Γενικά
Υπάρχει σήμερα περισσότερο από ποτέ μια ευρεία πολιτική συναίνεση μεταξύ των κρατών του ΟΗΕ για τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και της αναγκαιότητας να εξαλειφθούν οι χειρότερες μορφές φτώχειας στον κόσμο. Αντίθετα δεν υπάρχει καμιά πολιτική συναίνεση για τις ανισότητες. Η πάλη των κρατών εναντίον της φτώχιας και των ανισοτήτων έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Η βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών έχει μειώσει τον αριθμό των πολύ φτωχών. Ο αριθμός των κατοίκων των χωρών με χαμηλό εισόδημα που ζουν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας (1,90 δολάρια / μέρα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα), πέρασε περίπου από το 1,8 δισεκατομμύρια το 1990 σε λίγο λιγότερο από 800 εκατομμύρια το 2013. Η Κίνα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη βελτίωση αυτή. Από το 2000 και μετά, η μείωση των ατόμων πολύ φτωχών μειώνεται σημαντικά σε όλες τις περιοχές του κόσμου, το ίδιο και το ποσοστό του αναλφαβητισμού όπως και η παιδική θνησιμότητα.
Για το θέμα των ανισοτήτων και της πολιτικής αστάθειας που δημιουργεί έχει «χυθεί πολύ μελάνι». Η παγκόσμια επιτυχία του Γάλλου Thomas Piketty με το βιβλίο «Le Capital au XXI siècle» που δημοσιεύθηκε το 2013 και πώλησε πάνω από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα, έδωσε το έναυσμα για συζητήσεις και παγκόσμιες μελέτες. Οι ανισότητες μαζί με το θέμα της κλιματικής αλλαγής είναι τα σημαντικότερα ζητήματα της αρχής του 21ου αιώνα.
Η Έκθεση του World Wealth
and Income Database
Για το φαινόμενο των ανισοτήτων υπάρχουν τώρα αρκετές μελέτες κυρίως στα ανεπτυγμένα κράτη – λιγότερες στα αναπτυσσόμενα – και προέρχονται από την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΟΗΕ και τον ΟΟΣΑ. Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2017 από 100 οικονομολόγους όλου του κόσμου και αφορά περίπου 70 χώρες για μια μεγάλη περίοδο από το 1980 έως το 2016. Η μελέτη των ερευνητών του WID (WID.word) με συντονιστές τους Facundo Alvaredo, Lucas Chancel, Thomas Piketty, Emmanuel Saez και Gabriel Zucman, επεξεργάστηκε δεδομένα από τις εθνικές λογιστικές, της φορολογίας και άλλων δημόσιων εγγράφων τα οποία δεν είχαν ποτέ αναλυθεί πριν. Μερικά από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα είναι τα ακόλουθα.
Παντού σε όλο τον κόσμο οι αποκλίσεις του πλούτου διευρύνονται. Από το έτος 1980, το 1% των πιο πλούσιων συγκέντρωσε το 27% της αύξησης του εισοδήματος, ενώ το 50% των πιο φτωχών έμεινε ικανοποιημένο με το 12%.
Οι καταστάσεις μεταβάλλονται από χώρα σε χώρα δυναμικά σε συνάρτηση με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις δημόσιες πολιτικές.
Το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που αντιστοιχεί στο 10% των πιο πλούσιων ατόμων του πληθυσμού για το έτος 2016 παρουσιάζονται όπως ακολουθεί:
Ευρώπη 37%
Κίνα 41%
Ρωσία 46%
ΗΠΑ, Καναδάς 47%
Υποσαχάρια Αφρική 54%
Βραζιλία 55%
Ινδία 55%
Μέση Ανατολή 61%
Οι ανισότητες δεν εξετάζονται μόνο από πλευράς εθνικού εισοδήματος. Αναλύονται επίσης σε επίπεδο περιουσιακών στοιχείων που κρατούν τα άτομα, όπως ακινητοποιήσεις, χρεόγραφα, ή ακόμη και μετοχές επιχειρήσεων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ανισότητες παραμένουν 20% με 30% πιο κάτω από το επίπεδο τους στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, απογειώθηκαν από την αρχή του 1980 στις περισσότερες χώρες όπως στις ΗΠΑ το 1% των πιο πλούσιων κρατά το 39% της περιουσίας των νοικοκυριών το 2014, έναντι 22% το 1980. Το φαινόμενο αυτό είναι λιγότερο σπουδαίο σε Μ. Βρετανία και Γαλλία όπου οι μεσαίες τάξεις μαζικά απόκτησαν περιουσιακά στοιχεία την ίδια περίοδο.
Η Ινδία φαίνεται να έχει περισσότερες ανισότητες από τον κύριο ανταγωνιστή της, την Κίνα. Μεταξύ 1980 και 2015, η ανάπτυξη της Ινδίας ήταν τέσσερις φορές λιγότερο δυνατή από αυτήν της Κίνας. Η μάχη μεταξύ των οικονομικών μοντέλων, της ανάπτυξης, των πολιτικών συστημάτων μπορεί να εξηγήσει συνολικά τις στρατηγικές που ακολούθησαν οι δύο γίγαντες της Ασίας. Οι βασικές στρατηγικές των δημοσίων υπηρεσιών των δύο χωρών έπαιξαν ένα ρόλο-κλειδί στην τελική πορεία τους.
Η έκθεση έδειξε επίσης μια μεταφορά πλούτου από το δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα. Τα κράτη έγιναν πιο πλούσια αλλά οι κυβερνήσεις πτώχυναν και αυτό είναι μια εξήγηση της ανόδου των ανισοτήτων. Τα «καθαρά» δημόσια αγαθά (κατοικίες, οικόπεδα, μερίδια μέσα στις δημόσιες επιχειρήσεις μείον το δημόσιο χρέος) από 40% του εθνικού εισοδήματος πήρε από τις αρχές του 1970 και μετά αρνητικό πρόσημο σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία και μόλις θετικό για Γαλλία, Γερμανία και Ιαπωνία. Σε Ρωσία και Κίνα, από 60%-70% του εθνικού εισοδήματος πέρασε σε 20%-30% σήμερα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα το «καθαρό» ιδιωτικό κεφάλαιο, από 200%-350% του εθνικού εισοδήματος το 1970, πέρασε στο 400%-700% σήμερα. Αυτή η αύξηση είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει την ικανότητα των κυβερνήσεων να αναδιανέμουν τα εισοδήματα και να περιορίσουν τις ανισότητες. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι χώρες που είχαν εισοδήματα από πετρέλαιο όπως η Νορβηγία.
Για την Ευρώπη, η απόκλιση μεταξύ του 0,001% των πιο πλούσιων και του 50% των λιγότερο άνετων πολιτών διευρύνθηκε το λιγότερο δυνατόν. Αυτό οφείλεται κυρίως στο κοινωνικό μοντέλο που ανέπτυξε η Ευρώπη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή γενναιόδωρο σύστημα αναδιανομής, προοδευτική φορολογία, πολιτικές μισθών ευνοϊκές στις εργατικές τάξεις και ένα εκπαιδευτικό σύστημα σχετικά ισότιμο.
Οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τις περισσότερες ανισότητες από τις πλούσιες χώρες. Το 2014, το «τοπ 1%» των πιο πλούσιων αμερικάνων αντιπροσώπευε το 20% του εθνικού εισοδήματος, έναντι 12,5% για το 50% των πιο φτωχών. Αυτοί οι τελευταίοι είδαν τα εισοδήματά τους να λιμνάζουν από το 1980 και μετά, παρά μια αύξηση 60% του μέσου μισθού (πριν φόρους).
Για τη Μέση Ανατολή, το εισόδημα από πετρέλαιο διευρύνει τις διαφορές μεταξύ των κρατών. Οι χώρες του κόλπου εισπράττουν το 50% του περιφερειακού εισοδήματος ενώ αντιπροσωπεύουν μόνο το 15% του πληθυσμού. Στα κράτη αυτά, οι ανισότητες δημιουργούνται ανάμεσα στους εθνικούς πολίτες που έχουν πολλά πλεονεκτήματα και στους μετανάστες εργάτες που έχουν χαμηλούς μισθούς.
Μετά το 1989, η πτώση του κομμουνισμού δημιούργησε μεγάλες αλλαγές στη Ρωσία. Φιλελευθεροποίηση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, καλπάζων πληθωρισμός αύξησε τα εισοδήματα αλλά και τις ανισότητες. Το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος του 50% των λιγότερο άνετων πολιτών έπεσε από 30% σε 20% μετά το 1989, ενώ το 1% των πιο πλούσιων πολιτών αυξήθηκε από 25% σε 45% (βέβαια η έκθεση προτείνει προσοχή λόγω έλλειψης δεδομένων).
Τέλος, η Αφρική οδηγήθηκε σε διαδικασίες πτώχευσης σε σχέση με τις άλλες ηπείρους. Βέβαια η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων δημιουργεί προβλήματα στην εκτίμηση των ανισοτήτων στα κράτη της Αφρικής μεταξύ τους και μεταξύ άλλων χωρών του κόσμου. Ακραίο παράδειγμα αποτελεί η Αφρική του Νότου όπου έχουμε μεγάλες ανισότητες λόγω του «apartheid» που επικράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συμπεράσματα:
Συνέπειες στη δημοκρατία
Χωρίς δυνατή αντίδραση των κρατών, οι ανισότητες θα συνεχίσουν να διευρύνονται τις επόμενες δεκαετίες και θα έχουν άμεση συνέπεια στη δημοκρατία με τη δημιουργία πολιτικής αστάθειας. Οι οικονομολόγοι της Έκθεσης προτείνουν άμεσες δράσεις σε τρία επίπεδα:
Φορολογία πιο προοδευτική,
Μεγαλύτερη πρόσβαση στην εκπαίδευση των πιο φτωχών πολιτών,
Αυξήσεις των επενδύσεων στον τομέα της υγείας.
Πολλοί συγγραφείς συνηγορούν για μια ενδυνάμωση της δημοκρατίας και των πολιτικών, ενίσχυσης των ασθενέστερων πολιτών ώστε να μειωθούν οι παντός τύπου ανισότητες. Για τον αυστριακό πολιτολόγο Ulrike Guerot η ευρωπαική δημοκρατία είναι το μέλλον. (Le Monde, Sameli 23/12/2017, σελ. 17) Βασικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι η συνένωση των πολιτών σε ένα πολιτικό σχέδιο, όπου όλοι πρέπει να είναι ίσοι μπροστά στο νόμο. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την έννοια των «Ευρωπαίων Πολιτών».
* Πολυτεχνείο Κρήτης,
ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας
ακαδημαϊκός, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Distinguished Research professor, Audencia Business School, Γαλλία