Πόσο λογικό είναι να συνεχίζουμε άκοπα την προσπάθεια εντοπισμού λογικής εξήγησης στη χώρα του παραλόγου; Γιατί κάθε λογικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε προσκρούει στην πραγματικότητα που πεισματικά καταργεί τη μνήμη της; Οταν το παρόν χάνει την επαφή με το παρελθόν που το δημιούργησε, τότε το μέλλον δεν είναι απλά άγνωστο. Είναι ανόητο!
Τις περισσότερες φορές που χρησιμοποιούμε τη λέξη ανόητος, έχουμε στο μυαλό την έννοια των συνωνύμων της: βλαξ, ηλίθιος, χαζός. Μας διαφεύγει η απλή της διάσταση. Ανόητος είναι αυτός που δεν έχει μυαλό. Ανόητο μέλλον, είναι το αύριο που το μυαλό μας δεν μπορεί να συλλάβει ή έστω να ψηλαφίσει. Αρκεί να γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω για να καταλάβουμε, ότι η καθημερινότητά μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο απόγονος ενός στείρου χθες. Πιθανά, το σημαντικότερο πρόβλημά μας, δεν είναι το ότι καθένας μας προσμένει ένα διαφορετικό μέλλον, αλλά το ότι δεν έχουμε σαφή εικόνα για το κοινό παρελθόν.
Το 2010, ποιος μπορούσε να φανταστεί τις διαστάσεις της μνημονιακής εποχής; Υπήρχαν διάφορες θεωρίες, αλλά όλες αποδείχτηκαν ατυχείς, ανεπαρκείς ή έστω αρκετά μακριά από την αλήθεια. Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας ήταν και παραμένει διπλό. Πρώτον: Κανείς δεν έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις για το πότε δημιουργήθηκαν οι βάσεις του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Και δεύτερον: Ο όλος προβληματισμός καλύφθηκε πίσω από τον ολοκληρωτισμό της λέξης «Κρίση», χωρίς κανένας να μας εξηγήσει το αν κρίση είναι αυτό που προηγήθηκε ή αυτό που ακολούθησε το μνημόνιο.
Το μεγαλύτερο μέρος το πολιτικού συστήματος, συμφωνεί σε ένα κυρίως πράγμα: Η κρίση δημιουργήθηκε από το μνημόνιο. Κάθε παράταξη καταθέτει τις απόψεις της για απεμπλοκή από αυτό, αλλά ταυτόχρονα καταθέτει, άθελά της και μια σημαντική αδυναμία. Σχεδόν καμία από τις παρατάξεις δεν μπορεί να αποδείξει για τις προτάσεις που κατέθετε και τον έλεγχο τον οποίο ασκούσε, ώστε η χώρα να μην οδηγηθεί ποτέ στην ανάγκη ενδοκοινοτικού δανεισμού. Ο δε φόβος του ενδοκοινοτικού δανεισμού, αποδεικνύει ακόμα περισσότερο την διπλωματική απομόνωση της χώρας. Τόσα χρόνια δανειζόμασταν από τις ελεύθερες αγορές με επιτόκιο που κάποιες φορές άγγιζε το 5%. Γιατί θα πρέπει να διαμαρτυρόμαστε τώρα, που το επιτόκιο δανεισμού δεν ξεπερνά το 2%;
Η απάντηση είναι πιθανά απλή: Όλοι νιώθουμε άβολα όταν ζητάμε δανεικά. Κυρίως δε, όταν τα ζητάμε από φίλους, αφού αισθανόμαστε την αναγκαιότητα να τα επιστρέψουμε το συντομότερο δυνατό. Ας σταματήσουν οι μελοδραματισμοί και τα ψέματα: Οι Ευρωπαίοι είναι οι φυσικοί μας σύμμαχοι και φίλοι. Όχι γιατί μας δανείζουν. Αλλά γιατί το 2001, μας επέτρεψαν να τους εξαπατήσουμε με εικονικά στατιστικά ανάπτυξης. Χρόνια επιζητούσαμε την είσοδό μας στο κλαμπ των ισχυρών. Μας διέφυγε το γεγονός, ότι για όποιο πρόβλημα παρουσιάσει μια τέτοια συνεργασία, το εύκολο θύμα και υπαίτιος είναι πάντα εξ ορισμού ο αδύναμος.
Αν οι Ευρωπαίοι δεν είναι φίλοι μας, τότε έχουν πιθανά δίκιο αυτοί που αμφισβητούν την παρουσία της Ελλάδας σε μια τέτοια Ένωση Κρατών. Ποιος όμως από όλους όσοι σήμερα κατηγορούν την Ε.Ε. μας ενημέρωσε για το γεγονός, ότι το 2001 η Goldman Sachs πούλησε στην Ελλάδα ένα παράγωγο το οποίο συγκάλυψε ένα δάνειο, βοηθώντας έτσι τη χώρα να πετύχει τους στόχους της Ε.Ε.; Αυτή η ανταλλαγή ήταν ίσως το πιο καθοριστικό λάθος της Ελλάδας. Το 2001 όμως η κυβέρνηση Σημίτη ζούσε την αγωνία των Ολυμπιακών Αγώνων που πλησίαζαν. Η αντιπολίτευση Καραμανλή, την αγωνία για το πότε θα γίνει με την σειρά της κυβέρνηση. Ο τότε Συνασπισμός, την αγωνία για το αν θα μπει στην Βουλή. Και το Κ.Κ.Ε αγωνιούσε για την πάταξη της ανεργίας που έφθανε το απειλητικό 10%. Ποσοστό που σήμερα φαντάζει ουτοπικό.
Μόνον αυτός που με σαφήνεια εξηγήσει την παρελθοντική μας ασθένεια θα μπορέσει να καταγράψει τα συμπτώματα του σήμερα. Στην ιατρική, μη καταγραφή συμπτωμάτων σημαίνει έλλειψη διαφορικής διάγνωσης. Και χωρίς ξεκάθαρη διάγνωση, ο ασθενής συνεχίζει να παίρνει λάθος φάρμακο και κυρίως σε λάθος δοσολογία.
Με αυτό τον τρόπο το μέλλον παραμένει ανόητο. Και δυστυχώς μας διαφεύγει το ότι το επόμενο στάδιο του ανόητου, είναι το ακατανόητο.