Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Αναστορούμαι τα περασμένα και ροζονάρω με τα τωρινά

Κουτσάνωντας κι ασθμάνωντας απόφταξα και τουτηνέ τη βολά στη ταπεινή γωνιά του παλιού καφενέ με χιλιάδες αναμνήσεις. Εκειά, ανάμεσα στη μοναξιά και τη σιωπή, η φαντασία μου ξεσηκώνει τη σκέψη μου, κι αναστοράται τα περασμένα και ροζονάρει με τα τωρινά. Με τα αμάθια τση φαντασίας μου θωρώ καταμεσής του καφενέ το μαγκάλι, με κατακόκκινα κάρβουνα γεμάτο, να μουρμουρίζουνε τρίζοντας, κάποιο δικό ντωνε σκοπό.
Eγώ, από τα τζαμιλίκια τω παραθύρω απού μ’ οβγόριζε εσοντήρουνα τα ίσια όξω, κι εθώρουνα απού τα ξαγγριγιεμένα στοιχεία τση φύσης εκυριαρχούσανε σ’ ούλα τα ένα γύρω κι ούλα εχορεύανε υπάκουα στσοι ρυθμούς απού των επιβάλλανε τα χειμωνιάτικα στοιχεία τουτανά. Οι γιαέρηδες εταράσσανε τσοι φούντες τω δεντρώ όπως τσοι τρικυμισμένες θάλασσες, γη εξαναγκάζανε τσοι λυγερές κορμοστασιές τωνε να κάνουνε βαθιές υποκλίσεις στο πέρασμά ντωνε κι εξεσηκώνανε κιόλας και τα θεόρατα κύματα στη θάλασσα απού επιτίθουντονε με μανία κατά τση στεριάς. Κι εκειά στα σκούρη τση εσπούσανε τα μούτρα ντωνε κι εσκόρπα στα ένα γυρώ σε χιλιάδες σταγόνες το νερουλό κορμί ντωνε.
Οι δε νιφάδες του χιονιού, απού άλλες εσωριάζουντανε στσοι κορφές και τα πλάγια τση μαδάρας, κι άλλες επαέ στα κατωμέρια επαίζανε τα κουζουλοπαίχνιδά ντωνε ανάλαφρες, ναζιάρικες και γοητευτικές σα τσ’ αληθινές νιφάδες του παλιού καλού καιρού, όντεν εχορεύανε το χορό τση νύφης. Ήτανε μια μέρα απού εκυριαρχούσανε τα χειμωνιάτικα κατακαίρια και κουμαντάρανε ούλα τ’ άλλα με τη βία. Ήτανε μια τρισευλοημένη μεγάλη κακοκαιριά τουτηνά την ημέρα. Κι ακόμη ήτανε μια μέρα για φίλου σπίτι, όπως τσοι χαρακτηρίζανε τοτεσάς επαέ στο χωριό τουτεσάς τσοι μεγάλες κακοκαιριές, απού δε τσ’ αφήνανε να ξεμυτίσουνε όξω από τα σπίθια ντωνε οι μαϊστροντραμουντάνες με τη κρυγιότη απού εμεταφέρανε και το χιονόνερο απού εσκορπούσανε με δύναμη.
Τουτεσάς τσοι μέρες οι γι εραστές τση φυσικής ζωής, οι γι εργάτες τσ’ υπαίθρου απού τσοι καματερές, δε τσ’ ανείσταινε κιαμιά δύναμη στα σπίθια ντωνε μέσα. Για κείνο και τσοι μέρες απού εκυριαρχούσανε τα χειμωνιάτικα κατακαίρια εκάνανε σα ντ’ άγρια θεριά. Έπαε στο καφενέ, γιατί την αντέχανε τη κλεισούρα όπως ελέγανε. Γι’ αυτό κι επχιαινάρχουντονε απάνω κάτω κι εκάνανε σχέδια, ώστενα που παίρνανε τη μεγάλη απόφαση.
Κ ήτονε φορές απού εβάνανε στα σακούλια ντωνε τη φλάσκα με το κρασί, κάμποσα παξιμάδια και ψωμί κι εξεκινούσανε για τσοι τόπους απού έδιανε οι βοσκοί απούχανε φερμένα τα οζά ντωνε από τα όρη επαέ στα κατωμέρια για να ξεχειμωνιάσουνε και να τα γλιτώσουνε από το πλάκωμα του χιονιού. Κι εκειά στα χειμαδιά τω βοσκώ απού ήτανε τα κονάκια ντωνε, γη στα σπηλιαράκια του βουνού άπου είχανε για κατοικιές άλλοι, εσμίγανε ούλοι μαζί κι εκειά την εκλέφτανε τη μια του χάρου. Όπως εσυνηθίζανε να λένε τσοι μέρες απού εχαροκοπούσανε. Άλλες φορές πάλι, εταιριάζανε σε συντροφιές και καταλήγανε σε νιους από τη συντροφιά στο σπίτι απού τσοι καλοδέχουντανε με τα καλωσορίσματά τση η φιλόξενη σπιτονοικοκερά απού εμπαινόβγαινε πεσίχαρη κι αεράτη για να τσοι περιποιηθεί με τα τραταρίσματά τση.
Έτσα τσοι περνούσανε τουτεσάς τσοι χειμωνιάτικες μέρες απού ήτανε δύσκολες απού ήλεγα και παραπάνω, γι’ αυτό και σαν εξημερώνανε έτσα δύσκολες μέρες ηλέγανε: Τούτηνε η γ’ ημέρα είναι μόνο για φίλου σπίτι. Ήτανε όπως φαίνεται, άλλοι χρόνοι τοτεσάς κι οι γι αθρώποι είχανε αιστήματα κι ευαιστησιές, είχανε βάσανα, φτώχεια και πολλές δυσκολίες. Γι’ αυτό και ψάχνανε να βρούνε τρόπο για να ξαλαφρώσουνε κάθε φορά από τουτανά τα βάρη. Για κείνο και μπαινοβγαίνανε στα σπίθια ο γεις τ’ άλλου γη εταιριάζανε σε συντροφιές κι εξεσπούσανε σε γλέντια και χαροκοπιές για ν’ αδειάσουνε τσοι ψυχές τωνε απ’ όσα τσοι φορτώνανε οι δυσκολίες τση ζωής. Γιατί τουτανά τα κακά συναπαντήματα απού βαραίνανε τσοι ψυχές των αθρώπως, γιατρεύονται μόνο με τη λησμονιά, για κείνο και βρίσκανε τρόπους και τσ’ αδειάζανε τσοι φορτωμένες ψυχές τωνε, κάθε τόσο, όπως είπα και παραπάνω. Πότε με τσ’ αποσπερίδες και τα γειτονέματα, και πότε με τσοι παρονιές απού ετυχαίνανε και τ’ ανταμώματα στα πανηγυράκια τω ξωκλησιώ απού ήτανε σκορπισμένα στη ριζοβουνιά και τσοι γύρω τόπους του κάθε χωριού.
Μα ‘τανε βέβαια κι ο καιρός, όπως έλεγα και παραπάνω, απού την ελατρεύανε οι γι αθρώποι τη φυσική ζωή, γιατί ‘χανε ζωή απάνω ντωνε κι εδιασκεδάζανε με τσοι μεγάλες ζέστες και τα λιοπύρια στσοι στράτες κι επεζοπορούσανε χαρούμενοι και ζωηροί με τ’ ανεμοτσάπουρα και τα κατακαίρια, για να τηνε χαρούνε από κοντά κάθε φορά τη χειμωνιάτικη φύση. Κι έτσα τα ξεχνούσανε τα βάσανα απού των εμπιθιάζανε οι κακοστραθιές τση ζωής κι οι δυσκολίες τση καθημερινότητας κι εθυμίζουντανε όμως κιόλας, πως ήτανε βαφτισμένοι ορθόδοξοι χρισιανοί, και σφιχταγκαλιάζονε κάθε μέρα και περισσότερο με τη παράδοση κι ακλουθούσανε κατά πόδα τα δασκαλέματά τση. Ήτανε στ’ αλήθεια μια τρισευλογημένη εποχή απού οι γι’ αθρώποι εκαλημερίζουντανε αναμεταξύ τους, οι δικολογιές εγνωρίζουντονε κι οι φιλίες αναγνωρίζουντωνε. Ήτανε ακόμη η γι εποχή άπου το φιλότιμο κι η γι αθρωπιά εσυντροφεύανε τσ’ αθρώπους και το λόγο τιμής εστερέωνε τσοι συφωνίες ντωνε κι ισχυροποιούσε τσ’ υποσχέσεις τωνε. Ήτανε τέλος, η γι εποχή άπου οι γι άντρες εμοσκομυρίζανε αντρίλα κι οι γυναίκες αξιοπρέπεια και στολισμένες αντί με τζοβαϊρικά με αρετές και πρατερήματα.
Γι’ αυτό κι ήτανε χρυσοχέρες νοικοκεράδες κι άριστα πρότυπα Μανάδω κι ας ήτανε αγράμματες, τσοι καθοδηγούσε πρέπει η γι έμφυτη Μητρότητα. Για κείνο και τω περισσοτέρω τα κοπέλια σαν αναλικώνουντανε κι εγίνουντανε μέλη του κοινωνικού συνόλγου εδιακρίνουντανε για τσ’ αρετές τωνε τα ιδανικά ντωνε και το σεβασμό ντωνε στη παράδοση γιατί έτσα τονε δασκαλεμένα από τσοι γνήσιες κι αληθινές Μανάδες τωνε. Γιατί μωρέ κοπέλια, συμπαθήσετέ μου για τη γεροπαρεξενιά μου, γιατί εγώ πιστεύω πως κάθε γυναίκα άπου γεννά δεν είναι και Μάνα, παρά εκείνες μόνο άπου αναθρέφουνε τα κοπέλια ντωνε κιόλας.
Ύστερα όμως από τα όσα αναλιγάδιασα πάρε πάνω για τουτεσάς τσ’ εμπειρίες μου από μια τρισευλοημένη κακοκαιριά, γιατί κι αν φέρνει δυσκολίες φορτώνει όμως τα όρη με χιόνια όπου θα γεμίσουνε τσ’ υπόγειες δεξαμενές και ταχιά το καλοκαίρι θα δροσερεύουνε με το νεράκι ντωνε απούναι θεϊκό δώρο, αθρώπους και φυτά. Όσο δα για τα όσα μου φέρανε οι γι αναμνήσεις μου στη σκέψη μου, θέλω να ευκηθώ από καρδιάς να ξανάρθουνε τουτηνά οι γι ευλοημένοι καιροί, γιατί ‘ναι κι η μοναδική ελπίδα απού οι γι’ αθρώποι θα ξαναγενούνε αθρώποι.

Το γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Σοντηρώ = Παρατηρώ επισταμένως
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Βολά = Φορά
Οζά = Πρόβατα
Εκειά = Εκεί
Διάνω = Διαμένω
Αμάθια = Μάτια
Μουρμουρίζω = Ψιθυρίζω
Τζαμιλίκι = Το τζάμι με το πλαίσιό ντου σε παραθύρι
Ξαγγριγιεύω = Εξαγριώνω
Φούντα = Το φύλλωμα του κάθε κλαδιού δέντρου
Σκούρη = Τα παραμορφωμένα βράχια στις ακρογιαλιές
Κατωμέρια = Πεδινές περιοχές
Μαδάρα = Βουνό
Όρη = Τα βουνά
Όντεν = Όταν
Κατακαίρι = Κακοκαιρία
Κουζουλοπαίχνιδα = Τρελοπαίχνιδα
Ξεμυτίζω = Βγαίνω έξω από το σπίτι
Όξω = Έξω
Κλεισούρα = Αποκλεισμένος μέσα στο σπίτι
Σακούλι = Υφαντό σακίδιο της πλάτης
Φλάσκα = Αποξηραμένος καρπός νεροκολοκύθας για κρασί ή νερό
Χαροκοπώ = Διασκεδάζω
Πεσίχαρος = Χαρούμενος
Συναπάντημα = Τα κακά και ανεπιθύμητα που τυχαίνουνε στη ζωή
Αποσπερίδα = Η βραδινή συντροφιά, βεγγέρα
Παρονιές = Απρογραμμάτιστες διασκεδάσεις
Ανεμοτσάπουρο = Τσουχτερό ανεμόβροχο
Μπιθιάζω = Συμπιέζω το περιεχόμενο κάποιου χώρου
Καταπόδα = Από κοντά
Τζοβαϊρικά = Κοσμήματα, χρυσαφικά
Αναλικώνομαι = Γίνομαι ενήλικας
Αναλιγοδιάζω = Εκθέτω με λεπτομέρειες πολλά και διάφορα
Οβγορίζω = Έχω ορατότητα


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα