Αρχές της άνοιξης έφευγε το μπουλούκι με τους μαστόρους της πέτρας από τα ορεινά χωριά της Αρκαδίας ή της Ηπείρου και τέλος φθινοπώρου γυρνούσε. Θα μιλήσουμε για τους μαστόρους της πέτρας αυτούς που έφτιαξαν τον κτιστό κόσμο δίπλα στον Ακτιστο. Επαληθεύοντας έτσι με τρόπο στέρεο την ένωση κτιστού και Ακτιστού κόσμου. Αφησαν ανεξίτηλα σημάδια της τέχνης τους. Παντού διάσπαρτα σε όλη τη χώρα. Σχολεία, εκκλησιές αρχοντικά, κρήνες, κάστρα και πολιτείες, κωδωνοστάσια αποτελούν ένα παιχνίδισμα της δαιμόνιας τέχνης τους. Τζαμιά και παλάτια για τους μπέηδες και τους αγάδες στην τουρκοκρατία. Μύλοι, φούρνοι, πέτρινα βαθιά πηγάδια, πύργοι και υδραγωγεία, μονότοξα και πολύτοξα γιοφύρια που αφήνουν μέχρι σήμερα τον θεατή ενεό. Με την ομορφιά και το κάλλος. Οι τεχνίτες φίλοι του θεού όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Η χέρσα και άγονη γη τους τους έκανε αυτούς τους ορεσίβιους, ευφυείς, τολμηρούς, επινοητικούς και δραστήριους. Δούλευαν ήλιο με ήλιο. Με εξαντλητική κούραση. Ξερακιανοί, ηλιοκαμένοι, αδύνατοι, σπαθάτοι. Συγκροτημένοι με ακονισμένο μυαλό στην ανέχεια και την ανάγκη. Δούλευαν με τα υλικά του κάθε τόπου, τελείως αγράμματοι χωρίς την παραμικρή μηχανική γνώση. Ομως στα λαγκάδια Αρκαδίας στα τριώροφα και τετράωροφα πέτρινα σπίτια με τα ξύλινα μεσοδόκια, μετεωρίζεται η αρχιτεκτονική σε δυσθεώρητα ύψη. Ο αρχιτέκτονας ήταν ο πρωτομάστορας. Στη λαϊκή αρχιτεκτονική που αναζήτησε την χρηστικότητα και συναντώντας και την ομορφιά έγινε έργο τέχνης και ενώθηκε με το αιώνιο. Τα κτίσματα τους μαρτυρούν την γνώση και την πείρα αυτών των στοχαστικών καλλιτεχνών. Επαληθεύουν την πίστη, την αγάπη και την αφοσίωση για την τέχνη τους. Εργα ταπεινά και μεγαλόπρεπα που αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και τραγούδι. Οι αρετές τους έδιναν το αίσθημα του μέτρου και αν ο χρόνος έσβησε την μνήμη τους, έμειναν ωστόσο τα έργα τους. Για μήνες, είπαμε, δούλευαν κάθε καινούργιο χρόνο για τις ανάγκες του βίου. Στην καλύβα το βράδυ δίπλα στη φωτιά που έκαιγε και τους καπνούς, στο τσίπουρο και στα χωρατά, οι βαριές μυρωδιές των αρβυλών, ανεβαίνοντας εμοιαζαν θυμίαμα. Δοσμένα τα βήματα στην βαριά μυρωδιά τους, δοσμένα τα χέρια στη φύση και στον ανθό της πέτρας . Τι κοιτάς τόση ώρα; ρωτάω ένα πετρά που μου έκτιζε κάτι. Να μου μιλήσει η πέτρα, να μου πει τι θέλει, να μου ζητήσει. Ετσι μου απάντησε και έμεινα άφωνος. Εριχνε μια ματιά στο σωρό, έπιανε την σωστή πέτρα, την πελεκούσε αργά, κοίταζε εκεί που θα την τοποθετούσε και έπιανε την επόμενη. Ποτέ δε δοκίμαζε την τοποθέτηση. Είχε την γεωμετρία στο μάτι. Δούλευε αργά γιατί η πέτρα είναι ταυτισμένη με την βραδύτητα και την αιωνιότητα. Ενα λάθος χτύπημα μπορεί να σήμαινε ένα επιπλέον μεροκάματο .Ιερουργία. Σιωπηλός, συγκεντρωμένος, αναπόσπαστος . Κάτι ιερό συνετελείτο. Το χέρι ακολουθούσε, επροηγείτο η πέτρα,η φύση. Αυτή οδηγούσε. Απόλυτη ενσωμάτωση στην φύση απόλυτη υποταγή στην πέτρα και τα υλικά. Η χειρωναξία του πετρά ενέχει και είναι πνευματικότητα. Οποιος δεν το γνωρίζει αυτό είναι αδαής. Μια μουσική που πάγωσε στο χρόνο είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική. Και αυτή η συνεύρεση και η παρατήρηση του τεχνίτη της πέτρας να εργάζεται,ήταν για μένα μια σπουδή στην βραδύτητα και μια σπονδή στο αιώνιο.
Από τα ωραιότερα κείμενα – δοκίμια ζωής που έχουν δημοσιευτεί στα “Χανιώτικα Νέα”, ωστόσο, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω μόνο μία φράση του αγαπητού αρθρογράφου και συνεργάτη της εφημερίδας Γιώργου Κοκκινάκου: “Δούλευε -ο τεχνίτης της πέτρας- αργά, γιατί η πέτρα είναι ταυτισμένη με τη βραδύτητα και την αιωνιότητα..” Ο κοινωνικός και φιλοσοφικός, συνάμα, λόγος του γνωστού μας γιατρού της ψυχικής υγείας κι όχι μόνο των συνανθρώπων μας, ολοφάνερα στοχεύει και μάς πάει πίσω στον παλιό, τον αλλοτινό, τον νοσταλγικό, φυσικό, απλό και παραδοσιακό τρόπο ζωής κι ανθρώπινης συμπεριφοράς που, ωστόσο, χάνεται οσημέραι και δεν μεταστοιχειώνεται κι ούτε -τουλάχιστον- μεταβολίζεται στη σημερινή κοινωνική πολυπλοκότητα. Κρούει, ταυτόχρονα, ο ευφυής αρθρογράφος και τον κώδωνα του κινδύνου, γιατί γνωρίζει καλύτερα από μας πως το χάσμα – ψαλίδα ανάμεσα στον νου -λογική, γνώση- και την ψυχή -συναίσθημα, ηθική- όλο κι αυξάνει και μεγαλώνει και συνακόλουθα το ίδιο συμβαίνει και με το λεγόμενο “έλλειμμα ψυχικής ωρίμανσης” των ανθρώπων, με τα γνωστά κοινωνικά προβλήματα. Τί άλλο να σχολιάσουμε, παρά να συγχαρούμε θερμά τον αξιόλογο συνεργάτη και αρθρογράφο του ανωτέρω δοκιμίου – πονήματος και τα καλύτερα στη ζωή του. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.
Πολύ καλό άρθρο, δείχνει την αγάπη και την ιστορική έρευνα και μελέτη του αρθρογράφου για τα ισνάφια ή συνάφεια των κτισταδων της πέτρας.
Εξαιρετικής ευαισθησίας κείμενο. Με όρους σχεδόν αρχιτεκτονικής δένει την πέτρα με τον κτίστη· το σήμερα με το χθες και με το αχανές μέλλον.
Από παλαιότερα δημοσιεύματά μου στα Χανιώτικα Νέα αποσπώ, ως σχόλιο, δύο περικοπές.
31.10.1999, 22 (Θέμα: Η πέτρα)
Αὐτὴ ἡ κρύα καὶ ἄψυχη οὐσία κατὰ ἕναν τρόπο ἀπροσδιόριστο ἔχει καταλάβει θέση σημαντικὴ στὴ ζωή μας. Δὲν τὸ ἔχουμε ἴσως συνειδητοποιήσει, ἂν καὶ πολὺ καλὰ ξέρουμε πόσο ἀφθονεῖ στὴ φύση, ἂν καὶ σὲ κάθε βῆμα συναντᾶμε κάτι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν πέτρα, κάτι ποὺ εἶναι φτιαγμένο ἀπὸ πέτρα. Ἂν καὶ πολὺ εὔκολα μποροῦμε μὲ μιὰ ματιὰ νὰ δοῦμε πὼς γύρω ἀπὸ τὴν πέτρα ἔχει ὑψωθεῖ ὁλόκληρος πολιτισμός.
13.2.1993, 13 (Θέμα: Τα χωριά μας. Εδώ ο λόγος για τους χωρικούς)
Ἤτανε τὸ ἅλας τῆς γῆς, κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ ὅποιος βρεθεῖ στὰ χώματα ποὺ ἔζησαν. Ἔπαιρναν τὴ σκληρόκαρδη πέτρα καὶ τῆς ἔδιναν ψυχὴ καὶ αἰσθήματα καὶ ὁμιλία σμιλεύοντάς την. Τὴ μιὰ τὴ στρογγύλευαν καὶ τὴν ἔκαναν μυλόπετρα, τὴν ἄλλη τὴν ἔκοβαν μὲ τὸ μαχαίρι φέτες καὶ πάνω της ἔχτιζαν τὰ φτωχικά τους, τὴν τρίτη τὴ συνταίριαζαν στὶς ξερολιθιὲς κι ἔφτιαχναν τεχνουργήματα ἀκατάλυτα (…) Ἂν τύχει καμιὰ φορὰ καὶ βρεθεῖς μπροστὰ σὲ παλιὰ σπίτια ποὺ ὁ καιρὸς ἔχει ξεφλουδίσει τοὺς σουβάδες ἀπ’ τοὺς τοίχους των, πρόσεξε πῶς εἶναι συναρμοσμένα τὰ ὑλικὰ μεταξύ τους: ἡ μεγάλη πέτρα, πελεκημένη μ’ ἐπιδέξιο τρόπο, κάθεται ἀναπαυτικὰ μέσα στὴ φωλιά της, καὶ στοὺς ὤμους της ἢ στοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους κόρφους της κρατάει ἄλλες, μεγαλύτερες καὶ μικρότερες καὶ στρογγυλὲς καὶ τετράγωνες καὶ πλακουτσωτὲς καὶ στενόμακρες, τοῦτες ὄρθιες, ἐκεῖνες πλαγιαστές, τὶς ἄλλες λοξὰ βαλμένες, ὅλες ὅμως ὑποταγμένες στὸ θέλημα τοῦ χτίστη καὶ σφιχταγκαλιασμένες χάρη στὸ γερὸ δέσιμο ποὺ ἐπιβάλλει πάνω τους τὸ χῶμα ἢ ὁ ἀσβέστης. Πρόσεξε τὰ δεσίματα τῶν τοίχων ποὺ σταυρώνουν τὶς διαδρομές τους. Πρόσεξε τὸ ἀνώφλι τοῦ παραθυριοῦ ἢ τῆς πόρτας, εἴτε ἐκεῖνο ποὺ φτιάχτηκε ἀπὸ τὸ κορμὶ κάποιας καστανιᾶς ἢ κάποιου δρῦ εἴτε ἐκεῖνο ποὺ ἡ ὑπομονὴ τοῦ χτίστη κρέμασε στὸν ἀέρα μὲ μιὰ ἀπίστευτη συγκόλληση δεκάδων καὶ ἑκατοντάδων μικροσκοπικῶν λίθων. Πρόσεξε τὴν κολόνα τὴ χτιστὴ τὴν ἀψεγάδιαστα στρογγυλεμένη, μὲ τὴν κατακόρυφη ὕψωσή της. Ὅλα ἀντέχουν στὸ χρόνο, στὸν ἀέρα, στὴ βροχή, στὸ σεισμό, γιατὶ οἱ δημιουργοί τους ἔβαζαν σ’ αὐτὰ κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ψυχή τους. Ὅπως ἔβαζαν καὶ σὲ ὅ,τι ἄλλο ξεπηδοῦσε ἀπὸ τὰ μαγικὰ χέρια τους. Στὸ καλντιρίμι τῆς γειτονιᾶς, στὴ γούρνα ποὺ λάξευαν γιὰ τὴ βρύση τοῦ χωριοῦ, στὸ λαηνοστάτη τοῦ σπιτιοῦ τους…
Χαίρομαι, ιδιαίτερα, με τις προσθήκες – σχόλια που έγιναν από αγαπητά κι εκλεκτά πρόσωπα της Χανιώτικης κι όχι μόνο κοινωνίας. Ωστόσο, τί να πούμε και τί να γράψουμε για τον εξαίρετο άνθρωπο και φιλόλογο, τον Γιώργο Λουπάση! Τον διάβαζα αφότου εγκατασταθήκαμε μόνιμα με την Κρητικοπούλα σύζυγό μου στα Χανιά, αλλά τον γνώρισα τώρα τελευταία, σε κάποια πνευματική εκδήλωση -παρουσίαση σπουδαίου βιβλίου- στο Πολιτιστικό της Ι. Μητροπόλεώς μας. Ο Γιώργος Λουπάσης -γνωρίζω το σεμνό του προσώπου του- είναι διαμάντι στη σημερινή κοινωνική -απίστευτα δύσκολη και πολύπλοκη- πραγματικότητα! Καλά, το είπαμε, ότι οι φιλόλογοι έχουν την ευλογία του Θεού και γράφουν και ομιλούν τόσο όμορφα, λιτά κι εμπεριστατωμένα, για να χαιρόμαστε κι εμείς οι άλλοι αυτήν την πληρότητα του λόγου και της ύπαρξής τους. Τα σπουδαία αποσπάσματα που παρατίθενται ως σχόλια, του αγαπητού Γιώργου Λουπάση, δεν είχα τη χαρά να τα διάβαζα στον καιρο που πρωτοδημοσιεύτηκαν στα αγαπητά μας “Χ.Ν.”, αφού τότε εργαζόμουν στο εξωτερικό, αλλά ενισχύουν ακόμα περισσότερο τα βαθιά συναισθήματα που δοκιμάσαμε και βιώσαμε από το δοκίμιο του εξαίρετου Γιώργου Κοκκινάκου, όσο αφορά την πέτρα. Χαιρόμαστε που συνυπάρχουμε με τόσο αξιόλογους κι απλούς ανθρώπους της ζωής και της αληθινής επιστήμης – γνώσης. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ
[…] ήταν φορές που αισθανόμουν πως εις τα θεμέλια που εισχωρούσαν βαθιά στη γη, εις τους ογκώδεις τοίχους και τις καμάρες των, ήταν η ψυχή μου μια απ’ τις πολλές πέτρες που εντοιχιζόταν εις το ανώνυμο πλήθος των…
Δημήτρης Πικιώνης