλωτσούσανε, και μόνο για την ανάγκη του σηκωνόταν κανένας πολυκαιρισμένος να πάει.
Μα όλοι τούτοι, λέει, δεν ήντουσαν με δυο, αλλά με τέσσερα ποδάρια. Αλόγατα, φοράδες, μουλάρια.
Ήντουσαν και πολλά γαϊδουράκια υπομονετικά που τα λέγανε σκέτο γαϊδούρια και τα ‘χανε καταφρονεμένα, πεινασμένα, χωρίς ούτε το άχυρο της ημέρας. Γιατί πηγαίναν άλλα, πονηρά ζώα πριν απ’ αυτά και τρώγανε με δυο μασέλες.
Γκαρίζανε τα δόλια, μα κανένας δεν τα άκουγε. Κι από τα ψητά που βλέπανε μόνο τη τσίκνα είχανε δικαίωμα να απολαμβάνουν.
Και, να δεις, πολλές φορές λιποθυμούσαν με δαύτη ή στην απελπισία τους πέφτανε στο γκρεμνό, τσακίζονταν.
Τα μουλάρια όμως απολαμβάνανε όλα τα αγαθά της γης.
Φαΐ μπόλικο κι εκλεχτό, νερό καθαρό και ξάπλα. Κι είχανε τα ταλαίπωρα γαϊδουράκια να δουλεύουν τζάμπα.
Και να δεις, νηστικά. Γιατί ξέρανε του Νασραντίν Χότζα το μυστικό που ήθελε να συνηθίσει το δικό του γαϊδούρι χωρίς να τρώει, για οικονομία μπας και βγάλει τα χρέη του.
Σπουδαία εφεύρεση, λέει, ο πρωτάρχοντας και βάλθηκε να πράξει το ίδιο.
Να φανταστείς φώναξε και κάμποσα βόδια, όχι επειδής ήτανε έξυπνα, αφού είναι γνωστό πως δεν υπάρχουν έξυπνα βόδια, μα επειδής ήτανε όμορφα ή καλοταϊσμένα, ή επειδής είχανε δύναμη σαν ταύροι, δίνανε κάμποσο γάλα ας ήταν και βρώμικο, κι ακόμα ένα, είχαν τη μπόρεση, μια μπάλα αχυρένια να κλωτσούν, κι ας μην είχανε ενός κοκόρου γνώση. Κι είπε στα βόδια του αυτά να κάνουν κουμάντο σ’ όλους τους χορτάτους μα πιο πολύ τα πεινασμένα γαϊδουράκια που έτσι κι αλλιώς δεν είχανε τη δύναμη να κλωτσήσουν κανέναν.
Το τι θα γινότανε σε τούτο το τετραπόδαρο συγκρότημα , δηλαδή, στη μικρή κοινωνία, δεν είχε σημασία. Φτάνει που ο αφεντικός θα είχε τέτοια βόδια στη δούλεψή του, κι όλοι θα τον ζηλεύανε, θα τον υπολόγιζαν και θα του παίρνανε με τρόπο το μαύρο φύραμά του. Γιατί αυτός μέχρι και φύραμα πολύτιμο διέθετε για την πάρτη του. Και χαρουπάλευρο!
Και δώστου καμιτσιές ή χάδια, ανάλογα πού τον σύφερνε, στα υπομονετικά γαϊδουράκια που όλο και πιο πολύ σκύβανε το κεφάλι, κι αδυνάτιζαν.
Πολύ καιρό όμως βάστηξε τούτη η δουλειά, δεν πάγαινε άλλο, κάνανε συβούλιο τα άμοιρα, διαλέξανε ένα καθαρόαιμο βουνίσιο γάιδαρο για αρχηγό και ροβολήσανε στην πλαγιά, φτάξανε στον μεγάλο πλουμιστό αχυρώνα με όλους τους καλοπολυφαγάδες αραγμένους στον ύπνο του μακαρίου και στήσανε ένα χορό, ας πούμε σαν του Ζαλόγγου, κι οι από μέσα τρομάξανε, φοβήθηκαν, παράτησαν σανά, καρπό κι άχυρα και με κομμένη την ανάσα πήρανε την κατηφόρα.
Και να δεις, απ’ την τρομάρα τους πέσανε στη θάλασσα κι απόμειναν όλα τα μεγαλεία μα κι οι ευθύνες στο κεφάλι τούτων των παράξενων ακτιβιστών, που με δικαιοσύνη αρχίσανε σε ούλους να μοιράζουνε τις μεγάλες μπάλες με σανό και πίτουρα πολλά, κι όσα βρήκανε στα υπόγεια του καταυλισμού.
Τούτα έβλεπε ο ταλαίπωρος Ανέστης, ο φίλος μας, σα τον ξύπνησε η πραγματική τσίκνα που, δίπλα, οι γειτόνοι γυρίζανε στ’ αλήθεια τον οβελία.
Καλοί αθρώποι, τον φωνάξανε με τα τρία κοπέλια του που πεινάγανε, κάτσανε όλοι στη γύρα, φάγανε, ήπιανε, διασκεδάσανε κι ο Ανέστης τους αφηγήθηκε το όνειρό του το σημαδιακό.
Κι έπεσε μια νέκρα ολούθε ως που φάνηκε ο νοικοκύρης με το ποτήρι στο χέρι κι αρχίσανε πάλι χαρές Πασχαλιάτικες, γλέντι χορός, κι ελπίδα, που βάστηξε δυο μερόνυχτα.
Ελπίδα πως θα φανεί ένας ακτιβιστής, ένας ειρηνικός επαναστάτης, σαν το Χριστό, με το λάβαρο της αξιοπρέπειας κι ελευτερίας στο χέρι.
Και, να δεις, θα τον ακλουθήσουνε όλοι. Ακόμα και τα πιτσιρίκια της συντροφιάς!
Χριστός Ανέστη – χρόνια πολλά εύχομαι σε όλους.