Τη δυνατότητα να επιβιώνουν στον χρόνο ως γεγονότα κι όχι ως ψεύδη, αλλά και να ασκούν επιρροή στους πολίτες, ιδίως σε εκείνους με μεγαλύτερη ηλικία και χαμηλότερη μόρφωση, έχουν τα fake news, παρότι παραμένει αδιευκρίνιστο σε πιο βαθμό μπορούν οι άνθρωποι να τα ξεχωρίσουν, μέσα στον τεράστιο όγκο της πληροφορίας που λαμβάνουν από διάφορες πηγές. Την ίδια στιγμή, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα παραδοσιακά μέσα – και ιδίως τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, τα οποία ωστόσο αποτελούν βασική πηγή ενημέρωσης – παραμένει χαμηλή: οι πολίτες τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο ώς πηγή ειδήσεων … τον οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο, ενώ απ΄ ό,τι φαίνεται, το όνομα του δημοσιογράφου και συντάκτη μιας είδησης, ή και του μέσου, μικρή σημασία έχουν για αυτούς ώς “σφραγίδα” εγκυρότητας – γι’ αυτό και ο επαναπροσδιορισμός του επαγγέλματος του δημοσιογράφου, της ψηφιακής υπογραφής του και της λειτουργίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, είναι πλέον επιτακτικός.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από τη φετινή 2η έρευνα κοινής γνώμης, με τίτλο: “Οι Θεσσαλονικείς και η ενημέρωση στην εποχή των ψευδών ειδήσεων”, που διενήργησαν οι TV100/FM100, από κοινού με την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ) και το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Η έρευνα διεξήχθη από την PalmosAnalysis, στο διάστημα 6-13 Φεβρουαρίου 2018, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 802 πολιτών, από τους επτά δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, ενώ αφορά ουσιαστικά έναν πληθυσμό 700.000 ατόμων, ηλικίας άνω των 17 ετών.
Στο πλαίσιο της φετινής έρευνας γνώμης, αποφασίστηκε να τεθούν στους πολίτες και ερωτήματα σχετικά με τις ψευδείς ειδήσεις που διαδόθηκαν με αφορμή το συλλαλητήριο για την ονομασία της “Μακεδονίας” στις 21 Ιανουαρίου, προκειμένου να γίνει σαφές πόσο τις ενστερνίστηκαν, αλλά και πόσο αυτές επιβίωσαν στον χρόνο. Όπως διευκρίνισε ο διευθυντής Ερευνών της PalmosAnalysis, Πασχάλης Τεμεκενίδης, η έρευνα έγινε τρεις εβδομάδες μετά το συλλαλητήριο. Παρόλα αυτά, τα fake news εξακολουθούσαν να παραμένουν…”πειστικές ειδήσεις”, με ισχύ γεγονότων για πολλούς από τους συμμετέχοντες στην έρευνα.
Συγκεκριμένα, ερωτηθέντες αν πιστεύουν ότι πράγματι παρεμποδίστηκαν στα διόδια των Μαλγάρων λεωφορεία που μετέφεραν διαδηλωτές από άλλες περιοχές της Ελλάδας, τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες (40%) απαντούν, σύμφωνα πάντα με τον κ.Τεμεκενίδη, ότι πληροφορήθηκαν το “γεγονός” και είναι αλήθεια. Αν δε, σε αυτούς προστεθεί και το ποσοστό όσων δεν είναι ακόμη βέβαιοι αν τα λεωφορεία πράγματι μπλοκαρίστηκαν ή όχι (28%), τότε τα fake news αποδεικνύεται ότι έγιναν πειστικά, ή σχεδόν πειστικά, για επτά στους δέκα Θεσσαλονικείς (68%), που εξακολουθούσαν να τα ενστερνίζονται, ή να τα θεωρούν πιθανά περίπου έναν μήνα μετά!
Ένας στους δύο δηλώνει πως έχει επηρεαστεί από ψευδείς ειδήσεις
“Έχετε αντιληφθεί ποτέ κάποια ψευδή είδηση στις ειδήσεις που παρακολουθείτε”; Στο ερώτημα αυτό, πάνω από οκτώ στους δέκα (82%) απάντησαν καταφατικά, ενώ μόνο το 17% είπε “όχι”. “Έχει τύχει να επηρεαστείτε από κάποια είδηση που αποδείχτηκε ψευδής;”. Πάνω από τους μισούς πολίτες (ποσοστό 53%) απάντησαν “ναι” (“μερικές φορές” το 37% και “πολλές φορές” το 16%), ενώ όπως εξήγησε ο κ.Τεμεκενίδης, το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ακόμη μεγαλύτερο, καθώς κάποιοι από τους ερωτηθέντες μπορεί να μην το απάντησαν με ειλικρίνεια, λόγω…εγωισμού.
Πολιτική επικαιρότητα και TV κατέχουν τα “πρωτεία” των fake news κατά τους πολίτες
Σε ποιους τομείς ειδήσεων εμφανίζονται τα περισσότερα fake news; Με βάση τις (πολλαπλές) απαντήσεις των ερωτηθέντων, η πολιτική, οι εκλογές και οι διεθνείς σχέσεις, έχουν την τιμητική τους, συγκεντρώνοντας ποσοστό 95%, ενώ ακολουθούν η οικονομία και οι επιχειρήσεις (85%), το μεταναστευτικό – προσφυγικό (74%), τα θέματα που αφορούν εθνικές, θρησκευτικές και σεξουαλικές μειονότητες (69%) και η δημόσια και ατομική υγεία (67%). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι πολίτες θεωρούν ώς κύρια πηγή προέλευσης των ψευδών ειδήσεων τα τηλεοπτικά δίκτυα εθνικής εμβέλειας (49%), ενδεχομένως – όπως σχολίασε ο κ.Τεμεκενίδης – επειδή δεν γνωρίζουν ακριβώς τον ορισμό των fake news και το γεγονός ότι σπάνια διαδίδονται από παραδοσιακά και επώνυμα μέσα.
Μόλις το 14% θεωρεί το όνομα του δημοσιογράφου “σφραγίδα” αξιοπιστίας
Πάντως, σε σημαντικό ποσοστό οι πολίτες επιχειρούν πλέον να διασταυρώνουν την ακρίβεια και την αξιοπιστία μιας είδησης, κυρίως (πολλαπλές απαντήσεις) αναζητώντας την σε άλλα μέσα και πηγές (61%), “τσεκάροντάς” την με τον κοινωνικό τους περίγυρο (32%) και ερευνώντας την πηγή προέλευσής της (18%). Μάλλον απογοητευτικό για τους επαγγελματίες δημοσιογράφους είναι το γεγονός ότι μόλις το 14% των ερωτηθέντων θεωρεί το όνομα του δημοσιογράφου ώς διαπιστευτήριο αξιοπιστίας, ενώ μόνο το 13% εμπιστεύεται τη φήμη της πηγής και του μέσου μαζικής ενημέρωσης ως παράγοντα διασταύρωσης της ακρίβειας μιας είδησης. Το 11% δεν διασταυρώνει ποτέ μια είδηση, με την τάση αυτή να είναι εντονότερη στα άτομα με χαμηλή μόρφωση και μεγάλη ηλικία, αλλά και στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Στο ερώτημα δε, σχετικά με το πόσο εμπιστεύονται την ενημέρωση που λαμβάνουν από διάφορα μέσα σε κλίμακα 1 έως 5 (όπου το ένα είναι το καθόλου και το πέντε το πολύ), οι Θεσσαλονικείς “βαθμολόγησαν” με 3,4 μονάδες (3,2 πέρυσι) τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο, βάζοντας στη δεύτερη θέση το ραδιόφωνο με 3 μονάδες (2,9 πέρυσι), ενώ τα τηλεοπτικά δίκτυα πανελλαδικής εμβέλειας “έπιασαν” μόλις 2,3 και τα τοπικά 2,6.
Το μεγάλο στοίχημα και ο υστερικός διάλογος
“Το μεγάλο στοίχημα για τον δημοσιογραφικό κόσμο είναι να οικοδομήσει ξανά σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό” σημείωσε ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΜ-Θ, Νίκος Καρράς, υπενθυμίζοντας και έρευνα του Ινστιτούτου Reuters (2017), σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέσηω ώς προς την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ενημέρωση, και μάλιστα μοιράζεται αυτή τη θέση με τη Νότια Κορέα. “Ακόμη και τα πιο πλούσια μέσα, αν έχουν χαρακτηριστικά αναξιοπιστίας είναι θνησιγενή”, σημείωσε ο κ.Καρράς και πρόσθεσε ότι για να πολεμηθεί το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων χρειάζεται περίσσευμα αξιοπιστίας.
Την εκτίμηση ότι ο τρόπος σκέψης και οι αξίες γύρω από το δημοσιογραφικό επάγγελμα χρειάζεται να επαναπροδιοριστούν, διατύπωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Γιώργος Τσουρβάκας. “Θέλουμε δημοσιογραφία που να πληροφορεί, να εκπαιδεύει και να έχει αισθητική, που θα υπερασπίζεται το δημόσιο καλό, θα βοηθά στην κατανόηση των κοινωνικών αλλαγών και θα αναγκάζει με δίκαιο τρόπο τους ισχυρούς να λογοδοτούν” είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ο δημόσιος διάλογος στα social media γίνεται υστερικός, το περιεχόμενο βγαίνει από αλγορίθμους και τα προσωπικά δεδομένα γίνονται αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών.
Αγαθό ή προϊόν;
Εντυπωσιακή χαρακτήρισε την αντοχή των ψευδών ειδήσεων στον χρόνο ο γενικός διευθυντής της Δημοτικής Εταιρείας Πληροφόρησης, Θεάματος και Επικοινωνίας (ΔΕΠΘΕ), Φίλιος Στάγκος, ενώ πρόσθεσε ότι ακόμη και μέσα στο επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν γίνεται πάντα απόλυτα κατανοητό αν η ενημέρωση είναι αγαθό ή προϊόν. Οπως είπε, είναι αγαθό γιατί χωρίς σωστή ενημέρωση δεν έχει νόημα η ελεύθερη έκφραση, υπό την έννοια ότι περιορίζεται το εύρος των απόψεων. Είναι όμως και προϊόν γιατί μετά την κοσμογονία του Διαδικτύου, που επέτρεψε σε κάθε πολίτη να εκπέμψει το μήνυμά του, ήρθε η κρίση βιωσιμότητα των παραδοσιακών ΜΜΕ. Ο ίδιος, τόνισε, πως πρέπει να γίνει σαφές ότι η σωστή και έγκυρη ενημέρωση είναι δουλειά των επαγγελματιών δημοσιογράφων, γιατί αυτοί ελέγχονται ώς προς την ακρίβεια και αξιοπιστία των ειδήσεων.
“Είναι πολύ πιο εύκολο να πιστέψει κάποιος μια ψευδή είδηση, παρά να την αποδομήσει”
“Οι δημοσιογράφοι οφείλουμε να έχουμε ώς πρωταρχικό μέλημα το να οικοδομήσουμε διακριτή και ισχυρή ψηφιακή ταυτότητα” σημείωσε ο δημοσιογράφος Γιάννης Κοτσιφός, ενώ ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Νίκος Παναγιώτου, επισήμανε ότι είναι πολύ πιο εύκολο να πιστέψει κάποιος μια ψευδή είδηση, παρά να την αποδομήσει, γεγονός που εξηγεί και την επιρροή των fake news, καθώς και ανθεκτικότητα στον χρόνο. Πρόσθεσε, δε, ότι το ζητούμενο είναι να επαναθεμελιωθεί σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες.
Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πλάκας, υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες οι αληθινές ειδήσεις χρειάζονται έξι φορές περισσότερο χρόνο για να φτάσουν να αναπαράγονται από ό,τι τα fake news. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΔΕΠΘΕ, Λάζαρος Ζαχαριάδης, επισήμανε ότι δύο στους τρεις πολίτες χρησιμοποιούν τα δημοτικά μέσα ενημέρωσης και προτρέπουν για τη συμμετοχή και άλλων δήμων στο μετοχικό τους κεφάλαιο._