Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή.
Η Πρωτομαρτιά κι οι μάρτηδες
Στα μέρη τση Ελυθραίας και τση Σμύρνης πολύ τήνε τιμούσανε την Πρωτομαρτιά, επειδής ηφοβούντουστε το Μάρτη, που ‘ναι πίζουλος(1) μήνας και δύσκολος, αφ’ τη μια χειμωνιάτικος κι αφ’ την άλλη ανοιξιάτικος, και τόνε λέγανε «Πεντάγνωμο», επειδής ηάλλαζε πολλές φορές ο καιρός μέσα στην ίδια μέρα.
Την παραμονή τση Πρωτομαρτιάς οι Αλατσατιανοί ηχτυπούσανε δυνατά τα γουδιά, λέγοντας ρυθμικά
Όξω ψύλλοι και κοριοί,
μέσα Μάρτης και Λαμπρή!
κι ηξεσηκώνανε τον ντουνιά με το πατιρντί(2) ντως. Με τούτο ηθαρρούσανε πως κάθε κακό ητρόμαζε κι ήφευγε αφ’ το σπίτι και προπαντός τα βλαβερά μαμούνια, που πολύ ητυραννούσανε τον κόσμο τση αγροτιάς. Κι απέ, έτσιδας αρκίναε ένας νέος, καθαρός μήνας.
Επίσης την παραμονή, αποβραδίς, ούλα τα κορίτσια κι οι κοπέλες ηβάνανε το μάρτη ή μαρτάκι, μιαν ασπροκόκκινη γιά χρυσοκόκκινη γιά χρυσόασπρη κλωστή σιαγμένη από μεταξένιες οτράδες(3) καλά στριμμένες. Το χρυσό χρώμα το ηβάνανε με μπλίρα,(4) σαν αυτές που ηκρεμούσανε στσι γάμοι. Ετούτο το αντέτι, που γένεται ώσαμε τα σήμερα, το ηκάνανε για να μην τσι πιάσει ο γήλιος. Η άσπρη οτρά ήτανε –λέει– για το πρωινό φως, η κόκκινη για το μεσημεριανό κάμα(5) κι η χρυσή για την υγειά του αθρώπου που το φορεί. Ούλες ματζί οι οτράδες λες κι είχανε μια δύναμη μαγικιά κι ηπροστατεύανε από τσι αχτίνες του γήλιου κι από κάθε αρρώστια ή περετό(6), που είναι πολύ συνηθισμένα ετούτηνε την εποχή του χρόνου.
Τον μάρτη οι πιο πολλές τον ηπερνούσανε σα βραχιολάκι στο δεξί χέρι, μα σε κάποια χωριά το περνούσανε σα δαχτυλιδάκι στο δάχτυλο του χεριού γιά στον μεγάλο δάχτυλα του ποδιού, όπως ηκάνανε τα αγόρια στο Μελί, για να μην τσατούνε(7) –λέει– στσι δρόμοι και σαβουρντίζουνται(8) κάτου. Στο δάχτυλα του ποδιού το ηπερνούσανε κι οι πιο μεγάλες γυναίκες, και οι γριές ακόμας.
Εκείνες τσι δυο-τρεις πρώτες μέρες του Μάρτη ήκουες παντού να λένε στα κοπελάκια τούταδάκι(9) τα στιχάκια:
Οπόχει κόρην ακριβή,
γήλιος του Μάρτη μην τη δει,
μην τη δει, μην τη μαυρίσει,
μην τη ροδοκοκκινίσει.
Οπού ‘χει κόρην όμορφη και θέ’ να την παντρέψει,
του Μάρτη γήλιος μην τη δει και μην τήνε ‘γναντέψει.
Στα Βουρλά, στο Σιβρισάρι, στο Σεβντίκιοϊ και στον Κουκλουτζά τση Σμύρνης, προτού να φορέσουνε τον μάρτη, τον ηκρεμούσανε σε κόκκινη τριανταφυλλιά, να μείνει όξω ούλη τη νύχτα, να ξαστριστεί μέσα στ’ αγιάζι, να τόνε δούνε, μαθές, τ’ άστρα κι έτσιδα θε’ ν’ αποχτήσει μεγάλη δύναμη, για να καλοφυλά(10) την κόρη που τόνε φορεί.
Στο Μελί η Πρωτομαρτιά είχε παρμένη τη θέση τση Πρωταπριλιάς. Ούλοι, και πιο πολύ τα παιδιά, παραϊστούσανε(11) ποιος θε’ να ξεγελάσει τον άλλονε. Και το ‘χανε για καλό, άμα ηκαταφέρνανε να ξεγελάσουνε τσι πιο πολλοί. Τούτο το ξεγέλασμα το ‘χανε και σ’ άλλα μέρη ελληνικά, όπως στην Κρήτη, και πιστεύγανε πως έτσιδα θε’ να ξεγελαστεί και το κακό, να ξεκουμπιστεί και να φύει μια για πάντα αφ’ τον κόσμο των αθρώπω.
Το μαρτάκι, σαν ήβγαινε ο μήνας, δεν το ηπετούσανε, όπως το κάνουνε τώρα δα οι πιο πολλοί. Το ηφυλούσανε στο χέρι ντως ίσαμε την Ανάσταση, τότες που ούλα ηξαναγεννιόντουστε με του Χριστού τη χάρη. Το ηκάβγανε(12) γιά στσι φωτιές του Λαζάρου (όπως ηκάνανε οι Μελιώτες) γιά στη λαμπάδα τση Λαμπρής γιά το ηκρεμούσανε πάλι σε κόκκινη τριανταφυλλιά, να το πάρουνε τα πουλιά –λέει– να μπλέξουνε τη φωλιά ντως κι όποια το φορούσε να ‘ναι ροδοκόκκινη κι όμορφη σαν το τριαντάφυλλο.
Καλή Πρωτομαρτιά! Καλό μήνα!
Κι από χρόνου!
Θοδωρής Κοντάρας
Πρωτομαρτιά του ‘23
Μάρτηδες κρεμασμένοι σε απιδιά (αγκορτσά)
Μελένοικο, Μονή Ροζινούς (2011)
1) πίζουλος: επικίνδυνος, ασταθής.
2) πατιρντί: φασαρία, ορυμαγδός.
3) οτρά: κλωστή, νήμα.
4) μπλίρα: ασημένιο ή χρυσό γυαλιστερό έλασμα, περίπου σαν αυτά που κρεμάμε στα χριστουγεννιάτικα δέντρα σήμερα.
5) το κάμα: ο καύσωνας, η ζέστη.
6) περετός: πυρετός.
7) τσατώ και τσατίζω: σκοντάφτω, προσκρούω.
8) σαβουρντίζουμαι, σαβουρντιέμαι: πέφτω.
9) τούταδάκι: αυτά εδώ.
10) καλοφυλώ: φυλάω καλά, προστατεύω.
11) παραϊστώ: συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.
12) ηκάβγανε (κάβγω, καύω): καίγανε.