Πρόβαλε ο Μάρτης κι έρχεται κρατώντας αγκαλιά
την Άνοιξη μυριόχαρη, Νεράιδα στολισμένη
π’ όθε περνάει χαμόγελα χαρίζει και φιλιά
κι όλη την πλάση απ’ τον ψυχρό το λήθαργο ανασταίνει.
Να ‘ταν κι η αγάπη να φανεί στα εγκόσμια μονοπάτια
με τα λευκά της τα φτερά τον κόσμο να σκεπάσει,
να πάψουν να δακρύζουνε τ’ ανθρώπινα τα μάτια
και ν’ αντηχούσε μια γιορτή χαρούμενη στην πλάση.
Και πλάι τους να φτερούγιζεν η ξορισμένη ελπίδα
μες στις ψυχές να φύτευε λουλούδια, να σκορπούν
τα μύρα τους, σ’ όσους σκληρά κτύπησε η καταιγίδα
και το χαμένο γέλιο τους πάλι να ξαναβρούν.
Κι ύστερα να ‘στηναν χορό όλοι οι λαοί της γης,
εχθροί και φίλοι σμίγοντας και πρώτη να ‘ναι η Ειρήνη
να ‘διωχνε απ’ τον πλανήτη μας το νέφος της οργής
και στις ανθρώπινες καρδιές βασίλισσα να γίνει.