Πώς να ξεχάσω τα παλιά
τσι ζωής τα περασμένα
που ήταν ούλα όμορφα
και ζούσαμ’ αδελφωμένα.
Δεν θα ξεχάσω τσι αυλές
που ήταν στολισμένες
και μ’ ανθισμένα γιασεμιά
περιτριγυρισμένες…
Αναστορούμαι τσ’ εποχές που ήταν γεμάτες οι γειτονιές με μιτσομέγαλη ζωή, που τους χωρούσε όλους, με πόρτες ανοιχτές κι όχι μανταλωμένες. Σπηθιές γεμάτες με παππούδες, γιαγιάδες, γονιούς, κοπέλια και ξενομπάτες. Νοικοκυριά μ’ αυλές που δεν ήταν χορταριασμένες μα ήτονε γεμάτες με γλάστρες που ‘χαν βασιλικούς με γιασεμιά και με λογιών των λογιών βιόλες…
Σοκάκια στρωμένα με καλντερίμια που μυρίζανε με μαγερέματα κι απού το ξεφούρνισμα του ψωμιού. Την εποχή που κάπνιζαν όλες οι καμινάδες και τα σκουτελικά επιαινόρχουντανε απού πόρτα σε πόρτα. Τότες που γλεντούσαν μέρες με νύχτες ολόκληρες, με λίγο κρασί, λουκάνικα με ελιές, με τηγανητές πατάτες, αβγά, καλιτσούνια, ή με ξηρούς καρπούς, με φρούτα και με καμιά όρθα που εθυσιαζόταν προς το τέλος και απάνω όμως στο τσακίρι κέφι και το ξεφάντωμα του γλεντιού. Μα και μ’ ούλα τα δρόλικα που ήτονε φορτωμένα τα δεντρά, ούλες τσι εποχές από την μεγάλη φροντίδα και την αγάπη που είχαν στην πατρογονική τους γη.
Ήταν μια εποχή που οι δυσκολίες, τα προβλήματα, οι λύπες και οι χαρές είχαν συμπαραστάτες, τους συγγενείς, τους γειτόνους και όλο το χωριό. Στη χαρά και στη λύπη δεν υπήρχε μοναξιά, ούτε αδιαφορία και γι’ αυτό οι ελπίδες έδιναν κουράγιο και δύναμη σ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής. Θυμούμαι στη βρύση να συναντιούνται οι γυναίκες με τσι μιτσές κοπελιές να τα λένε, παίρνοντας νερό ή πλένοντας τα ρούχα της οικογένειας, ή ποτίζοντας τα ζώα τους… Συντροφιά εκεί αφιέρωναν και λίγες στιγμές για να ξεκουραστούν και να μάθουν τα νέα, ή να μάθουν τα νέα, ή να συναντηθούν τα νιάτα ξεδιψάζοντας με το δροσερό νερό της βρύσης και να τα πουν με τα μάτια τους, που έκαναν την συμφωνία, της αιώνιας αγάπης και της ψυχής όπως γινόταν στα γλέντια, στους γάμους, με τα πανηγύρια και σ’ όλες τις γιορτές με συναντήσεις.
Δεν θα ξεχαστεί ποτέ η φιλοξενία και το κέρασμα εκείνης της νοικοκυράς και αφέντρας, με τους ξηρούς καρπούς, τα ξηρά φρούτα, με τα παραδοσιακά μαγερέματα και πιοτά. Είχα την τύχη τη μεγάλη να γνωρίσω και να ζήσω μ’ ανθρώπους θεοσεβούμενους, για τον Θεό, με τα θεία για τα ήθη και έθιμα, για τις πατρογονικές παραδόσεις, με κληρονομιές, για τη φύση με τα στοιχειά της, για τους απαράβατους νόμους της που ποτέ δεν τους παράβλεπαν, αλλά τους εφάρμοζαν πιστά, γιατί η τιμωρία τους, ήξεραν ότι θα ήταν ανελέητη.
Έζησαν τη μεγάλη σοφία τους, την αλληλεξάρτηση που είχαν με τα ζώα όλα, τα πουλιά, τα δέντρα με τα φυτά και που συμβίωναν μαζί τους όλες τις εποχές, μαζί με την μεγάλη ιδέα που είχαν για τον συνάνθρωπό τους.
Γνώρισα τη μορφή του βοσκού, εκείνου του βοσκού που ήθελε να βγορολογά από το πρωί ως το βράδυ την αυγή, με το ηλιοβασίλεμα, τον ουρανό, της ημέρας και της νύχτας, με τ’ άστρα και το φεγγάρι. Με μάτια που τα ‘λεγαν όλα, παρατηρούσε και μελετούσε όλες τις εποχές στοχαστικά και εκοίταζε πάνω απ’ τσι βουνοκορφές και τα χαράκια, χωρίς να διανερίζει το τέλος από τσ’ ομορφιές τσι γης.
Γνώρισα αυτό το βοσκό που ήταν μέρα – νύχτα, χειμώνες – καλοκαίρια, μαζί με τα ζώα του, συμβιώνοντας με την δικιά τους γλώσσα επικοινωνίας. Που ανάλογα με τα σημάδια που είχαν στο πρόσωπο, τα ξεχώριζε, τα ονόμαζε, χωρίς ποτές να σφάλει στην αναγνώρισή τους, όταν υπήρχε ανάγκη. Στα χιόνια, στο κρύο, στη βροχή, στις κακοκαιριές με τους κεραυνούς, τον χειμώνα ή στσι ζέστες του καλοκαιριού ήταν εκεί κοντά τους.
Πολλές φορές παραδειγματιζόταν από την ζωή των ζώων και των πουλιών ή ανθρώπων, που τα ‘χε σύμβολα για τη δύναμη ψυχής που είχαν ή ομορφιάς και αναφερόταν σ’ αυτά με ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια. Παρατηρώντας τη ζωή τους, που έχουν μείνει και θα μένουν στο χρόνο, θυμίζοντας ξεχωριστές στιγμές με ξεχωριστούς ανθρώπους που εγινήκανε σύμβολα μιας μεγάλης ιστορίας παρμένης από τα θησαυροφυλάκια του τόπου μας. Πολλές φορές με τη μελωδία της φωνής του και με μουσικά όργανα, που ο ίδιος εκατασκεύαζε, γέμιζε με το τραγούδι, την μουσική και τον αντίλαλο τα βουνά με τις ρεματιές και παρακινούσε και τα πουλιά σε τρικούβερτο πανηγύρι.
Ή μέρα ήταν ή νύχτα, οι θάμνοι γι’ αυτόν ήταν το πιο αναπαυτικό στρώμα, και τα χαράκια τα πιο απαλά μαξιλάρια. Ετσι γερμένος κάτω από τα χάδια του φεγγαριού μετρούσε τ’ άστρα, τα ‘βλεπε να τσουρούνε κι αν προλάβαινε έλεγε και μια ευχή για την καρδιά που νοιαζόταν και καρδιοχτυπούσε γι’ αυτόν. Ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος και τον ξυπνούσε το πρωί ξανά ο ήλιος με την ζεστασιά του. Ποτές δεν θα ξεχάσω και τους ανθρώπους που πάλευαν με την γη από ήλιο σε ήλιο…
Γνώρισα τη σοφή κολοδηκούσα αφέντρα, τη νοικοκυρά, τη γυναίκα, τη μάνα, την μητέρα, την μανούλα, την μαμά… Νοικοκυριά, που τηρούσαν πιστά την παράδοση σε αξίες με ιδανικά, τα ήθη, τα έθιμα, τα ιερά και όσια της πατρίδας μας και της οικογένειας.
Οικογένειες που συμβίωναν με τον συνάνθρωπο, τη φύση και τα ζώα, τηρώντας τους γραμμένους και άγραφους νόμους, που τους εξασφάλιζαν μια όμορφη και ήρεμη ζωή. Εστελναν κι έπαιρναν συναισθήματα χαράς ή λύπης, από τους γύρω τους, πολλές φορές μόνο με τα μάτια που είναι η εικόνα τσι καρδιάς με τσι ψυχής.
Μιλούσαν τη γλώσσα των πουλιών, γιατί ξεχώριζαν από τη δική τους βέβαια, ψυχική ηρεμία, ή ταραχή αν τα πουλιά κελαηδούσαν ανάλογα, χαρούμενα ή λυπημένα. Μελετούσαν πως ξημέρωνε η μέρα ή πως νύχτωνε, την πορεία που είχαν τα σύννεφα, ή πού βρισκόταν κατά την διάρκεια της ημέρας, αλλά και με τα ημερομήνια, προέβλεπαν τους καιρούς, τις λιακάδες, με τις κακοκαιριές και έκαναν τις ανάλογες προετοιμασίες.
Οι συμπεριφορές των ζώων πολλές φορές και των πουλιών που με τις προαισθήσεις που είχαν πάντα τις εκδήλωναν με διάφορους τρόπους, έδιναν μηνύματα ότι κάτι σοβαρό πρόκειται να συμβεί.
Είχαν αλάνθαστα προγνωστικά, γιατί μελετούσαν και παρατηρούσαν την φύση, τον ουρανό και τα ζώα. Η πορεία του φεγγαριού σε λίγωση ή γέμωση, ήταν κατάλληλη για να γίνουνται ορισμένες εργασίες, που ήταν μια αλάνθαστη επιστήμη για την ενέργεια που εκπέμπει η κάθε εποχή. Δεν ξεχνιούνται οι καρδιές, οι ψυχές που ‘ναι χαραγμένες στσι σελίδες των αναμνήσεών μου.
Δεν ξεχνιέται ποτέ ο χαιρετισμός από εκείνες τσι καθαρές μα πληγιασμένες παλάμες. Εκείνα τα αετίσια μάτια που έμπεμπαν στην καρδιά μου μηνύματα καλοσύνης, με ανθρωπιάς και λεβεντιάς, με ενέργεια και αύρα, δύναμης και σιγουριάς, που χάριζαν και έχουν γεμίσει με ανεξάντλητα αποθέματα, με χαρίσματα, την ψυχή μου.
Καθοδηγούν την πορεία της ζωής μου για πάντα με την ανεξάντλητη σοφία τους.
*τέως Αντιπρόεδρος Κοινότητας Καντάνου Συγγραφέας