Οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις στο διεθνές σύστηµα µετά και την ανάληψη της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραµπ, ανατρέπουν τα έως τώρα δεδοµένα στην παγκόσµια κοινότητα.
Σύµφωνα µε την Έκθεση Ασφαλείας του Μονάχου 2025: «Στο σηµερινό πολυπολικό διεθνές σύστηµα παρατηρείται µια συνεχιζόµενη µετατόπιση ισχύος προς έναν µεγαλύτερο αριθµό κρατών, όπου εκτός από τις δύο υπερδυνάµεις, διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στη διεθνή τάξη και συναγωνίζονται για απόκτηση µεγαλύτερης ισχύος και επιρροής».
Επίσης, εκτός από τις υπάρχουσες απειλές (περιφερειακές συγκρούσεις, τροµοκρατία, µεταναστευτικό, διασπορά όπλων µαζικής καταστροφής, διασπαστικές τεχνολογίες, κλιµατική αλλαγή, γεωπολιτικοποίηση των στρατηγικών πόρων κ.λπ), που αντιµετωπίζει ο κόσµος σήµερα, παρατηρείται και µια ιδεολογική πόλωση. Βάσει της εν λόγω έκθεσης, ο πολιτικός και οικονοµικός φιλελευθερισµός, που διαµόρφωσε τη µονοπολική περίοδο µετά τον Ψυχρό Πόλεµο, αµφισβητείται όλο και περισσότερο εκ των έσω, όπως καταδεικνύεται από την άνοδο του αυταρχισµού, του εθνικιστικού λαϊκισµού, του αποµονωτισµού, του οικονοµικού ανταγωνισµού και την εκδήλωση µονοµερών πρωτοβουλιών για την αύξηση της πολιτικής ισχύος των διεθνών κρατικών και µη κρατικών δρώντων.
Η σηµαντικότερη επίπτωση που έχουν επιφέρει οι ανωτέρω αλλαγές στο διεθνές σύστηµα όµως, είναι ότι το πολυµερές σύστηµα παγκόσµιας διακυβέρνησης, το οποίο κυριάρχησε στις διεθνείς σχέσεις για σχεδόν οκτώ δεκαετίες, τίθεται υπό αµφισβήτηση και η έως τώρα βασισµένη σε κανόνες διεθνής τάξη (rules-based International order) απαξιώνεται µε αποτέλεσµα το διεθνές δίκαιο να παραβιάζεται έναντι του δίκαιου του ισχυρού.
Συνεπώς, λαµβάνοντας υπόψη ότι οι έως τώρα κινήσεις των σηµαντικών παικτών του διεθνούς συστήµατος ακυρώνουν το υπάρχον σύστηµα διεθνούς τάξης γίνεται κατανοητό ότι η παγκόσµια κοινότητα οδεύει σε αχαρτογράφητα νερά.
Η επιβίωση σε αυτό το νέο παγκόσµιο γίγνεσθαι απαιτεί πρωτίστως, βαθιά κατανόηση και ανάλυση των αλλαγών που συντελούνται.
ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Υπό το πρίσµα αυτό, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στρατηγικές συµµαχίες όπως η συµµαχία ΗΠΑ-Ευρώπης διέρχονται από µια µεγάλη κρίση ταυτότητας.
Η στρατηγική απόφαση των ΗΠΑ να υποβαθµίσουν τη συµµετοχή τους στην αµυντική συµµαχία, η οποία προστατεύει την ειρήνη στην Ευρώπη για σχεδόν οκτώ δεκαετίες, µπορεί να σηµατοδοτήσει το τέλος µιας εποχής για τη σύµπραξη ΗΠΑ-Ευρώπης που βασίζονταν σε κοινές αξίες και αρχές.
Οι αρχές που έως τώρα διακήρυσσαν οι ΗΠΑ περί αντίθεσης στον εδαφικό επεκτατισµό, την προστασία του απαραβίαστου των συνόρων, την άρνηση χρήσης βίας, τον περιορισµό των εµπορικών δασµών και την υποστήριξη της διεθνούς συνεργασίας για την επίτευξη οικονοµικής και κοινωνικής ευηµερίας, φαίνεται να ακυρώνονται, δηµιουργώντας σοβαρό πλήγµα στη διεθνή τάξη.
Απ’ ότι φαίνεται, ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αντιλαµβάνεται τα παγκόσµια δρώµενα µε όρους γεωπολιτικούς, αλλά µε όρους αγοράς όπου τα πάντα είναι µια διαρκής διαπραγµάτευση για την εξασφάλιση κέρδους.
Ο κ. Τράµπ µε όρους αγοράς πάντα, αντιλαµβάνεται ότι όταν η χώρα του έχει χρέος $34 τρις, είναι αντιοικονοµική η εµπλοκή των ΗΠΑ στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεµο και γι’ αυτό, ανακοίνωσε την άµεση απεµπλοκή της χώρας του, επιζητώντας µια άµεση κατάπαυση του πυρός µε οποιαδήποτε αντάλλαγµα.
Θεωρεί ότι ο πόλεµος έχει κριθεί στο πεδίο των µαχών και πως η Ρωσία δεν υπάρχει περίπτωση να απωλέσει τα Ουκρανικά εδάφη που έχει κερδίσει έως τώρα.
Ως σκληρός ρεαλιστής και συνάµα ορθολογιστής ο κ. Τράµπ, γνωρίζει ότι για να ανατραπεί η διαµορφωθείσα κατάσταση στην Ουκρανία, θα πρέπει να υπάρξει στρατιωτική εµπλοκή των ΗΠΑ και των κρατών µελών του ΝΑΤΟ, γεγονός που θα σηµατοδοτούσε την έναρξη του Γ’ Παγκόσµιου Πολέµου και θα ήταν καταστροφικό τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τον υπόλοιπο κόσµο.
Ο κ. Τράµπ θεωρεί ότι η βασική απειλή των ΗΠΑ σήµερα δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα.
Η Κίνα αποτελεί παγκόσµιο ανταγωνιστή των ΗΠΑ όπου µεγεθύνεται συνεχώς οικονοµικά, γιγαντώνεται στρατιωτικά και τείνει να αποτελέσει τον εκφραστή των χωρών του λεγόµενου Παγκόσµιου Νότου, αλλά και των υπόλοιπων ανταγωνιστών των ΗΠΑ.
Επίσης, όπως επισηµαίνει ο καθηγητής Αθανάσιος Πλατιάς (βλέπε άρθρο του στο ΒΗΜΑ µε τίτλο: Ο απεγκλωβισµός της Ουάσιγκτον), «ο στρατηγικός άξονας Πεκίνου – Μόσχας έδωσε στην Κίνα το ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα της φθηνής ενέργειας, ενώ της εξασφάλισε τα χερσαία σύνορα από απειλές, δίνοντάς της στρατηγικό βάθος. Έτσι η Κίνα έστρεψε την ενέργειά της στη θάλασσα απειλώντας τη θαλασσοκρατία των ΗΠΑ».
Υπό το πρίσµα αυτό, ο κ. Τράµπ επέλεξε να εγκαινιάσει µια νέα εποχή ανάµεσα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας επιδιώκοντας πολλαπλά οφέλη τόσο σε γεωπολιτικό όσο και οικονοµικό επίπεδο. Τέλος, θεωρεί υψίστης σηµασίας γι’ αυτόν και τη χώρα του, να απεγκλωβίσει τη Ρωσία από τη σφαίρα επιρροής της Κίνας.
Η ΕΥΡΩΠΗ
Υπό τα νέα δεδοµένα, παρά τις έως τώρα προσπάθειες για σφυρηλάτηση πολιτικής ενότητας και ενίσχυσης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρώπη έχει ορισµένες ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν τον ηγετικό της ρόλο στο διεθνές σύστηµα.
Ενώ γίνονται προσπάθειες να επιτευχθεί η στρατηγική αυτονοµία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), οι ΗΠΑ αποτελούν τον εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας µέσω του ΝΑΤΟ.
Η Ε.Ε. δεν έχει τις δυνατότητες να αναπτύξει µια Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άµυνας (ΚΠΑΑ), ώστε να γίνει ένας αξιόπιστος πάροχος ασφάλειας.
Το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ευρώπης είναι πολύ µικρό για να είναι αποτρεπτικό, ειδικά κατά της Ρωσίας.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιµα είναι µια σηµαντική στρατηγική και πολιτική αδυναµία.
Τα κράτη µέλη της Ευρώπης δεν έχουν κοινή αντίληψη για τις προκλήσεις και τις απειλές της Ευρώπης. Για παράδειγµα, για την Ελλάδα η κύρια απειλή είναι η Τουρκία ενώ για τη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής η Ρωσία.
Παρά τις ανωτέρω ασυµµετρίες στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, οι τρέχουσες εξελίξεις στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον αποτελούν την τελευταία ευκαιρία για την Ευρώπη να επενδύσει στην άµυνα και την ασφάλειά της, ώστε να αποκτήσει στρατηγική αυτονοµία και να ενισχύσει το γεωπολιτικό της αποτύπωµα στο διεθνές σύστηµα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. απαιτείται να επιταχύνει την εφαρµογή της Στρατηγικής της Πυξίδας (Strategic Compass) για την ενίσχυση της πολιτικής άµυνας και ασφάλειας της Ε.Ε. έως το 2030, για τη δηµιουργία µιας αξιόπιστης ευρωπαϊκής αµυντικής βιοµηχανίας και της ικανότητας ταχείας ανάπτυξης της Ε.Ε., ως προοίµιο για έναν Ευρωπαϊκό στρατό.
Μόνο αν εξασφαλιστεί η στρατηγική αυτονοµία της Ε.Ε., τα κράτη-µέλη της θα αποκτήσουν την ικανότητα να συνεργάζονται µε εταίρους για να προστατεύσουν τις αξίες και τα συµφέροντά τους και να διαδραµατίσουν σηµαντικότερο ρόλο στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Εκτός από τη βαθιά κατανόηση και ανάλυση των αλλαγών που συντελούνται στον κόσµο, για την επιβίωση σε αυτό το νέο παγκόσµιο γίγνεσθαι απαιτείται και στρατηγική αναπροσαρµογή.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ
Υπό αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα εκτός από την επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος χρειάζεται να προχωρήσει στις απαραίτητες στρατηγικές αναπροσαρµογές της εξωτερικής πολιτικής της, ώστε να εξασφαλίσει την βιωσιµότητα και ανάπτυξή της.
Σε αυτό το νέο κόσµο που αναδιατάσσεται, θεωρώ πως η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί παράλληλα, προς δύο κατευθύνσεις.
∆εδοµένου ότι η διεθνής κοινότητα έχει αποδειχθεί ανίκανη να αντιµετωπίσει τις τρέχουσες προκλήσεις και απειλές του διεθνούς συστήµατος, η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει σε διεθνείς πρωτοβουλίες για µια ανανεωµένη δέσµευση των κρατών στο διεθνές δίκαιο και µια µεταρρύθµιση του πολυµερούς συστήµατος παγκόσµιας διακυβέρνησης.
Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει τη θέση της ως µη µόνιµο µέλος στο Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να συµβάλει στην ενίσχυση της ικανότητας της διεθνούς κοινότητας να αντισταθεί στις αποσταθεροποιητικές δυνάµεις που επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το διεθνές δίκαιο µε το δίκαιο του ισχυρού και να αλλάξουν τους κανόνες και τις αξίες του τρέχοντος συστήµατος διακυβέρνησης.
Υπό το πρίσµα αυτό, η Ελλάδα πρέπει να υποστηρίξει σθεναρά το ψήφισµα A/RES/79/1 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωµένων Εθνών (UNGA), µε τίτλο: «Το Σύµφωνο για το Μέλλον», το οποίο καταδεικνύει τη δέσµευση της διεθνούς κοινότητας να µεταρρυθµίσει τη βασισµένη σε κανόνες διεθνή τάξη για να αντιµετωπιστούν οι σοβαρές προκλήσεις που αντιµετωπίζει ο κόσµος σήµερα.
Η δεύτερη κατεύθυνση που πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα βασίζεται στην παραδοσιακή ρεαλιστική προσέγγιση των ∆ιεθνών Σχέσεων και σχετίζεται µε τις συµµαχίες της χώρας.
Λαµβάνοντας τον έντονο ανταγωνισµό των δρώντων του σηµερινού πολυπολικού διεθνούς συστήµατος και την επιδίωξή τους για αντικατάσταση του διεθνούς δικαίου µε το δίκαιο του ισχυρού, η Ελλάδα για να επιβιώσει πρέπει να επενδύσει ακόµη περισσότερο στις ισχυρές συµµαχίες της (ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία) και να ενδυναµώσει τη στρατηγική της σχέση µαζί τους.
Βασική προϋπόθεση όµως, για την επίτευξη των εθνικών στόχων βάσει των εν λόγω δύο κατευθύνσεων, είναι η Ελλάδα να αντιµετωπίσει άµεσα τις τρωτότητές της όπου λειτουργούν ως τροχοπέδη και υπονοµεύουν την Ελληνική εξωτερική πολιτική και τα εθνικά συµφέροντα.
Η Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό αποτελεί στόχο υβριδικών επιχειρήσεων ισχυρών κέντρων εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας, όπου επιδιώκουν την υπονόµευση και άµεση αποσταθεροποίησή της.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Η βασική διαχρονική τρωτότητα της χώρας είναι οι πληροφοριακές και ψυχολογικές επιχειρήσεις που διεξάγονται καιρό τώρα από τα εν λόγω κέντρα εξουσίας, µε στόχο τον έλεγχο των πολιτικών αφηγηµάτων για τη χειραγώγηση και παραπληροφόρηση του ελληνικού λαού, ώστε να αποσύρει την εµπιστοσύνη και στήριξή του από την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας.
Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσω κάποια παραδείγµατα µε αφηγήµατα που έχουν αναπτυχθεί τελευταία, από τα εγχώρια όργανα αυτών των κέντρων εξουσίας.
Μετά τις Ευρωεκλογές ασκήθηκε έντονη κριτική τόσο στον Πρωθυπουργό όσο και στον Υπουργό Εξωτερικών για την πολιτική προσέγγισης µε την Τουρκία χαρακτηρίζοντάς τους ως εθνικούς µειοδότες και προδότες. Κανείς από αυτούς όµως, δεν αναφέρθηκε στο γεγονός, ότι η ίδια πολιτική ηγεσία όταν χρειάστηκε το 2020 υπερασπίστηκε τα εθνικά δίκαια και την εθνική κυριαρχία αποτελεσµατικά, στέλνοντας παράλληλα, ένα ισχυρό µήνυµα αποτροπής στην Τουρκία.
Το ερώτηµα που τίθεται για να διαλυθεί η παραπληροφόρηση είναι, πως είναι δυνατόν κάποιοι προδότες να υπερασπίζονται σθεναρά την εθνική ασφάλεια της πατρίδας µας;.
Η δεύτερη παραπληροφόρηση αφορά την επιλογή της χώρας να στηρίξει το δίκαιο αγώνα της Ουκρανίας να υπερασπιστεί την εθνική της ανεξαρτησία από έναν εισβολέα όπου κόντρα στους κανόνες του διεθνούς δικαίου επιδιώκει να επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού. Στο πλαίσιο του ίδιου αφηγήµατος εντάσσεται και η παραπληροφόρηση για την αποστολή οπλισµού από την Ελλάδα στην Ουκρανία, αποδυναµώνοντας την ασφάλεια των ελληνικών νησιών.
Όπως έχω τονίσει σε προηγούµενο άρθρο µου, αν και µας ζητήθηκε, η Ελλάδα δεν έδωσε τανκς, δεν έδωσε αεροπλάνα F16, αλλά ούτε και αντιαεροπορικά συστήµατα. Ο ελάχιστος στρατιωτικός εξοπλισµός που έδωσε ήταν µη αναγκαίος, η απόσυρση και καταστροφή του από τις ένοπλες δυνάµεις θα κόστιζε πολλά εκατοµµύρια ευρώ και δεν αποδυναµώθηκε η ασφάλεια των ελληνικών νησιών.
Οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορούσαν την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας για τις ανωτέρω επιλογές, κατηγορούν σήµερα τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη για δήθεν διεθνή αποδυνάµωση της Ελλάδας και γιατί δεν προσκλήθηκε η Ελλάδα στη Σύνοδο των προθύµων που συγκάλεσε ο Βρετανός Πρωθυπουργός κ. Στάρµερ στο Λονδίνο, στις 2 Μαρτίου 2025.
Το γεγονός, ότι η µη παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού να ήταν αποτέλεσµα εθνικής στρατηγικής επιλογής, δεν το αναφέρει κανείς διότι δεν συµφέρει το αφήγηµα της παραπληροφόρησης.
Και στρατηγική επιλογή να µην ήταν όµως, θέτω το ερώτηµα σε όλες αυτές τις φωνές της παραπληροφόρησης. Η Ελλάδα είναι πρόθυµη; Είναι διατεθειµένη να στείλει στρατό στην Ουκρανία;
Την προηγούµενη Πέµπτη 5/3/25, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σύµφωνα µε το ρωσικό πρακτορείο Tass, διεµήνυσε στον κ. Μακρόν, ότι η παρουσία ευρωπαϊκών δυνάµεων στην Ουκρανία θα σηµαίνει άµεσο πόλεµο από τις ευρωπαϊκές χώρες κατά της Ρωσίας.
Αυτοί που αναπτύσσουν την ανωτέρω προπαγανδιστική ρητορική ας µας απαντήσουν. Θέλουν η Ελλάδα να µπει σε πόλεµο µε τη Ρωσία για την Ουκρανία; Αν θέλουν να βγουν και να µας το πουν.
Ας αναλογιστεί λοιπόν ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης, τι χαµό θα προκαλούσαν οι ίδιοι προπαγανδιστές και τα πληρωµένα παπαγαλάκια των ξένων κέντρων εξουσίας στην Ελλάδα, αν ο Πρωθυπουργός συµµετείχε σε αυτή τη Σύνοδο των Προθύµων µε θέµα την αποστολή ελληνικών στρατευµάτων στην Ουκρανία.
Επίσης, η Μεγάλη Βρετανία είναι εκτός Ε.Ε. και διοργάνωσε µια µονοµερής πρωτοβουλία πρωτίστως για να διερευνήσει τις πιθανότητες προθύµων χωρών να εµπλακούν σε µια οιωνοί ειρηνευτική αποστολή στην Ουκρανία που αποτελεί αιτία πολέµου για τη Ρωσία και δευτερευόντως, για να ενισχύσει το γεωπολιτικό της αποτύπωµα στην Ευρώπη µετά τη στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ να αποσυρθούν.
Μια συµµετοχή του Έλληνα Πρωθυπουργού σε αυτή τη Σύνοδο θα συνέφερε την Ελλάδα όταν το ζητούµενο για την Ευρώπη, είναι οι αποφάσεις να ληφθούν εντός του Ευρωπαϊκού πλαισίου;
Τέλος, απίστευτη παραπληροφόρηση γίνεται για τη συµµετοχή του Τούρκου ΥΠΕΞ κ. Χακάν Φιντάν στην εν λόγω Σύνοδο και την πιθανότητα συµµετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα.
Το ενδεχόµενο ο Έλληνας Πρωθυπουργός να µην πήγε στο Λονδίνο, διότι θεώρησε υποκριτική και προσβλητική την πρόσκληση στην Τουρκία, που έχει διαπράξει ακριβώς, ότι η Ρωσία στην Ουκρανία µε την τουρκική εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου δεν το αναφέρει κανείς, διότι επίσης, δεν συµφέρει το προπαγανδιστικό αφήγηµα.
Σε σχέση µε τη συµµετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα, θα πρέπει να ενηµερωθεί ο κόσµος, ότι η επιδίωξη αυτή από µέρους της Τουρκίας δεν είναι καινούρια. Πάνω από µια τετραετία επιδιώκει ανεπιτυχώς αυτό το στόχο η Τουρκία, λόγω της σθεναρής στάσης της Ελλάδας και των συµµάχων της.
Για του λόγου το αληθές, ο γράφων το παρόν άρθρο, στις 18 Οκτωβρίου 2022 συµµετέχων ως Γενικός ∆ιευθυντής της Γενικής ∆ιεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άµυνας & ∆ιεθνών Σχέσεων (Γ∆ΠΕΑ∆Σ) του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας, στη Σύνοδο των ∆ιευθυντών Αµυντικής Πολιτικής της Ε.Ε. που πραγµατοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, είχα τονίσει στους οµολόγους µου, ότι η Ελλάδα σε καµία περίπτωση δεν θα συνηγορήσει στην στήριξη της τουρκικής αµυντικής βιοµηχανίας και την προµήθεια τουρκικού στρατιωτικού εξοπλισµού µέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού για την Ειρήνη (EPF), δεδοµένου του συλλογικού χαρακτήρα του εν λόγω µηχανισµού µε συνεισφορές προερχόµενες από τους εθνικούς προϋπολογισµούς των κρατών µελών.
Το ίδιο συµβαίνει και σήµερα. Εκτός από τον Έλληνα Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και ο Γάλλος Πρόεδρος κ. Μακρόν είναι αντίθετος σε µια τέτοια προοπτική και διαφώνησε ανοικτά µε τον Γερµανό οµόλογό του.
Η ίδια προπαγάνδα και επιχείρηση παραπληροφόρησης διεξάγεται αυτή την περίοδο και για τη σχέση του Έλληνα Πρωθυπουργού µε τον Αµερικανό Πρόεδρο κ. Τράµπ παρά το γεγονός, ότι ο Έλληνας ΥΠΕΞ κ. Γεραπετρίτης είχε πρόσφατα µια άκρως επιτυχηµένη συνάντηση µε τον οµόλογό του στην Ουάσιγκτον και προετοιµάζεται επίσηµη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο.
Λαµβάνοντας υπόψη τη µεγάλη έκταση του παρόντος άρθρου, δεν έχω τη δυνατότητα να αναφερθώ εκτενώς στα αφηγήµατα της εν λόγω επιχείρησης παραπληροφόρησης, ώστε µέσω επιχειρηµάτων να τα αποδοµήσω. Ίσως επανέλθω σε κάποιο άλλο άρθρο µου.
Συνοψίζοντας την αναφορά µου στην ανωτέρω υβριδικού χαρακτήρα εκστρατεία, όπου µέσω πληροφοριακών και ψυχολογικών επιχειρήσεων επιδιώκεται η αποσταθεροποίηση της χώρας, επισηµαίνω για ακόµη µια φορά την αναγκαιότητα ενίσχυσης της εθνικής ανθεκτικότητας.
Εν κατακλείδι, σε αυτό το νέο κόσµο που αναδιατάσσεται, η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, διότι έχει δικαιωθεί από τις έως τώρα στρατηγικές της επιλογές.
Μια κρίση εκτός από τα δεινά που προκαλεί, δηµιουργεί και ευκαιρίες.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι να διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο στη µεταρρύθµιση του πολυµερούς συστήµατος παγκόσµιας διακυβέρνησης, να ενδυναµώσει τη σχέση της µε τους στρατηγικούς συµµάχους της και να αξιοποιήσει τις στρατηγικές ευκαιρίες που θα προκύψουν, ώστε µέσω της άσκησης πιο ενεργούς και πολυδιάστατης διπλωµατίας, να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωµα.
*Ο δρ Κωνσταντίνος Π. Μπαλωµένος είναι πολιτικός επιστήµονας – διεθνολόγος πρώην γενικός διευθυντής – Γενικής ∆ιεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άµυνας και ∆ιεθνών Σχέσεων (Γ∆ΠΕΑ∆Σ) Υπουργείου Εθνικής Άµυνας (ΥΠΕΘΑ)