■ Σελίδες κρητικής ηθογραφίας του 20ου αιώνα
ΜΕΡΟΣ B’
Βιβλία κρητικής ηθογραφίας που πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Α’ Μέρος του κειµένου για την επιλογή συµπερίληψής τους στον κατάλογο και εκδόθηκαν για πρώτη φορά µεταξύ 1950 και 1999:
1.
Αλέξανδρος Κ. ∆ρουδάκης, «Το Νικολιό». Εκδόσεις: Χανιά 1953 (ιδιωτική) – Αθήνα 1988 («Σµυρνιωτάκης» – β’ έκδ. συµπληρωµένη).
Το Νικολιό είναι ένας νεαρός λυράρης που κουρασµένος από τις συνθήκες της ζωής του στο χωριό και πιστεύοντας ότι η ζωή στην πόλη είναι καλύτερη µετακοµίζει στη «Χώρα». Εκεί γνωρίζει τη Βαγγελιώ και ερωτεύονται.
Μετά από τρία χρόνια και αφού η αγαπηµένη του Βαγγελιώ τον αφήνει για ένα πλούσιο «Αµερικάνο», επιστρέφει απογοητευµένος στο χωριό του, γίνεται βοσκός, και καθώς βόσκει τα «ωζά» του γράφει τις ιστορίες που περιλαµβάνονται στο βιβλίο και αφορούν στη ζωή του χωριού, τις οποίες στέλνει στην πρώην αγαπηµένη του. Σε ένα από τα ευθυµογραφήµατα του βιβλίου, µε τίτλο: «Επήγε για µαλλί…», το Νικολιό, ένα βράδυ, βοηθάει τον Κασιδογιώργη να «κλέψει» την κοπελιά που αγαπά, αλλά όπως και στον «Πατούχα», αποδεικνύεται τελικά ότι αυτή που απήγαγαν είναι η µάνα της.
Ο δηµιουργός του «Νικολιού», Αλέξανδρος Κ. ∆ρουδάκης (1915-1993) είχε γεννηθεί στα Χανιά. Εκτός από συγγραφέας ήταν και πολύ αξιόλογος ζωγράφος που αντλούσε τη θεµατολογία του από την ιστορία και την παράδοση της Κρήτης. Είχε µάλιστα φιλοτεχνήσει (1958) έναν περίφηµο πίνακα για τη Μάχη της Κρήτης.
2.
Εµµανουήλ Ιωσ. Φραγκεδάκης, «Το Μανωλιό στη Γαύδο». Εκδόσεις «Μανουσάκη», Ρέθυµνο 1962.
Ο συγγραφέας ήταν γιατρός από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου – Π.Ε. Ρεθύµνου και είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Το τυχαίο περιστατικό όπου µια ακρίδα µπαίνει στο µπούστο µιας κοπελιάς στο χωριό του συγγραφέα, γίνεται αφορµή να βρεθεί στη Γαύδο το Μανωλιό – ουσιαστικά πρόκειται για τον ίδιο τον συγγραφέα- και να αποµακρυνθεί από τους γονείς του, που κάποια στιγµή το θεωρούν νεκρό, για τρεις µέρες. Στο χρονικό αυτό διάστηµα συµβαίνει µια σειρά από επεισόδια, τόσο ευχάριστα (τα περισσότερα) όσο και δυσάρεστα.
Η ιδιαιτερότητα του κειµένου έγκειται στο ότι, παράλληλα µε τους διαλόγους, και το αφηγηµατικό και περιγραφικό µέρος του κειµένου είναι γραµµένο στο τοπικό γλωσσικό ιδίωµα του Αγίου Βασιλείου, κάτι που συνιστά πρωτοτυπία σε σχέση µε τα άλλα κείµενα που αναφέρονται εδώ. Πολύ χρήσιµο είναι και το σηµείωµα (15 σελίδων) του Ι. Ευθ. Τσουδερού που περιέχεται στο βιβλίο, µε τον τίτλο: «Λίγα λόγια για την έκδοση του κειµένου και τη κρητική γλώσσα». Ο Φραγκεδάκης ακολούθησε το παράδειγµα του συνεπαρχιώτη του Ευάγγελου Φωτάκη, που και αυτός έγραψε το «Ανεζηνιό» του στο ίδιο τοπικό γλωσσικό ιδίωµα (ακόµη και το σύντοµο «Αντί προλόγου» σηµείωµά του), αλλά στην περίπτωση του Φωτάκη, το βιβλίο του, όπως προαναφέρθηκε, εκτός των προλογικών σηµειωµάτων, αποτελείται αποκλειστικά από διαλόγους.
3.
Εµµανουήλ Λαντζουράκης, «Ο Μανωλιός στην Αθήνα». Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974. Το 1987 το βιβλίο γνώρισε την 4η έκδοσή του, στο Ρέθυµνο.
Τόπος καταγωγής του συγγραφέα είναι το χωριό Νίθαυρη Αµαρίου –Π.Ε. Ρεθύµνου.
Ο Μανωλιός, ξεκινώντας τη διήγησή του από τις αναµνήσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων στο χωριό του, στη συνέχεια περιγράφει τις περιπέτειές του στην Αθήνα, όπου προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει την τύχη του, απογοητευµένος και από το γεγονός ότι η οικογένεια της κοπελιάς που αγαπούσε στο χωριό του την πάντρεψε µε άλλον και αυτός µη θέλοντας να παντρευτεί κάποια άλλη από τις διαθέσιµες υποψήφιες νύφες παρέµεινε ένας ανύπανδρος και µοναχικός βοσκός.
Τελικά, διαπιστώνοντας ότι η ζωή της πόλης δεν του ταιριάζει, αφού οι άνθρωποι εκεί δεν έχουν την ειλικρίνεια, την ζεστασιά και τον αυθορµητισµό των ανθρώπων του χωριού του, επιστρέφει στο χωριό. Στις µόλις 64 σελίδες του βιβλίου περιγράφονται µε αρκετές λεπτοµέρειες και έθιµα περιόδων όπως οι Απόκριες και η Λαµπρή, οι διαδικασίες για το αλώνισµα, το όργωµα του χωραφιού, το άλεσµα της ελιάς στην παλιά φάµπρικα, τα έθιµα που ακολουθούνταν κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ηµερών που συνήθως διαρκούσε τότε ένας γάµος (συνεπαρσά, απαγγελία των «παστικών», κέρασµα µελοκάρυδου από τη µάνα του γαµπρού κλπ) µε την παράθεση αρκετών σχετικών µαντινάδων. Επίσης, περιλαµβάνονται επιπλέον µικρές ιστορίες και ανέκδοτα του χωριού, παροιµίες, και ένα πολύ σύντοµο κρητικό λεξιλόγιο.
4.
Εµανουήλ Γ. Πατυχάκης, «Ο Μιχαληός και άλλα διηγήµατα κρητικής ηθογραφίας». Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1977.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο χωριό Λιθίνες Σητείας – Π.Ε. Λασιθίου και όταν δηµοσίευσε τα ηθογραφήµατά του ήταν συνταξιούχος δικηγόρος. Ο έρωτας δυο ανθρώπων µε µεγάλη διαφορά ηλικίας, του Μιχαλιού και της Ζαµπιώς, σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Κρήτης, και οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν λόγω της σχέσης τους είναι το θέµα του βασικού διηγήµατος του βιβλίου. Ο δεκαοχτάχρονος Μιχαλιός, έπειτα από διάφορες περιπέτειες, παρά την αντίθεση της οικογένειάς του και σχεδόν όλων των συγχωριανών του, αλλά και την αντιζηλία του γέρο Σήφη που και αυτός διεκδικεί την αγάπη της πενηνταοχτάχρονης Ζαµπιώς, την παντρεύεται, αλλά µετά από εφτά χρόνια, όταν πλέον η Ζαµπιώ έχει µεγαλώσει ακόµη περισσότερο και η εξωτερική της εµφάνιση παύει να τον ελκύει, ο Μιχαλιός ερωτεύεται τη νεαρή και όµορφη κόρη της, Λενιώ.
Ο «Μιχαληός» είναι το βασικό και εκτενέστερο από τα δεκαοκτώ συνολικά διηγήµατα του βιβλίου και δευτερεύοντες -ως προς την διάρκεια της παρουσίας τους- χαρακτήρες του, όπως ο Νικολιός και ο Λευθεράκης, γίνονται, βασικός ήρωας ο πρώτος και σηµαντικός δευτερεύων χαρακτήρας ο δεύτερος, σε επόµενο βιβλίο του συγγραφέα, µε τίτλο «Ο Νικολιός».
5.
Εµανουήλ Γ. Πατυχάκης, «Ο Νικολιός». Εκδόσεις «Αφοί Πατυχάκη», Αθήνα 1983.
Το βιβλίο εκδόθηκε από τα παιδιά του συγγραφέα, µετά τον θάνατό του. Αφορά στις περιπέτειες και τα παθήµατα του Νικολιού, εβδοµηντάχρονου καντηλανάφτη και περιστασιακού ψάλτη, βαθιά θρησκευόµενου, που επιδίδεται σε πράξεις ελεηµοσύνης για τις φτωχές χήρες του χωριού, αλλά ταυτόχρονα είναι οκνηρός όσον αφορά τις συνήθεις αγροτικές δουλειές.
Ο Λευθεράκης, φίλος του Νικολιού, και η γειτόνισσά του η εξηντάχρονη Μαρουλιώ (αναφέρεται και ως «Μαρούλι» στο βιβλίο, όπως και η ηρωίδα του Κονδυλάκη στον Πατούχα), είναι οι βασικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Μεταξύ του Νικολιού και της Μαρουλιώς υπάρχει µια -γνωστή σε όλο το χωριό- αντιπάθεια, που δίνει λαβή στο Λευθεράκη και σε άλλους, περισσότερο για να διασκεδάσουν, να τους προτρέπουν να παντρευτούν µεταξύ τους ή να τους κάνουν πειράγµατα ότι γνωρίζουν για τον δήθεν επικείµενο γάµο τους.
Σηµ.: Το βιβλίο του Γεωργίου Αντ. Σαριδάκη, µε τίτλο η «Μαρινούλα», που εκδόθηκε το 1966 στο Ηράκλειο Κρήτης από τις εκδόσεις «Ανταίος», απλώς το αναφέρω, λόγω του τίτλου του. Όµως, στο βιβλίο αυτό, οι διάλογοι µεταξύ των προσώπων δεν είναι στην κρητική ντοπιολαλιά αλλά στην κοινή νεοελληνική γλώσσα (αν και δεν απουσιάζουν από αυτό οι λέξεις της κρητικής ντοπιολαλιάς, οι οποίες περιλαµβάνονται κυρίως σε παρατιθέµενες στο βιβλίο µαντινάδες και αποσπάσµατα έργων όπως η «Ερωφίλη»).
Υπάρχουν καταχωρήσεις βιβλίου µε τον τίτλο: «Εµάθετέ τα; Εκλέψανε, λέει, το Γαρεφαλιώ!, και συγγραφέα τον Γ. Μαράντη (Καφφετζάκη). Ο πραγµατρικός τίτλος είναι: «Εµάθετέ τα;» . Έτσι το αναφέρει ο ίδιος ο Καφφετζάκης, στις λίστες βιβλίων που έχει εκδώσει, ενώ και στο εξώφυλλο του βιβλίου αναγράφεται: «Εµάθετέ τα;…».
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1939 στην Αθήνα, ενώ στη Β’ έκδοση (Εκδόσεις Νικ. Αλικιώτη-Αθήνα 1943) στην πρώτη σελίδα του εσωτερικού µέρους του βιβλίου -τουλάχιστον σε αντίτυπο που φυλάσσεται στη ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη Χανίων- αναγράφεται ο προαναφερόµενος µεγαλύτερος τίτλος. ∆εν γνωρίζω αν συµβαίνει το ίδιο και στην πρώτη έκδοση.
Σε αυτή την αναγραφή ίσως οφείλεται και η σύγχυση η σχετική µε την ονοµασία.
Η κρητική ντοπιολαλιά είναι η ελληνική ντοπιολαλιά µε τη µεγαλύτερη σχέση ως προς την αρχαία ελληνική γλώσσα, της οποίας έχει διατηρήσει αρκετές λέξεις.
Η µουσικότητά της, που συντελεί στη ζωντάνια των διαλόγων, βοήθησε τους συγγραφείς να «ζωντανέψουν» χαρακτήρες που αν και αρκετοί από αυτούς ήταν τελείως αγράµµατοι -η δράση τους εκτυλίσσεται σε εποχές που η εκπαίδευση δεν ήταν εύκολη, κυρίως στα χρόνια της ύστερης τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την πρώτη περίοδο της Κρητικής Πολιτείας- είχαν ψυχική καλλιέργεια, ακολουθούσαν τα ήθη και τα έθιµα που είχαν κληρονοµήσει από τους προγόνους τους και τηρούσαν µε ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις.
Στα κείµενα των συγγραφέων που εξέδωσαν τα κείµενά τους στην Αθήνα, η πλειονότητα των οποίων τα δηµοσίευσε εκεί επειδή εκεί ζούσε, είναι φανερές οι επιρροές της κοινής νεοελληνικής γλώσσας και στους κρητικούς διαλόγους, σε σχέση µε τους συγγραφείς που ζούσαν στην Κρήτη και εξέδωσαν τα κείµενά τους στο νησί, µιας και είναι συχνότερη η χρήση λέξεών της κοινής νεοελληνικής και σε σηµεία διαλόγων όπου θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν κρητικό λεξιλόγιο.
Και είναι φυσικό αυτό, από τη στιγµή που ζώντας µακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους δεν ήταν πάντα εύκολο να µιλούν και να ακούν καθηµερινά την κρητική ντοπιολαλιά, και έτσι, σταδιακά, ξεχνούσαν κάποιες λέξεις της.
Επίσης, σε αρκετά αποσπάσµατα σχηµατίζεται η εντύπωση στον αναγνώστη ότι καταβάλλεται έντονη προσπάθεια από τον συγγραφέα ώστε να συµπεριλάβει όσες περισσότερες κρητικές λέξεις µπορεί -ο πρωτεύων δηλαδή στόχος είναι να διαφυλαχτεί η κρητική ντοπιολαλιά και όχι τόσο να τελειοποιηθεί η πλοκή της εξελισσόµενης ιστορίας- και αυτό δείχνει και τη βαθειά αγωνία των ανθρώπων αυτών για τη διάσωση, πέραν των ηθών και των εθίµων του τόπου τους, και των λέξεων και φράσεων που µιλούσαν και άκουγαν από την παιδική τους ηλικία, αλλά έβλεπαν σιγά σιγά -ήδη από τότε- να µειώνεται προοδευτικά ο αριθµός όσων τη µιλούσαν και λιγότερο, βέβαια, όσων την κατανοούσαν.
Άλλωστε, ο επίσης Ρεθεµνιώτης συγγραφέας Ιωάννης Μ. ∆αλέντζας, σε σηµείωµά του για το βιβλίο του Εµµ. Ιωσ. Φραγκεδάκη «Η παντρειά στην Κρήτη» -για άλλο βιβλίο του στο οποίο περιλαµβάνεται το εν λόγω σηµείωµα γίνεται λόγος και στο παρόν κείµενο- τον Ιούνιο του 1961, επισηµαίνει αυτή την αγωνία, γράφοντας ότι η καρδιά του συγγραφέα «είναι ανήσυχη και στενοχωρηµένη, γιατί όσο πάει, χάνεται µέσα στη θολούρα µιας αµφίβολης πολιτιστικής τάχα εξέλιξης ότι όµορφο, γνήσιο κι’ ευγενικό Κρητικό στοιχείο υπάρχει».
Υποθέτω ότι ο ∆αλέντζας εννοούσε και την κρητική ντοπιολαλιά µεταξύ των κρητικών στοιχείων που κινδύνευαν να χαθούν, αφού στην κρητική ντοπιολαλιά είναι γραµµένο και το βιβλίο αυτό του Φραγκεδάκη.
Ηθογραφικά – λαογραφικά βιβλία στην κρητική ντοπιολαλιά γράφονται και στον αιώνα που διανύουµε, αλλά επειδή πλέον η ζωή και του κρητικού χωριού δεν είναι το ίδιο «παραδοσιακή» µε παλαιότερες εποχές, αλλά και ο κρητικός παραδοσιακός τρόπος ζωής έχει περιγραφεί επαρκώς από τους παλαιότερους, είναι αρκετά πιθανό ότι στο µέλλον τέτοια βιβλία θα εκδίδονται όλο και πιο σπάνια.
Το 2020 η κρητική ντοπιολαλιά – διάλεκτος εντάχθηκε ως µάθηµα επιλογής στο εκπαιδευτικό πρόγραµµα του Παιδαγωγικού Τµήµατος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστηµίου Κρήτης· µια αναµφίβολα σωστή απόφαση. Όµως, το µέτρο αυτό, αν και πολύ σηµαντικό, δεν αρκεί.
Επισηµαίνοντας την ανάγκη λήψης επιπλέον µέτρων (που φυσικά δεν είµαι ο πρώτος που τη διαπιστώνω), καταλήγω σε µια συνολική πρόταση, που δεν αφορά µόνο τους Κρητικούς, ελπίζοντας ότι θα διαβαστεί από κάποιον αρµόδιο που θα υιοθετήσει τη βασική της έστω κατεύθυνση και θα επιδιώξει την υλοποίησή της.
Προτείνω, λοιπόν, το καθ’ ύλην αρµόδιο για θέµατα εκπαίδευσης Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευµάτων -σε συνεργασία µε το καθ’ ύλην αρµόδιο για θέµατα τοπικής αυτοδιοίκησης Υπουργείο Εσωτερικών- να προωθήσει προς ψήφιση σχετική νοµοθετική ρύθµιση, ώστε να διδάσκονται υποχρεωτικά στα ∆ηµοτικά Σχολεία, σαν αυτόνοµο µάθηµα, κλασσικά ή τουλάχιστον µε κάποια χρονική απόσταση από το σήµερα, ηθογραφικά κείµενα που έχουν γραφτεί στην πλειοψηφία τους στην κυρίαρχη ντοπιολαλιά κάθε αυτοδιοικητικής Περιφέρειας της Χώρας, τα οποία θα επιλέγονται από αρµόδια Επιτροπή που θα συστήνεται για το σκοπό αυτό σε κάθε Περιφέρεια.
Θα διδάσκονται όµως και κάποια κείµενα γραµµένα στη ντοπιολαλιά άλλων περιοχών, που αυτά θα επιλέγονται από το Υπουργείο Παιδείας και θα είναι κοινά και υποχρεωτικά για τις υπόλοιπες Περιφέρειες, εκτός από αυτήν στη ντοπιολαλιά της οποίας είναι γραµµένα (εκεί θα γίνεται η επιλογή που προαναφέρθηκε, από την αρµόδια επιτροπή της Περιφέρειας).
Αυτό το µάθηµα που θα µπορούσε, ενδεικτικά, να ονοµάζεται «Ελληνική Ηθογραφία», θα διδάσκεται στην προσχολική εκπαίδευση (µε απλές ιδιωµατικές λέξεις και εικόνες λόγω της µικρής ηλικίας των παιδιών αυτών), αλλά και σε όλες τις τάξεις του ∆ηµοτικού (µε προοδευτικά αυξανόµενο βαθµό δυσκολίας ανάλογα µε την ηλικία των παιδιών), ώστε τα παιδιά αυτών των ηλικιών, παράλληλα µε τα γλωσσικά ερεθίσµατα που παίρνουν κυρίως από το οικογενειακό τους περιβάλλον, να γνωρίζουν και να είναι σε θέση να αγαπήσουν τα ιδιωµατικά κείµενα από µικρή ηλικία και µέσω του σχολείου, και να δεχτούν ως δεδοµένο ότι η επίσηµη ελληνική Πολιτεία εγκρίνει και αναγνωρίζει την αξία της ντοπιολαλιάς στην οποία είναι γραµµένα τα κείµενα αυτά.
Ίσως τότε να επιτευχθεί και ένας βασικός στόχος, που είναι να εµπεδωθεί στα παιδιά η συνείδηση της αξίας κάθε ελληνικής ντοπιολαλιάς, ως ίσης µε την κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Βέβαια, υπάρχει το πρόβληµα ότι δεν γνωρίζουν όλοι οι εκπαιδευτικοί την ντοπιολαλιά της περιφέρειας όπου υπηρετούν, επειδή δεν είναι όλοι ντόπιοι και αρκετοί έχουν γεννηθεί και µεγαλώσει σε άλλες περιοχές (π.χ. στην Κρήτη υπηρετούν και µη Κρητικοί εκπαιδευτικοί), ωστόσο, και µόνο η ανάγνωση των ηθογραφικών κειµένων, που θα φέρει τα παιδιά σε επαφή µε τα κείµενα αυτά -γραµµένα τα περισσότερα σε µια γλώσσα που τους είναι ήδη οικεία- θα φέρει τα επιδιωκόµενα θετικά αποτελέσµατα και τελικά θα συµβάλει αποφασιστικά στον περιορισµό της διαρκώς αυξανόµενης γλωσσικής πενίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, µέσω του περαιτέρω εµπλουτισµού της κοινής νεοελληνικής γλώσσας µε λέξεις των τοπικών ελληνικών διαλέκτων και ιδιωµάτων, αρκεί τα διδασκόµενα κείµενα να συνοδεύονται και µε αναλυτικό γλωσσάριο.
Για το σκοπό αυτό, µπορούν να χρησιµοποιηθούν, συστηµατικά, και τα αξιόλογα ιδιωµατικά λεξικά που κατά καιρούς έχουν γραφτεί, για τη σύνταξη των οποίων έχει απαιτηθεί πολύχρονη κοπιαστική προσπάθεια από τους συγγραφείς τους, οι οποίοι αναµφίβολα είναι άξιοι πολλών συγχαρητηρίων.
Τουλάχιστον στην Κρήτη, υπάρχει, πλέον, ικανοποιητικός αριθµός τέτοιων λεξικών και οι συγγραφείς κάποιων από αυτά έχουν βραβευτεί και από την Ακαδηµία Αθηνών.
Ας αξιοποιηθεί λοιπόν αποτελεσµατικά και η ελληνική ηθογραφία, µέσα από το επίσηµο εκπαιδευτικό µας σύστηµα. Το όφελος θα είναι µεγάλο.
Μιχάλης Γ. Βοσκάκης