Χριστός Ανέστη…
Ανήµερα τ’ άη Γιωργιού, πήρε την πλαστική σακούλα κι έβαλε όλα της τα υπάρχοντα µέσα!
Μία ζακέτα, ένα παντελόνι, δυο ζευγάρια κάλτσες, ένα όνειρο και µια µικρή σακούλα φάρµακα που την κρατούνε ακόµη στη ζωή!
Άλλο το παραµύθι µε τον δράκο που σκότωσε ο οµορφοκαβαλλάρης και της έλεγε η µάνα της στα µικράτα της, κι άλλη η παραµύθα που έζησε από την ώρα που πεθάναν οι δικοί της και έµεινε πεντάρφανη στους πέντε δρόµους, µικρή παιδούλα…
Τι τα θες;
Την πριγκίπισσα την έβαλε ο Άη Γιώργης πάνω στα καπούλια τ’ αλόγου του και την πήγε πίσω στο παλάτι του πατέρα.
Αυτήν την κτύπησε η Μοίρα µε τα “πίσω της πόδια, τα πεταλωµένα” δυνατά σε όλο το σώµα, στο κεφάλι, στο µυαλό, -ακόµη ναι πίστεψε το- ακόµη και στην αθώα της ψυχή και την άφησε αιµόφυρτη να ψάχνει καπούλια να πιαστεί!
Μα απ’ όπου κι αν κάποια στιγµή πιανόταν, το… Άλογο είτε έφευγε µε φόρα και τα χεράκια της δεν µπορούσαν να κρατηθούν από τα σκοινιά, είτε κάποια στιγµή που είχε κρατηθεί µε όλο της το είναι -ακόµη και τα δόντια της είχε µπήξει πάνω στη σέλα τ’ Αλόγου, εκείνο ξεσαµάρωσε και η σέλα έπεσε µε δύναµη πάνω στα δόντια της και από τότε έχει µείνει µε τα δύο της µόνο δόντια να προσπαθεί να δαγκώσει το παξιµάδι της ζωής της!
Χτυπήµατα από εδώ, φτυσίµατα από εκεί, κι αέρηδες και φουρτούνες και βροχές και καταιγίδες!
Αυτή είναι ζωή για δυνατούς! Και αυτή ήταν δυνατή πολύ, και άντεξε και αντέχει ακόµη να κάνει τον σταυρό της και να πιστεύει πως ο Χριστός αναστήθηκε και κάποια στιγµή θα ‘ρθει κι η δική της ανάσταση!
Μα θέλει ρε παιδί µου να τη δει όσο καλύτερα γίνεται· να έχει το φως ακόµη στην ψυχή και να ‘χει εξαφανιστεί κι ο καταρράκτης ο αναθεµατισµένος από τα µάτια της!
Να τη δει καλά την Ανάστασή της κι έπειτα ας πεθάνει!