Μην ψάχνεις άνθρωπε να βρεις που ‘χει στρεχιάσει η ελπίδα,
για να σε βγάλει από το βαθύ το βούρκο που ‘ χεις χαθεί,
κάτω απ’ τα φύλλα της καρδιάς είναι, με μια λεπίδα
επάνω στ’ άσπρα της φτερά κι η δόλια αιμορραγεί!
Που εσύ με την απληστία σου αιώνες την καρφώνεις
χωρίς οίκτο ανελέητα με μίσος και οργή
και που της Γης σου τα αγαθά όλα τα φαρμακώνεις
κι ας το θωρείς, ο κόσμος σου μοιάζει ανοιχτή πληγή.
Άνοιξ’ τα μάτια της ψυχής να δεις πως σπαρταράει
και σου φωνάζει: «άνθρωπε σκύψε να αφουγκραστείς…
η Γη ματώνει…» θα σου πει, «κοχλάζει και βογκάει
κι όλα θα γίνουν κουρνιαχτός αν δεν συνετιστείς».
Πριν γίνουν όλα άνθρωπε στη Γη σου ένα καμίνι
βγάλ’ τη λεπίδα, λεύτερη η ελπίδα να πετάξει,
την αδελφούλα της να βρει, την ματωμένη ειρήνη
και μια καινούργια, ώρια αυγή στην πλάση να χαράξει!
Να στήσει πάλι η προκοπή τον ώριο αργαλειό της
να πλέξει πλουμιστό χαλί στη γη μας να το στρώσει
να θρέψει όλες τις πληγές να μην ξαναματώσει
την αρμονία της να βρει η ζωή και το ρυθμό της.