Δεν ξέρω γιατί μου έκανε τόση εντύπωση, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του συνομηλίκου μου Πένκοφ μόλις το έπιασα στα χέρια μου, αρκετό καιρό πριν τελικά το διαβάσω, το γεγονός πως πήγε για σπουδές στην Αμερική, για σπουδές ψυχολογίας και δημιουργικής γραφής, και τελικά εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων στα αγγλικά, όμως μου έκανε, και ήταν μια σκέψη που έτρεχε παράλληλα με την ανάγνωση, συνδιαμορφώνοντας τελικά την ίδια την ανάγνωση.
Λίγο καιρό νωρίτερα είχα διαβάσει τη συλλογή διηγημάτων του Εμίρ Κοστουρίτσα, Ξένος μες στον γάμο. Και οι δύο αυτές συλλογές μου άρεσαν με τον ίδιο τρόπο, ίσως και για τον ίδιο λόγο, ίσως εξαιτίας της ικανότητας των συγγραφέων να εντάσσουν την Ιστορία σε κάθε μία από τις ιστορίες των διηγημάτων τους. Η μεγάλη εικόνα στο βάθος του κάδρου, δεδομένη και γνωστή, την ώρα που στο μπροστινό μέρος της σκηνής εκτυλίσσεται η ιστορία των ηρώων, η ζωή που συνεχίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ο Πένκοφ, παρότι στην Αμερική, κουβαλάει μαζί του την ιστορία του τόπου του, μέσα από διηγήσεις και διαβάσματα, έχει την ανάγκη να μιλήσει και γι’ αυτό, ίσως ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη εξαιτίας της απόστασης από τον τόπο του, ενώ αυτή η απόσταση του επιτρέπει να σταθεί πιο ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος, να διαχειριστεί με μεγαλύτερη άνεση το βάρος του συλλογικού παρελθόντος. Γεννημένος το 1982 μόνο κάποιες αμυδρές αναμνήσεις θα έχει από το παρελθόν της Βουλγαρίας του υπαρκτού σοσιαλισμού, αναμνήσεις πιθανότατα επίκτητες μέσα από διηγήσεις. Δεν αρκείται όμως μόνο στο άμεσο παρελθόν, τον ενδιαφέρουν και τα προηγούμενα, η τουρκοκρατία, οι βαλκανικοί πόλεμοι, το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας, ο βουλγαρικός εικοστός αιώνας στο σύνολό του αλλά και το άγχος για το μέλλον.
Αφήνω στην άκρη το μικρό βιβλίο και σβήνω τη λάμπα. Σκοτάδι. Κοιμούνται, ήσυχα, ήρεμα. Είναι λάθος να ζηλεύεις τον ίδιο σου τον εγγονό. Κι όμως τον ζηλεύω. Ζηλεύω και τη Νόρα. Κανείς δεν έχει γράψει σε μένα με αυτόν τον τρόπο. Δεν ζηλεύω όμως πια αυτόν τον άλλο άντρα. Επειδή, όπως κι εγώ, αποδείχθηκε δειλός και, παρότι ξέρω πως είναι λάθος, αυτό με ηρεμεί.
Υπάρχει ένα τεχνικό σημείο στον τρόπο που δομεί τα διηγήματά του ο Πένκοφ, που μου φάνηκε λειτουργικός και έξυπνος, και αυτός είναι πώς ξεκινάει την ιστορία του από μια δεδομένη μεταγενέστερη στιγμή, ξαφνικά και με ορμή, φανερώνοντας τις απαρχές και τις λεπτομέρειες της ιστορίας του παρά μόνο αργότερα, στην εξέλιξη της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει να καταπνίξει οποιοδήποτε κίνδυνο αμηχανίας, αφήνει στην άκρη τις σκηνές γνωριμίας μεταξύ αναγνώστη και ηρώων, προσδίδοντας δυναμική και νεύρο στις ιστορίες παρά τη μικρή φόρμα τους.
Η οικογένεια, η πολιτική αστάθεια, οι θρησκευτικές διαφορές, τα σύνορα, η ζωή στην ύπαιθρο και την πόλη, ο έρωτας, η απομάγευση, η εμμονή με το παρελθόν, η αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος κάπου στη Δύση είναι κάποια από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των διηγημάτων διαμορφωμένα ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Ομολογώ πως ένιωσα μεγαλύτερη αναγνωστική έλξη για τρία διηγήματα της συλλογής ( Αγοράζοντας τον Λένιν, Φωτογραφία με τη Γιούκι, Ντεσβιρμέ), στα οποία ο ήρωας έχει μεταναστεύσει στην Αμερική αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, με την αναμενόμενη κατάρρευση (μέρους) του ορίζοντα προσδοκιών. Ίσως σ’ αυτό το μοτίβο ο Πένκοφ να νιώθει μια οικειότητα. Και είναι αυτή η οικειότητα που αντανακλάται στις ιστορίες αυτές, σε συνδυασμό με το σύγχρονο χρονικό πλαίσιο, τα δύο στοιχεία εκείνα που τελικά κάνουν ξεχωριστά σε μένα τα διηγήματα αυτά.