Ευρωπαϊκή Ανορθόδοξος Οικονομία, Θεωρία της Ανορθόδοξης Οικονομίας
Η Ευρωπαϊκή ανορθόδοξος οικονομία: ο προγραμματισμένος “θάνατος” της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η ένωση “κάνει τη δύναμη” μας διδάσκει ένα ρητό. Τότε, η ένωση μεταξύ κρατών που θεωρούνται από τα πιο πλούσια του κόσμου, δεν θα έπρεπε να πολλαπλασιάσει την ικανότητα των ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση; Αυτό δεν αποτελεί εξάλλου ένα επιχείρημα που παρουσιάζεται στους ευρωπαίους πολίτες για να δικαιολογήσει την είσοδο του κράτους τους στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση; Ακόμη, γιατί η ζώνη ευρώ πραγματοποιεί τις χειρότερες επιδόσεις απέναντι στην κρίση; Ο συγγραφέας αναφέρει: “τόσο απλά διότι η νομισματική ένωση μπλοκάρει τη χρήση εργαλείων πιο αποτελεσματικών, προωθεί τα πιο επικίνδυνα και δημιουργεί ένα μη συνεργατικό παιχνίδι μεταξύ των μελών, αντί να ενδυναμώνει την αλληλεγγύη τους”. Αυτές οι δυσλειτουργίες δεν αποδίδονται μόνο στις κακές επιλογές από τις κυβερνήσεις: είναι επίσης η μηχανική συνέπεια ενός συστήματος που θεσμοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα εσφαλμένο οικονομικό δόγμα.
Για ένα ξένο παρατηρητή, ο “αυτό-ακρωτηριασμός” της πολιτικής δύναμης στην ευρωζώνη είναι παραισθησιογόνος, είναι μόλις πιστευτή. Αυτή η ζώνη είναι πράγματι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου τα Κράτη, συμμετέχοντας στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, αποδέχονται να στερούνται όλα τα εργαλεία “όπλα” τα οποία χρησιμοποιούν τα άλλα έθνη για να υποστηρίξουν τη δική τους οικονομία. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, πράγματι οι κυβερνήσεις, με τη βοήθεια της κεντρικής τους τράπεζας, μπορούν με κυρίαρχο τρόπο να προσδιορίσουν τους δημόσιους προϋπολογισμούς, τους τρόπους χρηματοδότησης, να ελέγξουν τη δημιουργία χρήματος, την πίστωση και τα επιτόκια, να επιδράσουν πάνω στην αγορά συναλλάγματος και τους τελωνειακούς δασμούς, να ρυθμίσουν τις αγορές, να ελέγξουν τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ της χώρας και του υπόλοιπου κόσμου, κλπ. Στην ευρωζώνη, αντίθετα, τα Κράτη αρνήθηκαν την ελεύθερη χρήση όλων σχεδόν των ανωτέρω εργαλείων.
Θεωρητικά, τα Κράτη μέλη διατηρούν την κυριαρχία τους σχετικά με την προϋπολογιστική πολιτική. Αλλά στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό δίκαιο περιορίζει δυναμικά τα περιθώρια ελιγμών αυτής της πολιτικής: δημόσιο έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, σύγκλιση σε ένα δείκτη χρέους στο 60% του ΑΕΠ, σύγκλιση σε μια μεσοπρόθεσμη προϋπολογιστική ισορροπία. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση αρνητικής μεταστροφής της συγκυρίας, όλα τα κράτη που είναι κοντά στο όριο του 3%, μπορούν να βρεθούν υποχρεωμένα να πάρουν μέτρα αυστηρής λιτότητας.
Από την πρώτη συνθήκη του Maastricht το 1992, οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί θεωρούσαν ότι η ζώνη ευρώ δεν ήταν και δεν είναι ποτέ “μια άριστη νομισματική ζώνη”. Δηλαδή, ένας χώρος στο εσωτερικό του οποίου διάφορες χώρες (ή περιοχές) μπορούν να αρνηθούν χωρίς δυσκολία να οδηγήσουν μια αυτόνομη νομισματική πολιτική και να προσαρμόσουν τις εσωτερικές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Για τη λειτουργία ενός ιδεώδους ενιαίου νομίσματος, πρέπει να συνδυασθούν το λιγότερο τέσσερις συνθήκες:
– οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές πρέπει να συγκλίνουν,
– ο κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας να είναι συγχρονισμένος ( η μεγέθυνση και οι τιμές αυξάνονται ή μειώνονται ταυτόχρονα και σε συγκριτικές αναλογίες για όλα τα κράτη),
– η εργασία και το κεφάλαιο έχουν τέλεια κινητικότητα και προσαρμογή, έτσι ώστε ο πληθυσμός και οι επενδύσεις να μπορούν να μετακινούνται από μια περιοχή σε άλλη εφόσον η συγκυρία το απαιτεί,
– υπάρχει μια κεντρική (ομοσπονδιακή) εξουσία προικισμένη με ένα αυτόνομο προϋπολογισμό και αρκετά υψηλό για να μπορεί να εξασκεί μια αυτόματη σταθεροποιητική πολιτική της δραστηριότητας, διαρκής επαναδιανομή των πόρων ( από πλούσιες περιοχές σε φτωχές) ή ακόμη συνεισφέροντας μια ευκαιριακή υποστήριξη σε περίοδο που υποφέρουν από ένα ειδικό συγκυριακό σοκ.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ευρωζώνη είναι μια “τρελή” μηχανή προγραμματισμένη για την αυτοκαταστροφή της. Πράγματι, με την εγκαθίδρυσή της το 1999, είναι μια μηχανή προορισμένη για οικονομικό πόλεμο μεταξύ των ιδίων μελών της, είναι ένας οικονομικός θεσμός μη δημοκρατικός ο οποίος λειτουργεί για τα ισχυρά της μέλη. Ο συγγραφέας διερωτάται μήπως αυτή η “ευρωπαϊκή ανορθόδοξη οικονομία” θα μπορούσε να έχει ένα άλλο όνομα: “γερμανική ανορθόδοξη οικονομία” ή “γαλλική ανορθόδοξη οικονομία”;
Τέλος, η στρατηγική εξόδου από την κρίση βάσει μόνο των κερδών από την ανταγωνιστικότητα είναι ωστόσο μια οικονομική αλήθεια που έχει νόημα. Αρχικά βασίζεται σε μια σειρά αναληθειών που απαγορεύουν την κατανόηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας δαπάνης, ταυτόχρονα για να εκτοξεύσει τη βραχυπρόθεσμη δραστηριότητα, αλλά επίσης για να ενδυναμώσει τη δομική ανταγωνιστικότητα και τη μεγέθυνση μακροπρόθεσμα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία: αυτή της θεωρία της ανορθόδοξης οικονομίας.
Θεωρία της ανορθόδοξης οικονομίας: η παράξενη κυριαρχία μιας αναληθούς επιστήμης
Οι πολιτικοί υπεύθυνοι ήταν βασικοί υπαίτιοι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Αυτοί οι πολιτικοί όπως οι σύμβουλοί τους εκπαιδεύτηκαν σε μια οικονομική επιστήμη η οποία έγινε κυρίαρχη μεταξύ του τέλους του 1970 και τους τέλους του 1980. Στην περίοδο αυτή ένα νέο παράδειγμα νεοκλασικής έμπνευσης εγκαθιδρύεται στις σχολές οικονομικών. Πρόκειται περισσότερο για μια αντικευνσιακή αντίδραση που στοχεύει να αποκαταστήσει και να εμβαθύνει την κύρια λογική του νεοκλασικού μοντέλου του 1920 (αυτόματη γενική ισορροπία, οικονομία της προσφοράς, ευελιξία, αποτελεσματικές αγορές, προϋπολογιστική ισορροπία, ουδετερότητα του νομίσματος, κλπ). Παρόλα αυτά, τρία τέταρτα του αιώνα μετά τη μεγάλη κρίση του 20ου αιώνα, κανένα από τα μεγάλα μοντέλα πρόβλεψης των δημόσιων οργανισμών, του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και άλλων ερευνητικών ινστιτούτων, κανείς (ή σχεδόν) από τους οικονομολόγους ψηλά στην ιεραρχία των πιο φημισμένων τμημάτων μακροοικονομίας δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την πιο μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα. Ένα παλιό μοντέλο που ανατράπηκε από τα γεγονότα, μετά από 50 χρόνια έρευνας, ξανάγινε κεντρικό παράδειγμα της οικονομίας, το θεωρητικό mainstream. Είναι καταπληκτικό πως ένα μοντέλο γεμάτο λάθη και νομιμοποιώντας τις καταστροφές μπορεί τόσο καιρό να κυριαρχεί ένα γνωστικό αντικείμενο που θέλει να είναι επιστημονικό. Το μοντέλο αυτό δεν έχει καμία σχέση με μια θετική επιστήμη που αναζητεί να καταλάβει και να εξηγήσει με αυστηρό τρόπο τον πραγματικό κόσμο. Ο πραγματικός κόσμος θα πρέπει να προσαρμοστεί στο νεοκλασικό μοντέλο.
Οι θεωρητικές βάσεις του μοντέλου της μικροοικονομίας είναι εσφαλμένες. Η πρότυπη εξίσωση πρέπει να αποδείξει μαθηματικά ότι μια οικονομία αποτελούμενη από ορθολογικούς παράγοντες οι οποίοι αλληλεπιδρούν πάνω σε ελεύθερες αγορές, τέλεια ανταγωνιστικές, μπορεί να διατηρήσει μια κατάσταση ισορροπίας σταθερή και να εξασφαλίσει μια αποτελεσματική χρήση των πόρων. Για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος τριών ειδών υποθέσεις πρέπει να ικανοποιηθούν: (1) “ορθολογικοί” παράγοντες, (2) ο νόμος προσφοράς και ζήτησης και (3) η γενική και βέλτιστη ισορροπία.
Για το συγγραφέα η αποτυχία του νεοκλασικού προγράμματος καλεί προφανώς σε μια μακροοικονομική και ανθρωπολογική επαναθεμελίωση της μικροοικονομίας. Αντί όμως για αυτό, στο τέλος του 1970, οι νέοι κλασικοί πρόκειται να επιτείνουν την “εξωγήινη” φύση του homo oeconomicus και να θεμελιώσουν ξανά τη μακροοικονομία σε μια μικροοικονομική βάση η οποία στερείται θεμελίων.
Τα θέματα που μελετά ο συγγραφέας ως το τέλος του 8ου κεφαλαίου είναι:
– Η απόρριψη επί της αρχής των κευνσιανών πολιτικών.
– Πώς να μειωθεί η ανεργία χαμηλώνοντας του μισθούς;
– Γιατί να μειωθεί η ανεργία με τη χαμήλωση των μισθών, παρά να τους διατηρήσουμε;
– Πώς να μειωθεί η ανεργία διευκολύνοντας τις απολύσεις;
– Πώς να διευκολύνεις τις απολύσεις, αυξάνοντας το κόστος τους;
Ο τελικός ισολογισμός καταλήγει σε μια επαναθεμελίωση μικροοικονομική της μικροοικονομίας. Συνιστάται ότι με βάση ένα καθαρά φανταστικό μοντέλο (γενική θεωρεία της ισορροπίας) και αγνοώντας τους πραγματικούς μακροοικονομικούς μηχανισμούς προσπαθεί να εξηγήσει την πραγματική οικονομία.
Κατανόηση της “βλακείας” των ευφυών: γνωστικές προκαταλήψεις, σκοταδισμός, θρησκοληψία
“Είμαστε ωστόσο ικανοί να διακρίνουμε πολύ γρήγορα την “ανοησία” των πολιτικών όταν υιοθετούν πολιτικές λιτότητας σε περίοδο ύφεσης”. “Είμαστε κατ’ ανάγκη ευφυείς, αλλά δεν ξέρουμε να εκμεταλλευτούμε τη χρήση της”.
Ο συγγραφέας αναφέρει ακόμη τις αναγκαίες συνθήκες της ανάπτυξης της ευφυΐας. Στο υπόλοιπο τμήμα του 9ου κεφαλαίου (τελευταίου), ο συγγραφέας επιδίδεται σε μια συγκριτική ανάλυση των οικονομολόγων του mainstream (μικροοικονομίας) που χαρακτηρίζονται ως “ορθόδοξοι” και των οικονομολόγων της Γαλλικής Ένωσης Πολιτικής Οικονομίας (ετερόδοξοι). Για τον Milton Friedman (1953) “ο ρεαλισμός των υποθέσεων της μικροοικονομίας είναι χωρίς σημασία, το μόνο που μετράει είναι ο ρεαλισμός των πρακτικών προβλέψεων που προκύπτουν από τις υποθέσεις του μοντέλου”.
Η διαμάχη των δύο θεωρητικών ρευμάτων συνεχίζεται σε ερευνητικό επίπεδο: πόσες θέσεις καθηγητών παίρνουν στα ΑΕΙ, οι δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, οι ετεροαναφορές, κλπ.
Για τους νεοκλασικούς “ορθόδοξους” το βασικό επιχείρημα είναι “οι ψευδείς υποθέσεις μας είναι αληθινές, με βάση ένα κανονιστικό πλαίσιο, διότι δείχνουν πως ο κόσμος θα έπρεπε να είναι”. Μετά από ένα αιώνα έρευνας, συνεδρίων, σεμιναρίων, δημοσιεύσεων, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι της περιόδου 2010, δεν έχουν κάτι άλλο πιο εποικοδομητικό να προτείνουν από αυτό που έδειξαν οι ομόλογοί τους της περιόδου 1920: προϋπολογιστική ισορροπία, μείωση του κόστους της εργασίας, ευελιξία της εργασίας, μείωση των αποζημιώσεων της ανεργίας,…
Συμπερασματικά, η κοινωνία των πολιτών μένει για να “κατασκευαστεί”. Για να υπάρχουν πολιτικοί ευφυείς και αποφασισμένοι για την ανανέωση της κοινωνίας μας μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να υπάρχουν και πολίτες ευφυείς και αφοσιωμένοι. Εάν τίποτα δεν γίνεται για να μετατραπεί σε βάθος η εκπαίδευση των πολιτών, η μόρφωση των πολιτικών, η πολική πληροφορία, οι κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, η απαίτηση και η πρακτική της ατομικής και συλλογικής ευφυΐας, η ανορθόδοξη οικονομία και οι συνέπειες της θα επιστρέψουν γρήγορα.
Βέβαια το βασικό ερώτημα που δεν τέθηκε ποτέ είναι ποια τα οφέλη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και πως κράτη όπως η Κίνα με έλλειψη δημοκρατικών θεσμών εφαρμόζει ένα επιθετικό καπιταλισμό.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Joseph E. Stiglitz (Les Echos, 5/9/2014, σελ.10) μιλάει για μοντερνοποίηση του καπιταλισμού, δηλαδή ο καπιταλισμός των συμμετεχόντων και όχι μόνο των μετοχών. Τη δήλωση υπόγραψαν 200 CEO των πιο δυναμικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ (Business Roundable). Ο συγγραφέας αναφέρει ότι πρέπει να περιμένουμε λίγο για να κρίνουμε την αξιοπιστία αυτής της δήλωσης.