Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του χωριού Κουρούτες
Το χωριό Κουρούτες, του Δήμου Αμαρίου Ρεθύμνης, που είναι κτισμένο στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Ψηλορείτη, πέρα από τη σημαντική πολιτισμική διάσταση του ονόματός του που παραπέμπει στους μυθικούς Κούρητες ή Κουρήτες (όπως είναι περισσότερο γνωστοί στην Κρήτη), είναι και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι έχει μεγάλη διαδρομή στο διάβα των αιώνων, αφού αναφέρεται ήδη από το έτος 1301 (επί Βενετοκρατίας) ως «casalinum Coruces», στο οποίο ο Βενετός κάτοικος του Χάνδακα Thomas Minotto κατείχε σημαντική έκταση γης.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, το χωριό θεωρείται ότι βρισκόταν λίγο ψηλότερα από την τωρινή του θέση, στην τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται «Αμυγδαλές», αφού βρέθηκαν εκεί όστρακα αγγείων της περιόδου αυτής.
Η προέλευση του ονόματος του χωριού από τους Κουρήτες δεν έχει τεκμηριωθεί ιστορικά αν και από τους παλαιότερους, κυρίως, Κρητικούς λαογράφους θεωρούνταν αυτονόητη ή περίπου αυτονόητη.
Ο γνωστός γιατρός, αρχαιολόγος και ιδρυτής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, Ιωσήφ Χατζηδάκης, στο βιβλίο του «Περιήγησις εις Κρήτην» που εκδόθηκε το 1881, αναφέρει την άνοδό του, μαζί με άλλους, στην κορυφή του Ψηλορείτη και στη συνέχεια την κάθοδό τους στις Κουρούτες, όπου τους περίμενε αγωγιάτης με άλογα για να τους μεταφέρει στη Μονή Ασωμάτων, και σχολιάζει ότι «Το όνομα Κουρούτες ομοιάζει τόσο πολύ με το Κουρήτες, ώστε δεν είναι τολμηρόν, πιστεύομεν, να υποθέση τις, ότι είναι αυτό τούτο με μικράν παραλλαγήν. Πιθανοτέραν δε καθιστά την γνώμην ταύτην η παρά την Ίδην θέσις του χωρίου…».
Σε επιστημονικό συνέδριο, με θέμα: «Η Επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα», οι εργασίες του οποίου διεξάχθηκαν στο Φουρφουρά και τους Αποστόλους, έδρες αντίστοιχα των τότε υφιστάμενων Δήμων Κουρητών και Συβρίτου, μεταξύ 27 και 31 Αυγούστου 2010, παρουσιάστηκε και μια σχετική εισήγηση από το Στέλιο Λαμπάκη, με θέμα: «Από τους Κουρήτες της αρχαιοελληνικής μυθολογίας στις σύγχρονες “μυθολογίες”». Στην εισήγηση αυτή, ο Σ. Λαμπάκης, ως προς την προέλευση της ονομασίας των Κουρουτών, αναφέρει την άποψη του Ιωσήφ Χατζηδάκη, αλλά και άλλων, όπως του Ρεθεμνιώτη δασκάλου και συγγραφέα Γεωγραφίας της Κρήτης, Εμμανουήλ Λαμπρινάκη, και του Μανουήλ Βερνάρδου του Κρητός, οι οποίοι συνέδεσαν επίσης, το 19ο αιώνα, τις Κουρούτες με τους Κουρήτες. Ο Σ. Λαμπάκης, ως προς την ετυμολογία του τοπωνυμίου Κουρούτες, υποστηρίζει ότι σε αντίθεση με τις απόψεις αυτές που δεν αναφέρουν πηγές και την απουσία τέτοιων πληροφοριών από τα αρχαία κείμενα: «πολύ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση με το ρήμα «κουρου(ν)τίζω» και «κουρτίζω», συγκεντρώνω τα κοπάδια στο μαντρί», παραθέτοντας σχετική επιχειρηματολογία.
Δεν επεκτείνομαι περισσότερο ως προς την εισήγηση αυτή, απλώς σημειώνω ότι αξίζει να διαβαστεί ολόκληρη για το πλήθος και τη σημασία των πληροφοριών που περιέχει για το ζήτημα της προέλευσης της ονομασίας των Κουρουτών.
Αμφισβητείται λοιπόν η προέλευση της ονομασίας των Κουρουτών από τον μύθο της ανατροφής του Δία στο Ιδαίον Άντρον και τους φύλακες του Κουρήτες, λόγω έλλειψης ιστορικών πηγών βάσει των οποίων θα τεκμηριώνεται. Παρ’ όλα αυτά, η εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας των Κουρουτών από τους μυθικούς Κουρήτες παραμένει η κυρίαρχη εκδοχή. Επειδή η αναφορά του χωριού ως Coruces, το 1301, ίσως δυσκολεύει την ετυμολόγηση της λέξης από τη λέξη Κουρήτες, επισημαίνω ότι στη βενετσιάνικη γλώσσα το γράμμα (c) όταν βρίσκεται πριν από το (e) ή το (i) προφέρεται (ʧ), δηλαδή (τσ), άρα, στα ελληνικά η λέξη Coruces διαβαζόταν «Κορούτσες» . Αυτή η λεπτομέρεια διευκολύνει κάπως την ετυμολόγηση της ονομασίας από τη λέξη Κουρήτες (με παραφθορά του ονόματός τους). Η λέξη Κουρήτης προέρχεται από τη λέξη «κούρος» που στη δωρική διάλεκτο ήταν «κώρος» και σήμαινε έφηβος, νέος άνδρας. Από τη λέξη αυτή πήραν την ονομασία τους και τα γνωστά ανδρικά αγάλματα, οι κούροι της Αρχαϊκής περιόδου. Ίσως λοιπόν το (ο) στη λέξη Κορούτσες είχε παραμείνει από τη γλωσσική επιρροή των Δωριέων που θεωρείται ότι κατέβηκαν στην Κρήτη γύρω στο 1100 π.Χ.
Πέρα από την κυρίαρχη εκδοχή και την πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή του κ. Λαμπάκη, προσθέτω εδώ και κάποιες άλλες πιθανές εκδοχές:
Ως πιο πιθανή από αυτές θεωρώ την εκδοχή η ονομασία του χωριού να προήλθε από τη λέξη «κορώνη» που ήταν η ονομασία του πουλιού κουρούνα στην αρχαιότητα (το πιθανότερο από την ονομαστική πληθυντικού: αἱ κορῶναι)(6). Η κουρούνα υπάρχει σε αφθονία στην περιοχή των Κουρουτών και μάλιστα το κυνήγι της επιτρέπεται στην Ελλάδα από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι και το Φεβρουάριο, χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό. Τα είδη της κουρούνας που υπάρχουν στην Ελλάδα σε ευρεία κατανομή είναι η μαυροκουρούνα (Corvus corone corone) και η σταχτοκουρούνα (Corvus corone cornix).
Η κουρούνα, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν η Κορωνίδα, κόρη του Κορωνέα, προστατευόμενη της θεάς Αθηνάς, που η θεά τη μεταμόρφωσε σε πουλί για να τη γλυτώσει από την ερωτική καταδίωξη του Ποσειδώνα (8). Σύμφωνα με άλλο μύθο, τον μύθο των Υάδων, η Κορωνίδα ήταν μια από τις τρεις αδελφές νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, με εντολή του Δία.
Ο Αίσωπος αναφέρει την κουρούνα σε πέντε μύθους του, μεταξύ των οποίων ο μύθος «Κορώνη και Κόραξ», στον οποίο η κουρούνα εμφανίζεται να ζηλεύει το κοράκι, επειδή οι άνθρωποι -σε αντίθεση με αυτήν- το θεωρούσαν μαντικό οιωνό. Αυτός είναι και ο μόνος μύθος από τους πέντε όπου η κουρούνα εμφανίζεται με αρνητική έννοια, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τέσσερεις όπου αναδεικνύεται η εξυπνάδα και η αντοχή της. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο που αναφέρεται για πρώτη φορά το χωριό Κουρούτες, ως Coruces (1301), ο Βυζαντινός λόγιος, μοναχός και συγγραφέας, Μάξιμος Πλανούδης (περίπου 1255 – περίπου 1305), με τη διήγηση «Αισώπου βίος» συνετέλεσε ώστε παράλληλα με το «βίο» του Αισώπου να γίνουν πολύ δημοφιλείς και οι μύθοι του σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία . Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μύθοι έγιναν γνωστοί και στην Κρήτη, κυκλοφορώντας σε χειρόγραφα, παρόλο που η Κρήτη είχε πέσει στα χέρια των Βενετών, αφού με τη φροντίδα ιερέων και μοναχών, αλλά και μέσω του εμπορίου, οι Κρητικοί δεν αποκόπηκαν πνευματικά και πολιτισμικά από το Βυζαντινό κράτος, και ιδίως την εποχή αυτή που ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος ήταν αυτοκράτορας (1282 – 1328), αφού ήταν άνθρωπος με μεγάλο ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη φιλολογία και στα χρόνια αυτά έχουμε άνθηση των γραμμάτων στο Βυζάντιο.
Στην Κρήτη θα πρέπει να ήταν πολύ γνωστός και ο μύθος της γέννησης του Ασκληπιού, θεού της Ιατρικής, ο οποίος ήταν γιός του Απόλλωνα, θεού της μουσικής, του χορού, του φωτός, προστάτη της μαντικής και γενικά των τεχνών. Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι ήταν διαδεδομένος εκεί ακόμη και την περίοδο της Βενετοκρατίας, αφού υπάρχει θυρεός του τότε ονομαζόμενου «Βασιλείου της Κρήτης» (Regno di Candia) που χωρίζεται σε δυο μέρη και φαίνεται να τον αναπαριστά. Ο θυρεός απεικονίζει στο πάνω μέρος του ένα κοράκι (ή ίσως μαυροκουρούνα) και στο κάτω μέρος ένα κένταυρο (πιθανότατα τον κένταυρο Χείρωνα). Επειδή ο Απόλλωνας λατρευόταν κυρίως από τους Δωριείς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτοί έκαναν γνωστό τον συγκεκριμένο μύθο στην Κρήτη, μετά την κάθοδό τους στο νησί.
Έχει ενδιαφέρον και η ερμηνεία που δίνει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στη λέξη κορώνα. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, από την αρχαία ελληνική λέξη κορώνη προήλθε η λατινική λέξη corona που σημαίνει στέμμα, διάδημα (βασιλικό). Ο Ξανθουδίδης, αναδεικνύοντας τη χρήση της λέξης κορόνα για να περιγράψει αντικείμενο στεφανοειδούς σχήματος, αναφέρει ότι εκτός από την έννοια του στέμματος, η λέξη κορώνα, στην εποχή του, σήμαινε στην Κρήτη και «το άλλως κομβολόγιον ένεκα του στεφανοειδούς σχήματος». Κοιτάζοντας την κορυφογραμμή του «κουρουθιανού αοριού», σε συνδυασμό και με το μέρος του όρους Κέντρος που φαίνεται απέναντι από τις Κουρούτες, προς την πλευρά που είναι το χωριό Μέλαμπες, με λίγη καλή θέληση φανταζόμαστε το στεφανοειδές σχήμα και τελικά το στέμμα που περικλείει τις Κουρούτες! Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι μια από τις έννοιες που είχε η λέξη κορώνη στην αρχαιότητα ήταν και οτιδήποτε γαμψοειδές, αγκιστροειδές, κυρτό ή καμπυλωτό, όπως το ράμφος κόρακα(15). Από μικρός, από την αυλή του πατρικού μου σπιτιού στις Κουρούτες μπορούσα να διακρίνω αυτές τις συνεχόμενες καμπυλότητες που σχημάτιζε η κορυφογραμμή ψηλά στο κουρουθιανό αόρι…
Το ενδεχόμενο το όνομα Κουρούτες να προήλθε -στη διάρκεια των αιώνων που μεσολάβησαν ίσως και από την αρχαιότητα μέχρι το 1577 που το χωριό αναφέρεται από τον Fr. Barozzi ως Curutes- από την ονομαστική πληθυντικού της λέξης κορώνη (αἱ κορῶναι), ως περιοχή πάνω από την οποία πετούσαν πολλές κουρούνες, με ενδιάμεση ονομασία και την ονομασία Coruces, μοιάζει εξαρχής να συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες, θα προσπαθήσω όμως να το αναλύσω περισσότερο παρακάτω:
Μια ενδεικτική πορεία των ενδιάμεσων σταδίων εξέλιξης της ονομασίας Κουρούται/Κουρούτες από τη λέξη κορῶναι είναι η εξής: Κορώναι ˃ Κορούναι ˃ Κορούτσαι/Κορούτσες (Coruces, το 1301) ˃ Κουρούτσαι /Κουρούτσες ˃ ίσως σε αυτή τη χρονική περίοδο (μετά το 1301) είτε με την εξέλιξη της καθημερινής ομιλίας, με σίγηση του (σ), είτε ηθελημένα συσχετίζεται το όνομα του χωριού με τους Κουρήτες, από κάποιον γνώστη της μυθολογίας, με κατάληξη την ονομασία Κουρούται/Κουρούτες (Curutes το 1577, Curuttes το 1583, και πάλι Curutes το 1630, Kurutes, το 1834) μέχρι σήμερα. Υπέρ της εκδοχής αυτής, εκτός από το γεγονός ότι το όνομα του χωριού υφίσταται για αρκετούς αιώνες στον πληθυντικό (Κουρούτες) και της σχετικής ομοιότητας της ονομασίας Κουρούται με τη λέξη κορῶναι, συνηγορεί και η ύπαρξη του συγκεκριμένου πουλιού στην περιοχή σε μεγάλο αριθμό, όπως προαναφέρθηκε. Αν και η κουρούνα προκαλεί ζημιές στις καλλιέργειες και στην εποχή μας δεν είναι από τα πουλιά που εκτιμώνται ιδιαίτερα, η πλειοψηφία των τότε κατοίκων της περιοχής των Κουρουτών ενδεχομένως δεν θα είχε αντίρρηση να ονομάζεται το χωριό τους με το όνομά της, για τους λόγους που προανέφερα. Άλλωστε, στον Ψηλορείτη υπάρχει και κορυφή με την ονομασία Κουρούνα, ενώ στην Κρήτη υπάρχει και χωριό Κουρούνες, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από τη Νεάπολη Λασιθίου, στις παρυφές του βουνού Σταυρός, και τουλάχιστον και μέχρι την απογραφή πληθυσμού του 2011 είχε επίσημη ονομασία «αι Κουρούναι» (παρόμοια δηλαδή με το «αι Κουρούται» που σύμφωνα με την ίδια απογραφή αναφέρεται ως η επίσημη ονομασία των Κουρουτών), το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη του συγκεκριμένου πουλιού και στο μέρος αυτό που βρίσκεται σε υψόμετρο 530μ., ίδιο περίπου με το υψόμετρο των Κουρουτών (510μ.).
Από τη λέξη κουρούνα προήλθε και το επίθετο «κουρουνός-ή,-ό» και -με συγκοπή- «κουρνός-ή,-ό», που αναφέρει και ο Γεώργιος Χορτάτσης. Η λέξη κουρνός σημαίνει ασπρόμαυρος ή γκριζόμαυρος, αλλά και παρδαλός, και χρησιμοποιείται στην Κρήτη και ως συνώνυμο του επιθέτου «χελιός-ά-ό», για τον χαρακτηρισμό των ασπρόμαυρων ή δίχρωμων κριαριών, τράγων και κατσικιών. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, συγγραφέας του «Πατούχα», αναφέρει την έκφραση «ήρθανε κουρνοί και λαγαράτοι» ερμηνεύοντας ότι ήρθε «ποικίλον πλήθος», δίνει όμως και δεύτερη ερμηνεία της λέξης κουρνός: «ο έχων υπόψαρον χρώμα ή μαυρόψαρον». Η λέξη «ὑπόψᾱρος», στην αρχαιότητα έχει χρησιμοποιηθεί από τον Στράβωνα για να χαρακτηρίσει ίππο ως «κάπως διάστικτο, με βούλες». Εδώ μπορεί να διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η -σύμφωνα με τα παραπάνω- «παρδαλή/κουρνή» εικόνα μικρού αιλουροειδούς που περιλαμβάνεται στο δημοσιευμένο κείμενό μου της 5ης Φεβρουαρίου 2022, με τίτλο: «”ΠΑΡΔΙ” ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΟΥΡΟΥΤΕΣ») και σχηματίζεται στο ανάγλυφο του εδάφους μαζί με τους πρίνους, στην περιοχή λίγο πιο πάνω από το Παρδί, έδωσε και το όνομα Κουρούτες στο χωριό.
Σίγουρα μπορούμε να προσμετρήσουμε και άλλες εκδοχές, όπως, το όνομα του χωριού να προήλθε από τη λέξη «κουρούτα» που σε κάποια μέρη της Κρήτης σημαίνει τη χελώνα, και με αυτό να δηλωνόταν ότι ο τόπος είχε πολλές χελώνες. Επιπλέον, επειδή στην περίπτωση που το όνομα Coruces που αναφέρεται για το χωριό το 1301 θα μπορούσε να έχει προκύψει και πριν από τη Βενετοκρατία, και τότε θα προφερόταν Κορούσες και όχι Κορούτσες, ίσως θα πρέπει να εξεταστεί περισσότερο και η σημασία των δύο τελευταίων συλλαβών της λέξης (Co-ruces /Κο-ρούσες). Η λέξη «ρούσιος» στην αρχαιότητα σήμαινε κοκκινωπός. Και σήμερα υπάρχει τοπωνύμιο «Ρουσά» στο χωριό, στο δρόμο προς το χωριό Νίθαυρη. Επειδή εκεί κάποτε υπήρχαν αμπέλια με κόκκινα σταφύλια ίσως πήρε από εκεί το όνομά του το μέρος αυτό. Φυσικά, το τοπωνύμιο θα μπορούσε να έχει προέλθει και από την εντονότερη (κοκκινωπή) απόχρωση κάποιων αργιλωδών σημείων του εδάφους. Είναι χαρακτηριστικό το κοκκινωπό χρώμα κάποιων βράχων στη Φαράγγα των Κουρουτών(25). Κοντά στο Παρδί υπάρχει και τοπωνύμιο «Κόκκινος Ποταμός». Ακόμη, επειδή στο Παρδί και στη γύρω περιοχή υπάρχουν πολλοί πρίνοι, από το λεγόμενο «πρινοκόκκι» των οποίων εξαγόταν κόκκινη βαφή σε παλαιότερες εποχές, το όνομα θα μπορούσε να έχει προέλθει από τη σύνθεση της πρώτης συλλαβής της λέξης «κόκκος» και της λέξης ρούσιος στον πληθυντικό αριθμό, σίγηση του φθόγγου (κ) και την εν συνεχεία παραφθορά της λέξης. Το ίδιο θα μπορούσε να έχει συμβεί και με παραφθορά της σύνθετης λέξης, με πρώτο συνθετικό (Κορ-) (από κάποια από τις λέξεις: κόρος/κούρος ή κόρη), και της λέξης ρούσιος, που στην περίπτωση αυτή θα δήλωνε το μέρος όπου κατοικούσαν και κοκκινομάλληδες/ες, που γενικά αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού (2%) (26). Ακόμη και σχέση της ονομασίας των Κουρουτών με τη λέξη «κουράτωρ» (“κουράτουρας”) που σημαίνει επιμελητής, επίτροπος ανήλικων παιδιών και ήταν και τίτλος στο Βυζάντιο ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί έστω και ελάχιστα πιθανή(27).
Ενδεχομένως, κάποτε, αν όχι από την επιστήμη της Ιστορίας, προκύψει απάντηση, έστω από την επιστήμη της αρχαιολογίας, μέσω κάποιας μελλοντικής αρχαιολογικής ανακάλυψης (στον Αμυγδαλέ, το Παρδί κλπ), από την οποία θα τεκμηριώνεται αναμφίβολα η προέλευση της ονομασίας των Κουρουτών. Ανεξαρτήτως όμως του αρχικού ονόματος του χωριού, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι τουλάχιστον τα τελευταία 450 χρόνια το όνομά του παραπέμπει στους Κουρήτες, ενώ και η ονομασία Coruces που είχε το χωριό το έτος 1301 δεν είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ονομασία των μυθικών πολεμιστών, χορευτών και «άγρυπνων φυλάκων» του «πατέρα των θεών και των ανθρώπων» -κατά τους αρχαίους προγόνους μας- Δία.
Και μιας και γίνεται λόγος για τους Κουρήτες, ας σημειωθεί ότι σε κάποιο Ορφικό ύμνο των Κουρητών που διάβασα κάποτε οι Κουρήτες χαρακτηρίζονται εκτός των άλλων και ως «κρουσιλύραι», δηλαδή που κρούουν – παίζουν τη λύρα. Σίγουρα και στη σύγχρονη εποχή οι περιοχές γύρω από τον Ψηλορείτη ξεχωρίζουν για τους λυράρηδές τους!
Κλείνω όπως και στο κείμενο: «”ΠΑΡΔΙ” ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΟΥΡΟΥΤΕΣ», με λίγους αφιερωματικούς στίχους μου, γραμμένους στο κρητικό ιδίωμα:
Κουρουτών Κουρήτες
Σα βγεις στην Ίδη δε θα βρεις του Δία χορευτές κι οπλίτες,
μα στη ρίζα τζη ζούσαν και θα ζουν τω γ-Κουρουτώ Κουρήτες.
Στου Ψηλορείτη τα ριζά, στω γ-Κουρουτώ τη μ-πάντα,
εκειά ’ν’ το τέλος π’ οδηγεί τω γ-Κουρητώ η στράτα.
*Διαθέσιμες πηγές – σημειώσεις στη διάθεση των αναγνωστών της εφημερίδας.