Ολοι ξέρουμε πως τη δεύτερη Κυριακή του Μάη εορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο η εορτή της μητέρας. Πολύ λίγοι όμως ξέρουν πως η καθιέρωση αυτής της εορτής δεν είναι μια απόφαση που βγήκε από σοφά νομοθετικά κεφάλια, μα είναι το αποτέλεσμα του αγώνα μίας και μόνο γυναίκας.
Ενός αγώνα που κράτησε για πολλά χρόνια και που το μοναδικό του κίνητρο δεν ήταν άλλο από τη βαθιά αγάπη της γυναίκας αυτής για τη δική της μητέρα. Πρόκειται για την Αννα Τζάρβις, που γεννήθηκε το 1864 στη Βιρτζίνια της Αμερικής.
Ηταν κόρη εύπορης και ευτυχισμένης οικογένειας. Στα είκοσί της χρόνια, μια εξαιρετικά όμορφη και δροσερή κοπέλα. Θα μπορούσε να παντρευτεί όποιον ήθελε και να γίνει μια ευτυχισμένη σύζυγος, αλλά απογοητευμένη από τον πρώτο άτυχο έρωτά της, κλείστηκε στον εαυτό της και δε δέχτηκε ποτέ να παντρευτεί με κανέναν.
Ετσι, τελειώνοντας της σπουδές της και μετά τον θάνατο του πατέρα της, περνούσε τις ώρες της κοντά στη μικρότερη αδελφή της που είχε γεννηθεί τυφλή και στη μητέρα της, μια πολύ γλυκιά και τρυφερή γυναίκα, που υπεραγαπούσε. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, η οικογένεια μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, όπου η Αννα άρχισε να εργάζεται σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Η ζωή της συνεχιζόταν ήρεμη και οικονομικά άνετη με την πατρική κληρονομιά που ήταν αρκετά μεγάλη. Η μητέρα ήταν η ψυχή του σπιτιού και αγκάλιαζε με τη ζεστασιά της τις δύο κόρες της.
Γι’ αυτό και όταν πέθανε, ο πόνος της Αννας ήταν πολύ σκληρός και βαθύς. Το σπίτι ξαφνικά ερήμωσε και οι δύο κόρες απόμειναν ολομόναχες μέσα στ’ άδεια δωμάτια, όπου άλλοτε αντηχούσε η αγαπημένη φωνή της μητέρας.
Τότε γεννήθηκε ξαφνικά μέσα της η ιδέα να πρωτοστατήσει στην καθιέρωση μιας μέρας που όλος ο κόσμος να τη γιορτάζει σαν Ημέρα της Μητέρας.
Την ιδέα αυτή εκμυστηρεύτηκε στον δήμαρχο της Φιλαδέλφειας που αντέδρασε, γιατί τη χαρακτήρισε υπερβολικά ιδανική.
Αυτή όμως, το ’βαλε πείσμα να πραγματοποιήσει το όνειρό της.
Από το σπίτι της άρχισε μια ατελείωτη αλληλογραφία προς όλους τους οργανισμούς και τις γυναικείες οργανώσεις της Αμερικής από τους οποίους ζητούσε να τη βοηθήσουν στην προσπάθειά της.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι συγκινητικές επικλήσεις είχαν αποτέλεσμα να την καλούν διάφορες οργανώσεις από τη μια πόλη στην άλλη να βγάζει λόγους γύρω από το θέμα.
Εγινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, το πρόσωπο της ημέρας. Οι εφημερίδες έγραφαν για τον αγώνα της και δημοσίευαν τις φωτογραφίες της. Η ίδια τύπωνε με δικά της έξοδα έντυπα, στα οποία διατύπωνε τις σκέψεις της. Οι επικλήσεις της αυτές άγγιζαν τις πιο τρυφερές χορδές της ανθρώπινης καρδιάς. Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει μια γωνιά που βρίσκονται φυλαγμένες οι πιο γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, της εποχής που ένα πρόσωπο πολύ αγαπημένο, το πρόσωπο που αποτελούσε το επίκεντρο του μικρού μας κόσμου, έσκυβε το βράδυ πάνω μας να μας καθησυχάσει από τους νυχτερινούς μας φόβους.
Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατό ν’ αρνηθεί κανείς να ενισχύσει την Αννα στον αγώνα της;
Η επίκλησή της κατέκτησε τους πάντες και παραμέρισε κάθε άλλο θέμα συζήτησης στις αμερικάνικες οικογένειες.
Πρώτη η Βιρτζίνια όρισε με νόμο να γιορτάζεται κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Μάη -μέρα του θανάτου της μητέρας της Αννας- η Ημέρα της Μητέρας. Τη Βιρτζίνια ακολούθησε η Πενσιλβάνια κι άλλες πολιτείες. Ομως η Αννα δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένη. Ηθελε με νόμο να καθιερωθεί η εορτή σ’ όλη την Αμερική.
Συνέχισε λοιπόν να διασχίζει όλες τις πολιτείες και να βγάζει λόγους. Η εκστρατεία αυτή εξανέμισε την πατρική της κληρονομιά. Λίγο όμως πριν ξοδέψει και την τελευταία της οικονομία, έζησε την πολυπόθητη γι’ αυτή στιγμή. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ουίλσον υπέγραψε το έγγραφο με το οποίο καθόριζε σαν εορτή της Μητέρας τη δεύτερη Κυριακή του Μάη.
Μετά την καθιέρωση της εορτής στην Αμερική, η μια μετά την άλλη, όλες οι χώρες του κόσμου, υιοθέτησαν τη συγκινητική αυτή εορτή.
Το όνειρο της Αννας Τζάρβις, οι σκληροί αγώνες της, οι προσπάθειές της, είχαν πια στεφθεί από επιτυχία.
Θα μπορούσε ν’ αποσυρθεί στο σπίτι της και να ζήσει ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Αλίμονο όμως!! Πολύ γρήγορα τη χαρά και την ικανοποίησή της, την αντικατέστησε πίκρα και απογοήτευση.
«Οι άνθρωποι κάνουν εμπόριο την ιερή αυτή γιορτή» άρχισε να γράφει σ’ επιστολές που έγραφε στις εφημερίδες. Ποτέ δε θέλησα εγώ κάτι τέτοιο. Εγώ ονειρεύτηκα μια γιορτή της καρδιάς.
Αιτία της απελπισμένης αυτής διαμαρτυρίας ήταν το εμπόριο των λουλουδιών. «Μα γιατί διαμαρτύρεστε;», τη ρωτούσαν οι αντιπροσωπίες οργανισμών ανθοπωλών. «Τι φταίμε εμείς αν κερδίζουμε χρήματα; Εσείς δεν αγωνιστήκατε για την καθιέρωση της εορτής;».
Η Άννα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάμει τίποτε για να σταματήσει το κακό. Απογοητευμένη και πικραμένη κλείστηκε στο σπίτι της. Πέθανε ολομόναχη το 1948. Ολομόναχη και πάμπτωχη σ’ ένα σανατόριο. Οι τελευταίες της λέξεις ήταν γεμάτες πίκρα.
«Λυπάμαι αφάνταστα που ομολογώ πως μετάνιωσα για όλες μου τις προσπάθειες. Οι άνθρωποι παρεξήγησαν το όνειρό μου. Θα ’ταν καλύτερα να μην το είχα σκεφτεί ποτέ».
Αυτή είναι η ιστορία μιας ευαίσθητης και τρυφερής γυναίκας που έδωσε όλο της τον εαυτό σ’ έναν σκοπό, για να τη γεμίσει στο τέλος με θλίψη.
*συνταξιούχος δάσκαλος