Είντα να πω ο δυστυχής για τον σατιρικό το μέγα
που γράφει, γλακά ολοταχώς και νύχτα και ημέρα.
Βιβλία έγραψε πολλά κι αμέτρητες τσι ρίμες
που χίλια βραβεία μάζωξε βουίζουνε οι φήμες.
Μ’ εξόν τη σάτιρα πολλά και σοβαρά ‘χει γράψει
εύθυμα και δραματικά π’ όποιος τα βρει θα κλάψει.
Κι εδά καινούργιο έβγαλε βιβλίο με τη φάτσα
την εδικιά του τη γνωστή και μας χαλά την πιάτσα.
Ποιήματα έχει τούτονα ‘κατό και πέντ’ αγάπης,
είναι ζωής αληθινά και όχι αυταπάτης.
Μα πρέπ’ αγάπη στη ζωή πρώτα εσύ να νοιώσεις
κατά που λέει ο Παυλής κι ύστερα να τη δώσεις.
Αυτός που δεν αγάπησε και άντρας και γυναίκα
δεν έχει ζήσει μια στιγμή, ζωές κι αν είχε δέκα (σ. 15).
Δράστης και τούτη τη φορά είν’ ο Πολυχρονάκης
δημιουργός ακάματος και βραβευθείς πολλάκις.
Όλοι τον Παύλο ξέρουμε εις των Χανιών την πόλη,
στα γήπεδ’ αγωνίζονταν καθημερνή και σκόλη.
Που αυτοί απ’ τον αθλητισμό δεν έχουνε περάσει
τη γλύκα και την ομορφιά, τσ’ άμιλλας έχουν χάσει (σ.93).
Στο δέκαθλο πρωταθλητής και στης ζωής το στίβο
θαμάζω τον, τον αγαπώ, ετούτο δεν το κρύβω.
Εδούλεψε και πρόκοψε φαμίλια έχει πρώτη
και τον γνωρίζουνε θαρρώ κι ως πέρ’ απ’ την Ευρώπη.
Όλα του τα υπάρχοντα, στη σάτιρα παγαίνουν
και η Μαρίνα με παιδιά, όλα τα υπομένουν.
που μοναχά οι κουζουλοί, πληρώνουν να προσφέρνουν
κι αντάμα με τη σάτιρα το γέλιο να μας φέρνουν.
Στη ρίμα του φιλοσοφεί και θέλει του στ’ αλήθεια
υγεία να ’χει του τρελού και όχι παραμύθια.
Π’ ένας τρελός επόναγε σε τέσερα σημεία
κι εχτύπησε τη μέση του σε πέσιμο με βία
και τώρα σ’ άλλα οχτώ πονεί, καθόλου δεν γκρινιάζει,
το γεγονός φιλοσοφεί και το Θεό δοξάζει.
Και λέει, τι κι ανε πονώ σε μια ντουζίνα μέλη;
Θεέ μου σε ευχαριστώ και διόλου δεν με μέλει
γιατ’ είμαι ορθός και ζωντανός κι έχω πιο πλούσια γνώση
και βλέπω απ’ τα χειρότερα μ’ έχεις εσύ γλυτώσει.
Γιατί όταν εχτύπησα στη μέση θα μπορούσα
να έμενα παράλυτος και να φυτοζωούσα (σ. 86).
Δούλεψες Παύλο κι έγραψες πολλά και μαζωμένα
και τα ‘άφηκες περίτεχνα μπροστά μας απλωμένα,
Σου τα ‘πα και ησύχασα, να του τη δίνω άρα,
χαίρομαι και χειροκροτώ, εσένα ρε “φιλάρα”.