Προτεραιότητα του Μπάιντεν είναι η επανεκκίνηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, που είχε χαλαρώσει επί Τραμπ. ΗΠΑ και Ρωσία βρισκόντουσαν σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. από τον Γέλτσιν. Τότε η μεν Ρωσία ήθελε αλληλοεξάρτηση των χωρών, που αποσπάστηκαν από το Σοβιέτ, η δε Ουάσιγκτον ζητούσε την πλήρη ανεξαρτησία τους από τη Μόσχα.
Στην παρθενική πρώτη του ομιλία ο Μπάιντεν ως πρόεδρος ανατρέπει την πολιτική Τραμπ εν σχέσει με το Κρεμλίνο. Δηλώνει παρών στη διπλωματία και υπέρμαχος της εξωτερικής πολιτικής. Θέλει «ν’ αποκαταστήσει τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο» αλλά ταυτόχρονα να εμποδίσει την ενίσχυση της ρωσοκινεζικής ισχύος στον ασιατικό χώρο. Το ερώτημα είναι, κατά πόσον μπορεί ο Μπάιντεν, να πραγματοποιήσει τη θέλησή του και αν οι ΗΠΑ θα αντέξουν το κόστος, να διατηρούν ψυχροπολεμικά μέτωπα με Μόσχα και Πεκίνο.
Αν και το 2016 στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με πρωτοβουλία του Τζον Κέρι υπέγραψαν σύμφωνο συνεργασίας ΗΠΑ – Ρωσίας για το Συριακό, τώρα ο Μπάιντεν δεν διατυπώνει ευχές εξευμενισμού των σχέσεων με τη Μόσχα. Τούτο φαίνεται από την πρόθεσή του ν’ ακυρώσει τη διαταγή του Τραμπ αποχώρησης του μεγαλύτερου μέρους των Αμερικανικών δυνάμεων στη Γερμανία, δείχνοντας τη θέλησή του, να μην μείνει θεατής στη σχέση Γερμανίας – Ρωσίας με συνδετικό κρίκο την ενεργειακή πολιτική του αγωγού φυσικού αερίου North Stream-2.
Ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Αμερικής – Ρωσίας κορυφώθηκε το 2014, όταν η Μόσχα έκανε την προσάρτηση της Κριμαίας στο Ρωσικό κράτος και της επιβλήθηκαν κυρώσεις από τη Δύση με κορυφαία την αποβολή της από τους G-7, στους οποίους έγινε το όγδοο μέλος το 2014 επί Κορμπατσώφ. Η εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας σήμερα θεωρείται δυσκολότερη από όσο την εποχή του ψυχρού πολέμου.
Ο νέος πρόεδρος με ξεκάθαρα μηνύματα μέσω διπλωματών του κατέστησε γνωστό στους στρατηγικούς αντιπάλους τη Ρωσία και Κίνα, ότι επιθυμεί συνεργασία μαζί τους, χωρίς όμως να παραγκωνίσει “τα ζωτικά συμφέροντα του λαού του”. Ο Μπάιντεν, αφού μίλησε με αρκετούς ομολόγους του, είχε και τηλεφωνική συζήτηση με τον Πούτιν προβάλλοντας την επιθυμία του ελευθέρωσης του Ναβάλντι και ξεκαθαρίζοντάς του, ότι “οι εποχές, που οι ΗΠΑ άλλαζαν πλευρά μπροστά στη ρωσική επιθετικότητα, έχουν παρέλθει”. Ομως σε αντιπαράθεση με την πρόωρη αντιπαλότητα του Μπάϊντεν έναντι στη Μόσχα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Πεστώφ δήλωσε: «Προς λύπην μας αυτή η ρητορική είναι πολύ επιθετική και μη εποικοδομητική».
Αν ο Μπάιντεν εγκαινιάζει σκληρές θέσεις έναντι του Κρεμλίνου με το σκεπτικό, ότι «προτίθεται η Ρωσία, ν’ αποδυναμώσει τη δημοκρατία μας», το κάνει, διότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πιστεύει, πως ο Πούτιν, εν καιρώ, αξιοποιώντας τη ρωσοτουρκική φιλία, θα πιέσει τον Ερντογάν, να προβεί στην επόμενη κίνηση διαρρηγνύοντας τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Τούτο, όμως, δεν το επιζητούν οι Αμερικανοί, επειδή δεν θέλουν την Τουρκία, έξω από το “μαντρί” της Δύσης και του ΝΑΤΟ.
Εδώ έγκειται η πολιτική Μπάιντεν και των διπλωματών του, πώς θα χειρισθεί το θέμα του Ερντογάν, ο οποίος ευρίσκεται “μεταξύ σφύρας και άκμωνος”, παίζοντας τον ρόλο του Σουλτάνου των ομοθρήσκων του, που ίσως τον φέρει σε οριστική διατάραξη των σχέσεών του με τους Δυτικούς.